Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ο Αμερικάνος

Χορτασμένος από μια ορίτζιναλ καρμπονάρα με αυγό, αργογλύφω το περίτεχνο ασημί κουτάλι που σε λίγη ώρα θα δικαιολογήσει το υψηλό κουβέρ. Χαλάλι τους. Οργασμός και καταιγίδα γεύσεων. Στην καρδιά της Ρώμης και καλό φαγητό. Θα με βρείτε στη σελίδα 24 του περιοδικού Μάσα και Περίδρομος.

Συμπαθές ζευγάρι αμερικάνων ετ του οκλόκ. Δηλαδή σχεδόν τάλιρο μπροστά. Ο νεαρός μεσήλικας προσκαρεκλώθηκε πρόσφατα (έχει καμιά ώρα) και μαζί του και το θηλυκό του είδους του. Φαίνεται ντροπαλός αλλά δείχνει μια έκπληξη για το χώρο γύρω του. Σα να βρίσκεται σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, φτιαγμένο μόνο για τον ίδιο.
Νεοφερμένος με σιδερωμένο καρό παντελόνι, φανελένιο ώστε να απορροφά το πρώτο ίχνος ιδρώτα άμα τη εμφανίσει του, φρεσκοξυρισμένος και με στάση «κατάπια στέκα μπιλιάρδου» αφοσιώνεται στον κατάλογο. Η κυρία κοιτά επίμονα το κενό. Έχει ανακαλύψει πού βρίσκεται. Γρηγοροποδαρούσα γκαρσόνα, ομιλούσα τρεις γλώσσες και λατινικά – σέρνονται και καλόγριες τριγύρω- ζητείται για μοδάτο εστιατόριο στη Ρώμη. Αν είχατε τα προσόντα θα σπεύδατε, όπως η φουκαριάρα που στέκεται τώρα κλαρίνο στο κενοζεύγαρο, εξηγώντας τις φωνολογικές ρίζες του νιόκι και ότι τέλος πάντων δε λέγεται νούκι. Ατάντσιον ολ πασαντζερς και τέτοια. Υπομονή γαϊδουρινή το κορίτσι. Σπάει κόκαλα.


Η κυρία ζητά σε σπαστά Αγγλικά (άγνωστο γιατί) ένα χάρτη ή έστω μια κάτοψη του ορόφου για να εντοπίσει τη γυναικεία τουαλέτα. Φυσικά την οδηγεί όπως τα σκυλιά των τυφλών, η ίδια πάλι ταλαίπωρη γκαρσόνα. Τα υπόλοιπα γκαρσόνια γίνανε καπνός, εντοπίζοντας από νωρίς ότι κάτι είναι πολύ λάθος στην εικόνα αυτή.

Ο κύριος εντωμεταξύ υπολογίζει τις κινήσεις του με την ευελιξία και την πονηριά που αρμόζει σε άνθρωπο της τάξης του (Τρίτη Δημοτικού). Το φιλέτο που πήρε (τι νιόκι και νούκι…σιγουριάαα) τον κοιτάζει λυπημένο, καθώς δεν ψήθηκε αρκετά ώστε να πεθάνει γενναία.
Τι ψυχρότις, τι σβελτάδα. Με σιγουριά το σημαδεύει και λιώνει τις ελπίδες του. Περιέργως, παρόλη τη φρίκη που σκορπίζει στα γύρω ιόντα, η κυρία ατάραχη με ψυχρό επαγγελματισμό, βασανίζει μέχρι διαμελισμού ένα βραστό μπρόκολο και τσιμπά από το φιλετάκι του κυρίου (τζαστ ε μπαιτ ντιαρ). Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ερασιτέχνες.



Εν τω μεταξύ η εν λόγω ταλαιπωρημένη γκαρσόνα, ξεθάβει το πιο σκονισμένο κρασί από το κελάρι για να του προσφέρει στο γευσιγνώστη από τη Νεβάδα. Η γκαρσόνα του το πλασάρει στη μούρη για να το ελέγξει. Τρομαγμένος αλλά κρατώντας την ψυχραιμία του στο αριστερό του χέρι, ελέγχει την ετικέτα. Σιγουρεύεται πως πράγματι δεν έχει ιδέα τι στην ευχή του προσφέρουν και με αργές κινήσεις δοκιμάζει μια γουλιά. Γκλουπ. Ναι είναι η ζωηρότερη βυσσινάδα που έχει δοκιμάσει. Αξίζει το μισθό του ολόκληρο.


Τα μαγουλάκια κοκκίνισαν. Εντούτοις παραμένει ατσαλάκωτος αλλά με εύθραυστο δέρμα, έντονο ανδροπρεπές πηγούνι και δυο μάτια κουμπάκια.


Πιστεύω πως πασχίζει να διακρίνει την ιστορία του χώρου από το μύθο των παραμυθιών. Νομίζει πως σε λίγες μέρες θα φύγει από το χολιγουντιανό σκηνικό και θα πετάξει πίσω στην πραγματικότητα. Ενώ μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Κι έτσι αναιρεί την αξία του χώρου. Τον θαυμάζει σα σκηνικό θεάτρου, σαν ψεύτικη εικόνα. Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον πεπερασμένης ιστορίας; Στις σχολικές του εκδρομές θαύμασε τη φύση και χρόνια πάσχιζε να αποστηθίσει 200 ονόματα προέδρων. Αντίθετα η Ιταλίδα γκαρσόνα που τον σερβίρει ένιωσε το βάρος του τόμου της ιστορίας στη σάκα της για αρκετά χρόνια και γκρίνιαξε άπειρες φορές για την αγγαρεία της μάθησης. Περπάτησε στα βήματα εκατοντάδων γενεών, ζει και δουλεύει σε κτίρια-δημιουργήματα παλιότερων δικών της ανθρώπων, περπατάει σε δρόμους χαραγμένους πολύ πριν, όταν οι ιδέες δεν είχαν ακόμα δοκιμαστεί.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 5ο)




-"Πρκαλώ" σφύριξα στο ακουστικό του κινητού, χωρίς να έχω πατήσει το πράσινο πλήκτρο. Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει ζωηρά. Επανέλαβα μέχρι που ήρθε σε βοήθεια ο άνθρωπος-καμαμπέρ να με σώσει.

- "Πάτα το πράσινο ρε μπούφο". Το πάτησα. Ήταν η Γιώτα. Η Γιωτούλα. Άκου τώρα. Κάτι στιγμές που διαλέγει. Πάντα το είχε αυτό. Ήταν κομμάτι της χαράς ακόμα και από μεγάλη απόσταση. Απόδειξη πως η διάδοση της χαράς ακολουθεί τη φύση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

-"Έπ! έρχομαι αύριο με το λεωφορείο" ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου και το γλυκό έδεσε σφιχτά.



6:59 το πρωί. Αχνό πρωινό φως εισβάλλει από το κουρτινάκι, βολτάρει τριγύρω, χορεύει με τη σκόνη και σηκώνει αργά τα βλέφαρά μου. Μακάριος ύπνος παντού, όλοι ησυχάζουν. Σηκώνομαι, ρίχνω δυο σταγόνες παγωμένο νερό στα μάτια μου. Νιώθω ήδη ξεκούραστος. Βγαίνω στην αυλή να δω το ξημέρωμα. Ανηφορίζω τα σκαλιά και φτάνω στο δρόμο. Πρωινά τιτιβίσματα και μακρινοί ήχοι από το ποτάμι. Ο ήλιος βγαίνει νωχελικά πίσω από την πλαγιά και φανερώνει τις σκιές και τις γωνίες. Παρατηρώ έναν τρυποκάρυδο που παίζει μουσική. Γραπωμένος στον τηλεφωνικό στύλο, χτυπάει επαναλαμβανόμενα το σκληρό ξύλο. Χαρντ ροκ. Μετακινείται πιο πάνω και χτυπάει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Θρας Μέταλ.

Πίσω στο κρύο δωμάτιο. Εγώ και τα πτώματα. Κάθομαι ακίνητος και παρατηρώ τα σκεπάσματα που αργοκινούνται με τους ρυθμούς της ανάσας τους. Κατεβαίνω πάλι στο ισόγειο. Ανοίγω προσεκτικά όλα τα συρτάρια και επιτέλους ανακαλύπτω τις καρφίτσες. Παίρνω δυο για ασφάλεια.

Πάνω στο δωμάτιο ξανά. Μια καρφίτσα στο ένα χέρι μου. Ακουμπάω με χάρη τη μύτη της πάνω στο συννεφάκι που σκεπάζει μακάρια το ψηλό. Ζζζζζζζ - Παφ! Ένας σωρός από τυριά, κασέρια, ριζόγαλα και τυρόπιτες τον σκεπάζουν ολοσχερώς. Ο θόρυβος ξυπνάει αμέσως τον παρακείμενο Άαααακη. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει τί θα έπεφτε από το δικό του συννεφάκι και αν αυτό θα ήταν σαρκοφάγο.

32 κιλά μπινελίκια μετά...

Έξω στην αυλή κλασικά εικονογραφημένα. Πουλιά βελάζουν, πρόβατα τιτιβίζουν, γιαγιάδες σκουπίζουν, παπάδες σαλτάρουν από ύψος *(διαχρονικά). Τα σύννεφα λευκοί καβαλάρηδες στις λεωφόρους του φωτός και τέτοια. Μια συστάδα ηλιοφάνειας βολτάριζε στους γύρω λόφους και περιστασιακά φώτιζε τα μισητά Φουρνά. Ένα γρύλισμα
ακουγόταν κάθε φορά στο τραπεζάκι που πρόχειρα στήθηκε στην αυλή και κόντευε να λυγίσει από το ελαφρύ πρωινό που έφερε η νταλίκα νωρίτερα.
Η δραστήρια γιαγιά είχε ήδη τακτοποιήσει τον Τζάκη, είχε ετοιμάσει φαγητό, είχε πιει τρεις καφέδες, είχε κόψει ξύλα, είχε σκαλίσει τον κήπο και είχε ήδη ελέγξει την κίνηση των μετοχών της στο χρηματιστήριο. Ώρα για καφέ με τη γειτόνισσα, όπως έλεγε το στάτους της στο Φέισμπουκ.

Ενέργεια, οξυγόνο,
φόρμες, παπούτσια. Χοπ στο αυτοκίνητο, βρουμ για τη νησιωτική πρωτεύουσα των βουνών, το Καρπενήσι, γνωστή παρεξήγηση απανταχού των αγεωγράφητων. Με δαντελωτές χιονισμένες παραλίες στον ουρανό, δροσερά βαθιά φαράγγια και φρέσκο αγριογούρουνο να σπαρταράει. Λαγονήσι, Γαϊδουρονήσι, Καρπενήσι. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των παρεξηγήσεων σαν το ψαρονέφρι, μια άλλη πονεμένη ιστορία. Έτσι και το Καρπενήσι, μια όαση αστικού πολιτισμού στη θάλασσα του ορεινού τοπίου. Και άλλα παρόμοια. Φτάσαμε αργοπορημένοι. Λογικό. Ήμουν στο αυτοκίνητο.

Τοπίο ΚΤΕΛ σε επαρχιακή πόλη. Το μεγαλείο τη ελληνικής επινοητικότητας σε πρώτο πλάνο. Αποσπασμένο, ξέχωρο ισόγειο κτίριο, σε περίπλοκο σχήμα (κουτί ή πιο μεγάλο κουτί). Παράθυρα από αλουμίνιο. Ντουβάρι χάρτινο. Προσεκτικά επιλεγμένες αποχρώσεις του γκρι και ενθουσιώδεις πινελιές αχνού πρασίνου στο εσωτερικό. Βασικά το κουτί ήταν γκρι. Ο πάγκος του ψυγείου ξεκουραζόταν κατά μήκος της μιας πλευράς του χώρου. Μια και μόνη τυρόπιτα λαγοκοιμόταν (καιρό τώρα) μόνη και έρημη ακριβώς στη μέση της βιτρίνας, που φωτιζόταν περιοδικά από πολύχρωμα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια (κινέζικα). Δεκατρείς καρέκλες ακροβολισμένες στο χώρο και δυο τραπεζάκια για ξεκάρφωμα, αφαιρετικά τοποθετημένα. Η κατασκευαστική εταιρία που το ανέλαβε πρόσφερε ως δώρο τον κυλικειάρχη, μορφή ακίνητη και γνώριμη, ίδια σε όλους τους σταθμούς ΚΤΕΛ. Μοντέλο δοκιμασμένο και ανθεκτικό.
Το βρήκαμε όρθιο, πίσω από το ταμείο να κοιτάει με απλανές βλέμμα τη σβηστή τηλεόραση. Κατάματα και άφοβα. Φύλακας του ψυγείου και καλή παρέα στις δύσκολες ώρες της αναμονής. Γοητευμένη η Γιώτα προσπαθούσε να αποσπάσει μια πορτοκαλάδα. Μάταια.

Από το βάθος του χώρου, εκεί στο βάθος, πίσω, εκεί, φάνηκε μια γνωστή φιγούρα. Το χαμόγελο κολλημένο με ούχου, το στρατιωτικό κούρεμα και η αισθησιακή κίνηση, δε άφηναν περιθώριο λάθους. Ήταν ο Γιωργάκης, ..άκης, ..άκης...

Φοβερή είσοδος στο τελευταίο λεπτό και επάνω που ο κυλικειάρχης θα σφύραγε τη λήξη. Μπήκε στο γήπεδο χαμογελώντας, άνετος. Η ομάδα είχε πλέον τα πάντα. Δύναμη, τόλμη, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, μια δόση τίποτα και μουντού κενού, αλλά και γυναικείο άγγιγμα. Μείναμε πιασμένοι στις γωνίες του χώρου να αλληλοκοιταζόμαστε. Οι ήχοι εξαφανίστηκαν, ο χρόνος πούντιασε. Μόνο ο απόηχος από το καζανάκι του Γιωργάκη ταξίδευε στον μεγάλο κενό χώρο.

- "Ο Γιωργάκης μόλις γύρισε με άδεια από Ξάνθη. Ήρθαμε μαζί, δεν κάνει να λείπει", μας εξήγησε η Γιώτα.
- "Πάμε για μπάλα;" ρώτησε ο φάνταρος με το αυτοκόλλητο διάπλατο χαμόγελο και όλοι σιγουρεύτηκαν ότι δεν επρόκειτο για το σατανικό σωσία του.
Χωρίς σύνθημα η ατμόσφαιρα έκανε κρακ και ορμήσαμε αλληλοδιαδόχως. Αγκαλιές, φιλιά, ερωτόλογα και ενθουσιασμός. Η έκπληξη ήταν καθολική - διαμαρτυρόμενη. Επικρατούσε μια γενικότερη σύγχυση, καθώς η ιστορία έμπλεκε με πολλούς χαρακτήρες πλέον, αρκετά ετερόκλητους αλλά πάντοτε πολυαγαπημένους. Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάτι του κυλικειάρχη, που για λόγους αρχής παρέμενε ακίνητος στο πόστο του.

* Η ψιθυριστή ιστορία του παπά "που έπεσε εδώ από πίσω".
Στους ομιχλώδεις διαδρόμους του χρόνου διασώζεται η ιστορία του ιερωμένου - αθλητή ύψους, που είχε την ατυχία να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος 145 εκατοστών σε στάση κάθετης εφόρμησης με το κεφάλι. Μη προλαβαίνοντας να κάνει διπλό τολουύ προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος. Για κακή του τύχη υπήρξε γείτονας του Ηλία και της οικογένειάς του, που επέλεξαν να μνημονεύουν το μακαρίτη και τον τραγικό τόπο μαρτυρίου του πάντοτε ψιθυρίζοντας.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Μαζευτήκαμε όλοι εδώ αντάμα για να κάνουμε... μια... μήτινγκ...




Λάθος πρώτο:
μαζευτήκαμε δηλαδή για να μαζευτούμε.
Επανάληψη. Πλεονασμός. Εκνευρισμός. Κι όταν εκνευρίζομαι ιδρώνω. Κι όταν ιδρώνω, βρίζω. Κι όταν βρίζω ιδρώνουν και οι άλλοι. Φανταστείτε δυσοσμία. Η χαρά του Ρεξόνα και του Αναστόπουλου.

Ας ορίσουμε αρχικά την αναγκαιότητα (ή μη) του μήτινγκ σε χώρους εργασίας. Ιστορικά το μήτινγκ διαμορφώθηκε από την ανάγκη συνεννόησης μεγάλου αριθμού ανθρώπων, συντονισμού μελλοντικών συνεργασιών και διαφόρων άλλων συναφών αλλά πάντοτε ασαφών εννοιών. Αρχικά ονομάζονταν (αφελώς) "συνελεύσεις".

Στην πορεία του χρόνου αλλά και κατά την εξέλιξη των θεσμών, παρατηρήθηκε πως τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν έλεγαν να εμφανιστούν (χαρά και ευχαρίστηση συνεργασίας, παραγωγικότητα, ερωτισμός κλπ) και αυτό κυρίως γιατί οι συμμετέχοντες στα μήτινγκ, επέμεναν να διανθίζουν τις αγορεύσεις των επικεφαλών με τις δικές τους απόψεις, οι οποίες σε κάθε σατανική στροφή της μοίρας διέφεραν συνεχώς και αντιδιαμετρικά από τις αποφάσεις της προεδρεύουσας κεφαλής. Η κακιά στιγμή βλέπεις.
Επόμενο ήταν η λέξη "συνεργασία" να απορριφθεί τουλάχιστον ως αντιπαραγωγική και απαρχαιωμένη. Ταυτόχρονα και για οικονομία χρόνου, αποφασίστηκε (από τον προεδρεύοντα του μήτινγκ,) πως πιο παραγωγικό και εύκολο θα ήταν απλά να εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων που θα μοιραστούν σε όλους τους "συνεργάτες" για να μην αποκλίνουν της αρχικής ιδέας και για να μη μας σπάνε τα νεύρα. Ορισμένοι (αναρχικοί και απόβλητοι) ιστορικοί, εντοπίζουν ωστόσο το όλο πρόβλημα της παραγωγικότητας, στην τάση της κεφαλής να επιβάλλει το συμφέρον της στις ανάγκες των πολλών, πράγμα φύσει δύσκολο έως αδύνατον.

Στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας αναπτύχθηκαν έννοιες κοινωνικά αποδεκτές και πολιτικά ορθές, καθώς τα μέλη αντιστοίχων καταργημένων μήτινγκ-συνελεύσεων ανέβηκαν (σκυφτοί) στη μορφωτική κλίμακα και απέκτησαν καίριες θέσεις - εν ολίγοις τους είχαν ανάγκη. Κατά τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, τα μέλη της κοινωνίας που ανήκαν στην ανώτερη μορφωτική βαθμίδα, θεώρησαν ως επιτακτική ανάγκη τους να εργάζονται όλο και λιγότερες ώρες -με βάση το μαθηματικό τύπο του Αρίσταρχου Ξυσαρχίδη, που όριζε ως ανώτατο επιτρεπτό όριο εργάσιμων ωρών την τιμή Ξ=8-(ένας τυχαίο αριθμός από 7 μέχρι 8) σε άπταιστα ρωσικά-. Ευθύς αμέσως παρατηρήθηκε πως η αποχή από την εργασία ήταν καθολική. Μην αντέχοντας στην ιδέα αυτή, τα μέλη διαφόρων εργασιακών ομάδων επανέφεραν την ιδέα του μήτινγκ, ως ευφυέστατη προκάλυψη της απραξίας, καθώς πλέον συνέχιζε να ισχύει ο γνωστός μαθηματικός τύπος. Εντούτοις κανείς δεν παρατηρούσε εμφανώς τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης φόρμουλας (άραγμα, ξύσιμο, χρήση λίμας και ροχαλητό).

Μερικοί παράφρονες, αντιδρώντας στο ευφυέστατο τέχνασμα των τεμπέληδων πλην όμως συμπαθέστατων συνεργατών, ρώτησαν το αυτονόητο. Εφόσον δηλαδή η απραξία ήταν καθολικά συμφωνημένη, γιατί δεν γινόταν και αποδεκτή από το σύνολο και θεωρούνταν απαραίτητο να δημιουργούνται τεχνάσματα για κάλυψη. Οι μεν συμμετέχοντες στο μήτινγκ απέρριψαν την ιδέα ως παρανοϊκά ειλικρινή, επειδή είχαν πείσει τον εαυτό τους, πως η πορεία της ημέρας λάμβανε έτσι δημιουργική χροιά, χωρίς ωστόσο την ανάγκη μόχθου. Από την άλλη πλευρά, οι διευθύνοντες των μήτινγκ βρήκαν την ευκαιρία να επαναφέρουν την επιβολή των μονομερών διαχειριστικών τους αποφάσεων, και μάλιστα με το ευφυέστατο προκάλυμμα της δημοκρατικής συμμετοχής όλων στο σχεδιασμό της εργασίας αλλά και στον τρόπο εργασίας.

Πέραν τούτου, από σημειολογικής πλευράς, η έννοια μήτινγκ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ας την παρατηρήσουμε.

Τη στιγμή που ξεκινάει ένα μήτινγκ κάτι συμβαίνει σε όλους τους συμμετέχοντες. Στην είσοδο της αίθουσας διανέμονται προσωπεία και νέες φάτσες για κάθε χρήση. Ολοκαίνουριες αντιδράσεις θαυμασμού προς οτιδήποτε βαρετά συγκλονιστικό (και το αντίστροφο), γυαλισμένες μάσκες θλίψης για την αποτυχία των συνεργατών, χάπια συγκράτησης του ενθουσιασμού για την περίπτωση που πατήσαμε σε κάνα - δυο κεφάλια κ.α.

Η ποικιλόμορφη κοινωνία που αντικατοπτρίζεται στα μέλη του μήτινγκ αλλοιώνεται ξαφνικά. Η έμφυτη προσωπικότητα των παρευρισκομένων φαίνεται να εγκαταλείπει προς στιγμής του πάντες. Σε κάθε συμμετέχοντα, ανεξάρτητα προέλευσης και θέσης μια ολοκληρωτική αλλαγή παρατηρείται. Σε αυτούς που χθες φυσάγανε κεράκια, σ' αυτούς που ξεχάσανε να βουρτσίσουν τα δόντια, σε κάποιον με ανοιχτά "μαγαζιά", στο γκέι συνεργάτη, στο νευρικό περιπτερά που διορίστηκε άθελά του "συνεργάτης", στον υπερφιλόδοξο νέο που του χρωστάνε όλοι τα πάντα εκ των προτέρων, σ' αυτόν που χθες το βράδυ έκλαιγε μονάχος και σ' αυτόν που ορκιζότανε ότι δε θα ορκιστεί σε τίποτα. Όλοι παίρνουν θέσεις μάχης, πόζες προσήλωσης, ενώ ταυτόχρονα βυθίζονται στον εαυτό τους με έναν άμεσο και μαγικό μηχανισμό. Η αυτο-επίγνωση γίνεται κυρίαρχη, όλοι σκέφτονται τη επόμενη φράση-ερώτηση που θα θέσουν, τη θέση τους στη συζήτηση, τη θέση τους στην τελική γραμμή του τερματισμού, τη στάση του σώματος, τη θέση των χεριών και την έκφραση του προσώπου. Τέλος άλλοι απογοητευμένοι ή και απόλυτα γοητευμένοι από τη γελοιότητα της φάσης (Τί φάση!), απλά χαμογελούν διάπλατα σκεπτόμενοι τη γεύση των εναλλακτικών ενασχολήσεων με  τις απειράριθμες εναλλακτικές επιλογές.

Η αίσθηση του κενού εξαπλώνεται σαν τα σκοτάδια της Μόρντορ και ενεδρεύει στους άμοιρους συμμετέχοντες. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο αρχικός στόχος ήταν η ανακοίνωση αποφάσεων, αλλά η διαπλάτυνση της διαδικασίας κράτησε 4 ώρες τουλάχιστον ώστε να εφαρμοστεί ο μαθηματικός τύπος, οι περισσότεροι παραιτούνται των αντιδράσεων, της ομιλίας ή και ακόμα της σκέψης. Επιπλέον, επειδή το μυαλό έχει την τάση να φτιάχνει τα μπαγκάζια του και να ταξιδεύει άνευ διαβατηρίου (μόνο και μόνο όταν το μέγεθος των κοντινότερων όρχεων υπερδιπλασιάζεται σε όγκο του εγκεφάλου – βλ. Μουτάκα Ναναερόστατα, «Υποκρίσου βρε» 2008), οι συμμετέχοντες καταφεύγουν σε μύχιες και πολλές φορές τελείως άσχετες σκέψεις. Τέτοια είναι η σύγχυση, που ορισμένοι τινάζονται απότομα φωνάζοντας ποδοσφαιρικά ονόματα σωματείων και χρώματα φαναριών κίνησης.
Σωσίβιο στην όλη αυτή κατάσταση, είναι αυτή και μόνο αυτή η μαθηματική σχέση του υπέρλαμπρου προαναφερθέντα επιστήμονα, που χάθηκε άδοξα στις στέπες της Μογγολίας . Συνεργάτης του ανέφερε πως χάθηκε στην αχλή του ορίζοντα κραδαίνοντας κομμάτια των σημειώσεών του. Μέσα στις άναρθρες κραυγές του, ξεχώριζε η φράση "μαζευτήκαμε για μήηηηητινγκ" σε άπταιστα πάντοτε ρωσικά. Η εξερευνητική ομάδα που στάλθηκε προς ανεύρεσή του, επέστρεψε με σκόρπια φυλλάδια ενός Συνεδρίου αφιερωμένου στα είδη χορού και στην παιδαγωγική τους αξία.

(Βίβλος, κεφάλαιο ΙΧ, εδάφιο 2, πάνω από τη ζωγραφιά με τις ζέβρες).
Sorofotsirx 2009

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Μπουρνοβαλιός Μανές


Γιώργος Κατσαρός ή Θεολογίτης

Ο Κατσαρός γεννήθηκε το 1895 στην Αμοργό και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Θεολογίτης. Το παρατσούκλι Κατσαρός προέρχεται από τη χαρακτηριστική σγουρή κόμη του, την οποία διατηρούσε πλούσια μέχρι το θάνατό του, το 1997 σε ηλικία 102 ετών.

Του αποδίδεται το τραγούδι
"Και γιατί δε μας το λες" εμπνευσμένο προφανώς από το Μπουρνοβαλιό Μανέ. Τα δυο τραγούδια διαφέρουν στους στίχους.

Μπουρνόβας ήταν ένα προάστειο της Σμύρνης που γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί μάλιστα γίνονταν και οι Πανιώνιοι αγώνες, καθώς υπήρχε Στάδιο και τρεις ελληνικοί αθλητικοί σύλλογοι. Η τούρκικη ονομασία σήμερα είναι Bornova.

Δείτε τον Γ. Κατσαρό στο 1:38. Μπλουζ

Μάρκος


"Ολος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν..... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μου΄χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή."

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 4ο)




- Στη Θεσσαλονίκη. Είχε προπόνηση για τους ημιτελικούς. Η εμπειρία του κρίθηκε πολύτιμη και η παρουσία του απαραίτητη.

Οι μπαρμπάδες αλληλοκοιτάχθηκαν και μετά κάρφωσαν τα βλέμματά τους πάνω στον Ηλία. Ο (αιμόφυρτος) Τυρόπιτας τους αγνόησε τρώγοντας ένα στραγάλι. Δεν ήταν ώρα για τέτοια. Είχαμε άλλα στο νου μας.

Ο Νίκος ήπιε τσίπουρο. Τον είδα και ζήλεψα. Ήπια και γω. Κακή ιδέα. Επέστρεψα στα στραγάλια και έσπασα λίγο από τον δεξιό κάτω τραπεζίτη. Πράξη αντικαπιταλιστική, με ένα κάποιο κόστος.

Η κουβέντα συνεχίστηκε με θέρμη. Ανταλλάξαμε διάσπαρτες κουβέντες για να μη μας πούνε και πολυλογάδες. Μας είχανε πει ότι οι βουνίσιοι γουστάρουν λίγα λόγια και καλά. Είπαμε λοιπόν λίγα λόγια και καλά. Η προσπάθεια όμως έπεσε στο κενό με τα μούτρα, γυμνή και χωρίς αλεξίπτωτο. Οι μπαρμπάδες, παρασυρμένοι από τις θειάδες έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στην ανταλλαγή απόψεων. Στο κάτω κάτω, οι άνθρωποι είχανε σιχαθεί να βλέπουν τις ίδιες φάτσες. Ήτανε καιρός για απ-ντεητ. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχηδών και εμείς αμέριμνοι και έρμαιοι μέσα στη βροχή. Κολυμπήσαμε ρωμαλαία και δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας. Οι ακρίτες αξίζουν το καλύτερο. Σωσίβιο στη λίμνη των ερωτήσεων, ο παντός καιρού οικοδεσπότης μας.

- Ώρα να πηγαίνουμε. Να μη μένει και η γιαγιά μόνη της.

-Τόσους μήνες μόνη είναι, αντέτεινε ο μπακαλοκαφετζοανακριτής.

- Όχι όμως απόψε, είπε και ελάλησε ο Λαβασκυρι και σηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα

Ακολουθήσαμε στη σκιά του. Τα χέρια ξαναπλώθηκαν, χειραψίες, σφιξήματα, γραπώματα, ιδρώτας, φιλιά στις θείες, σταυρωμένα χέρια, "χαχα αρραβώνες αρραβώνες", "άντε να μας ξανάρθετε" και τέτοια. Με μια αστραπιαία κίνηση, βροντήξαμε την πόρτα πίσω μας. Είχαν φάει τη σκόνη μας.

Το μικρό καφενειάκι επέστρεψε στην προηγούμενη συμπαντική του κατάσταση. Διαταράξαμε για λίγο το βαρυτικό πεδίο και τώρα πια η δυναμική των αναμνήσεων άλλαξε για πάντα. Όλα όμως έμοιαζαν ίδια. Μέσα από το τζάμι, είδα τον καφετζή να βάζει ένα ξύλο στη σόμπα και να επιστρέφει στην ησυχία του.

Η βραδιά έξω, όπως και να το έβλεπες, ήταν όμορφη. Αστερόσκονη παντού και φεγγαρόφως να μας δείχνει τα βήματα. Δεν έμενε παρά μια βόλτα στον επαρχιακό δρόμο, λίγο έξω από το χωριό, για να ολοκληρώσει την ευτυχία μας. Ορμήξαμε με αποφασιστικότητα στον ανήφορο. Καθώς τα λιγοστά φώτα του χωριού χάθηκαν πίσω από την τελευταία στροφή, άρχισαν και οι σοβαρές συζητήσεις, που συνοδεύουν μάταια κάθε προσπάθεια ένωσης με τη φύση.

Ίσως είναι μια άμυνα του homo-urbanus να προσπαθεί να σχολιάζει, να εκφράζει και να περιγράφει - φωναχτά - την ομορφιά της φύσης, που -ομολογουμένως- είναι ανείπωτη. Βαλθήκαμε λοιπόν στην άμυνα ζώνης. Ο Νικόλας, πρώτο βιολί, περιέγραφε αναλυτικά τα συναισθήματά του, προσθέτοντας τις κατάλληλες καταλήξεις (άκι, ούλα κλπ), διορθώνοντας το συντακτικό και αναδεικνύοντας τις ομορφιές που βλέπαμε - ακούγαμε. Ο Χαλούμης σταθερός ακροατής και εγώ στο πλάι της άμυνας, έτοιμος να ανακόψω κάθε έννοια σιωπηλής ένωσης με το περιβάλλον, συμφωνώντας και επαυξάνοντας τον προλαλήσαντα.

Στον κουβά με τα φεγγάρια-σκοτάδια-ηρεμία-ουρανό-αστέρια, πετάξαμε και μια πρέζα ανησυχίας για τα κρυμμένα αγρίμια πίσω από τις φυλλωσιές. Κάποιος είχε την έμπνευση να προσθέσει και ηχητικά εφέ γρυλισμάτων και έκτοτε η βόλτα έγινε ανήσυχος περίπατος. Με σιγουριά πως πίσω από την επόμενη στροφή κρύβεται τουλάχιστον ο άνθρωπος των Ιμαλαΐων, πορευτήκαμε σφιγμένοι πλάι στο δάσος. Άξαφνα και αιφνιδίως, χωρίς όμως να το περιμένουμε καθόλου, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Σοκαρισμένοι από την απόφαση αυτή, αλλά παραδομένοι στην πείνα που ροκάνιζε το συναισθηματισμό της στιγμής, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Η κατηφόρα... Δώρο θεού στον βασανισμένο οδοιπόρο. Σου λέει, θα φτιάξω τις ανηφόρες, θα τους δώσω να καταλάβουν, θα τεστάρω την υπομονή, τη σύνεση, τις αντοχές τους. Θα λιώσω τα λίπη, θα λαδώσω τις κλειδώσεις, θα πάρουν φωτιά τα πνευμόνια. Στο καπάκι όμως θα τους προσφέρω τη δροσιά της κατηφόρας. Μας πέταξε λοιπόν και ένα αεράκι κόντρα και στο βάθος, έβαλε τη γιαγιά του Γκούντα να μας περιμένει.

Επιστροφή στο σπιτάκι της γιαγιάς. Σκηνή θεατρική.

Χαμηλός φωτισμός, τα τηλεοπτικά λόγια κάποιου ταξιδεύουν στο χώρο, ένα απαλό κρίτσι κρίτσι από τα ξύλα που κατανάλωνε αδηφάγα ο Τζάκης. Στο μικρό διάδρομο, κολλητά με το τζακοσαλονάκι, αράζει μια σόμπα. Χωράνε ακριβώς τέσσερα άτομα. Πέντε με τη σόμπα. Έξι με τον Τζάκη. Τόσοι ακριβώς αναμένονται σε 2,4 δευτερόλεπτα, οπότε και θα ανοίξει η πόρτα και θα εισβάλλει η βραδινή δροσιά.

Η πόρτα ανοίγει και τρεις μαντράχαλοι ξεπροβάλουν. Μια μυρωδιά τυριού κατακλύζει το χώρο και η γιαγιά αναδεύεται στην καρέκλα της.
-(γιαγιά) Βρε καλώς τους. Κι έλεγα σας κράτησαν για λύτρα.
- (Νίκος) Το αλλάζουμε το σπιτάαααααα α κι;
- (Ηλίας) Ε να, μας ρώταγαν τίνος είμαστε και τέτοια. Δεν αργήσαμε έ;
- (Μουά) Γκρμχγφ (δεινός ομιλητής)

Μπουαχαχα και τέτοια, ακούστηκαν. Τα χάχανα ακολούθησε σειρά από στομαχικές διαμαρτυρίες σε φα μείζονα και τέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Το νόημα όμως ήταν σαφές. Έπρεπε να πέσει μάσα. Ανεξάρτητα ποιότητας, θερμοκρασίας και είδους. Αρκεί να είχε και λίγο τυράκι παραδίπλα. Το κακό είχε παραγίνει και τα στραγάλια δεν κάνουν τίποτα σε τέτοιο υψόμετρο (Κατούνοβιτς κ.α., 2005).

- Παιδιά θα πεινάσατε μέχρι τώρα. Καθίστε να σας βάλω να φάτε.

-Κάτι λίγο γιαγιά, μη σε βάζουμε και σε κόπο, πρόλαβε να ψελίσει ο Νικολάαααααακης.

Η γιαγιά όμως ήταν πιο γρήγορα από τη σκιά της. Σε απάντηση της πολύγλωσσης στομαχικής διαμαρτυρίας, είδε τη μπάλα να έρχεται και σηκώθηκε (σε δεύτερο χρόνο), καρφώνοντας μέσα στα μούτρα του ντεμέκ ευγενικού, πάντα όμως πειναλέου Άαααακη.

-Να βοηθήσω γιαγιά; πρότεινε ο σεφ, και θα τον αφήναμε, καθώς μια σούπα έλεγε τη στιγμή εκείνη. Η γιαγιά όμως τα είχε όλα έτοιμα.

-Έχω κρεατάκι στη σόμπα και θα κόψω και σαλατούλα.

Έπεσα συγκινημένος στην αγκαλιά του Έμενταλ. Καθώς κρατιόμασταν σφιχτά, ξεπρόβαλε η γιαγιά με ένα μπουκαλάκι κρασί. Από το καλό. Ενα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Νικόλα. Η στιγμή ήταν τουλάχιστο συγκινητική. Τα πράγματα ήταν (συμπαντικά πάντοτε) σε κρίσιμο σημείο, εντούτοις έδειχναν ισορροπημένα.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια ιστορική απόφαση, αντάξια των προσδοκιών μας. Να μεταφερθούμε πάραυτα στην πηγή του φαγητού, στη γλυκιά μήτρα που το προετοίμαζε αργά όση ώρα νωρίτερα παλεύαμε με τα στραγάλια. Παραταχθήκαμε στις καρέκλες γύρω από τη σόμπα, στριμωγμένοι στο διαδρομάκι, που όμως ήταν σίγουρο πως είχε κατασκευαστεί με σκοπό αυτή ακριβώς τη χρήση. Στη ζέστη του περιβάλλοντος, χαζογελούσαμε αντάμα σα βλαμμένοι. Και με το δίκιο μας, καθώς η κατάσταση είχε υπερβεί το πραγματικό και έπλεε στον αιθέρα. Σύντομα θα έληγε η αγωνία. Τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα, είχαν φτάσει στην αγκαλιά μου, που χρησίμευε πλέον και ως τραπεζάκι - χώρος αναμονής.

Η γιαγιά με κίνηση χορευτικού καράτε, αιφνιδίασε το φούρνο και γέμισε τα πιάτα σε κάποια κλάσματα του πικοσεκόντ. Λογικό αν δει κανείς το βιογραφικό της. Οι διαμαρτυρίες είχαν πρωτοφανή ένταση σε ρυθμούς βραζιλιάνικους και βάλε. Αλληλοκοιταχθήκαμε για πολλοστή φορά στην ιστορία αυτή. Δε με νοιάζει. Αφού αλληλοκοιταχθήκαμε. Δε βγήκε νόημα κι έτσι ορμήξαμε στα πιάτα. Περιστρεφόμενες παντσέτες, ντοματολάχανα και κρεμμύδι ξερό, στροβιλίζονται στη μνήμη μου γύρω από το σημείο μηδέν. Τη ζεστή σομπίτσα. Ο Ηλίας δεν κρατήθηκε και έβγαλε ένα λυγμό. Στη στροφή του σαλονιού φάνηκε η άκρη ενός πιάτου, γεμάτου φέτα μέχρι τα μπούνια. Κάτι μέσα του έσπασε. Το ακούσαμε όλοι πεντακάθαρα. Στη σύγχυση επάνω, είχα χάσει το προσανατολισμό μου και μια κλοτσούσα το κρασί, μια την καρέκλα του Ηλία. Ο Νίκος, είχε πάθει αμόκ σε φούλ του αααακη με καρέ της γλύκας και ξεστόμιζε υποκοριστικά των υποκοριστικών προς όλους, με πολύ πάθος. Η γιαγιά κρατούσε την ψυχραιμία της παρακολουθώντας από κοντά το παιχνίδι, σε ρόλο διαιτητή, σφυρίζοντας όποτε έβλεπε άδειο ποτήρι ή επικίνδυνα λευκό πιάτο. Συμπυκνωμένη ευτυχία έσταζε από τις χαραμάδες προς τα έξω. Το αξίζαμε να πάρει. Είχαμε περάσει τόσα. Όλοι.

Το φαγητό μας οδήγησε δειλά - δειλά σε όμορφες κουβέντες, ήρεμες και άχρηστες, στη βάση της φιλοσοφίας, όπως αυτή ορίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Το κρασάκι δεν τελείωνε ποτέ και το δωμάτιο όλο και μίκραινε σα ζεστή αγκαλιά. Το μπουκάλι συνεχώς έπεφτε στο πάτωμα, αλλά δεν ένοιαζε κανέναν και η γιαγιά είχε πολύ γλύκα ακόμα να μοιραστεί. Επάνω στην ανάπαυλα της μάχης, μπούκαρε από το σαλόνι κραδαίνοντας απειλητικά γλυκό συκαλάκι.

Ε, δε γινότανε, πάει και τελείωσε. Μας την είχανε φέρει άνανδρα. Σε τέτοιες στιγμές έγιναν οι σημαντικότερες δολοφονίες. Τη στιγμή που ο άνθρωπος γονατίζει και δε δίνει σημασία τριγύρω του. Έτσι φάγανε τον Καίσαρα. Τον βρίσκανε στα μαλακά, απρόσμενα και άδικα.

Ξαναμανά πανικός και πανηγύρι, ο Νίκος να βαράει παλαμάκια, εγώ να συζητώ με τον Ηλία για τη σημασία της οικολογικής αρχιτεκτονικής σε άπταιστα Γερμανικά και η γιαγιά να κοιτάει το ρολόι της έτοιμη να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα.

Πάνω στην ευτυχία της ευτυχισμένης στιγμής, χτύπησε ένα τηλέφωνο μέσα στην τσέπη μου. Ηταν το τηλέφωνό μου.









Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 3ο)


Στις παρυφές του Κλειστού, σε μια κλειστή στροφή, με κλειστές (ευτυχώς) τις πόρτες και κλειστά παράθυρα, κλείσαμε τη μουσική για να απολαύσουμε τον ήχο του χωριού. Βελάσματα, κικι-ρίκου, τιτιβίσματα, μπινελίκια και άλλες ξένες γλώσσες κατέκλυσαν τα πολιτισμένα και κιθαροκρατούμενα αυτιά μας.

Ααα, η γαλήνη του χωριού.. Στιγμές χαλάρωσης. Στιγμές ανείπωτης ηρεμίας. Η φασαρία της πόλης έδωσε τη θέση της στη ραστώνη της φύσης. Ο ήχος της σιωπής μας κατέκλεισε.

Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγκλισαν καθώς ο φίλος μας τα πάτησε με το αριστερό πόδι για δραματικό εφέ. Βγήκα από το κόρσα και έφτυσα λίγη μοκέτα καθίσματος. Το χωριό με περιέβαλε σα ζεστή αγκαλιά. Ψυχή στο δρόμο, στην αυλή του σπιτιού, στα κλαριά των δέντρων. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν δέντρα τριγύρω, ίσως επειδή η ζεστή αγκαλιά είχε 4 βαθμούς Κελσίου. Η γιαγιά του Ηλία μας είχε χεσμένους και καλά μας έκανε, καθώς ούτε σκύλοι δεμένοι δεν κάθονταν έξω στο παγωμένο σούρουπο. Ο Ηλίας άδειασε το αμάξι από τα σακ-βουα-γιαζ και το τρέιλερ από τη φέτα που κουβαλούσε για περίπτωση ανάγκης.

Παρένθεση να πάρω δείγμα και συνεχίζω την εξιστόρηση, καθώς δεν αντέχω το βάρος τόσων ανθρώπων να κρέμονται από τα χείλη μου. Ξεχείλωσαν.

Η γιαγιά είχε αράξει μπροστά στον Τζάκη, το γνώριμο, θερμό και πέτρινο φίλο της για το χειμώνα. Μας περίμενε χαμογελαστή να μας μπουκώσει με τα γλυκά και τα κεράσματά της. Πριν την επισκεφτούμε ορμήξαμε στο σπίτι του Ηλία. Ξαναορμήξαμε έξω, γιατί στην αυλή είχε περισσότερη ζέστη. Το φωτάκι στο δωμάτιο της γιαγιάς μας φαινόταν ονειρικό. Ένα δωμάτιο τόσο επί τόσο (δείχνω μια σταλιά τώρα, αλλά δε φαίνεται) με παράθυρο προς την κοιλάδα, άδα, άδα , άδα... Στρατηγικά τοποθετημένος ο Τραπεζάκης δίπλα στο παράθυρο και απέναντι από τον Τζάκη.

Στη θέα του αγαπημένου της Τυρά, η γιαγιά έλαμψε. Ο Ροκφόρ της απάντησε με ανάλογη λάμψη. Ύστερα βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου και καθίσαμε στο δωμάτιο, ανταλλάσσοντας γλύκες. Πλακωθήκαμε στο γλυκό καρύδι σα να ήτανε το τελευταίο βάζο του κόσμου και ρουφήξαμε το γάργαρο νερό, ειδική παραγγελία από την πλατεία του χωριού, βοήθειά μας. Η γιαγιά ήθελε να μάθει τα πάντα για μας και (για να μην σας απογοητεύσω) της είπαμε τα πάντα και τα κοάλα.

Στο δίλημμα που έθεσε ο οδηγός, περί βόλτας στο καφενείο, ο Κασέρης απάντησε αρνητικά και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ, που στέναξε χαμηλόφωνα από το βάρος του. Συνηθισμένος να διαβάζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, άρπαξα τον «Κήρυκα του Κλειτσού» και διάβασα για τις τελευταίες δραστηριότητες του τόπου. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε τα γεννητούρια, του θανάτους και τους γάμους του τελευταίου τριμήνου, τα αγροτικά νέα και ιστορικές αναδρομές σε ένδοξες εποχές του τόπου.

Υπό το βάρος της πίεσης του οδηγού μας, υποκύψαμε. Το αίτημα ήταν να πάμε στο καφενείο του χωριού για να δοκιμάσουμε το τοπικό τσίπουρο, ή στη ντοπιολαλιά «Γδάρτη». Παρά τις ικεσίες της γιαγιάς, παρά το βλέμμα αποδοκιμασίας και παρά το σκοινί που χρησιμοποίησα για να δέσω το πόδι μου στον Τραπέζη, δυστυχώς έχασα. Απρόθυμα και με σκυμμένο το κεφάλι, ξεκόλλησα από τον Τραπέζη και βγήκα από το σπίτι, στο σκοτάδι. Έβρεχε σιγά. Αργά και χωρίς θόρυβο. Έτσι ήθελε έτσι έκανε. Βουνό σου λέει ο άλλος. Περπατώντας στα σοκάκια οδηγηθήκαμε στη μικρή πλατειούλα, που φιλοξενούσε το καφενείο-παντοπωλείο και τη βρύση με το τρεχούμενο νερό βουνού (αλήθεια).

Μπήκαμε άνετοι στο καφενείο, με άνετο ύφος και άνετες χαιρετούρες. Ακροβολισμένοι στις γωνιές του καφενέ, καθόνταστε πέντε γλυκύτατοι μπαρμπάδες και δυο θειάδες (και αυτές γλυκύτατες). Άκυρος συνδυασμός, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες μια χαρά τα βολεύανε. Βαλθήκαμε να δώσουμε χειραψία σε όλους, όλοι. Δύσκολα. Αφού καταθέσαμε διαβατήρια και οικογενειακό δέντρο, αρχίσαμε κάπως να βολευόμαστε στης γλυκιά ζεστασιά της Σόμπας (θηλυκού γένους άνω των 500μ υψόμετρο). Αίφνης κατέφθασε ο καφετζής με τη μπουκάλα τσίπουρο ανα χείρας και ένα πιατάκι σκληρά στραγάλια. Ανάλατα. Γέμισε τα ποτηράκια με σηκωμένο το δεξί του φρύδι και έβαλε και στον εαυτό του. Τί στην ευχή; Επισκέπτες έχουμε.

Σηκώνει ένα ποτήρι.

- «Και πως από τα μέρη μας παιδιά;»

Ο Παρμεζάνας μίλησε πρώτος, λόγω εντοπιότητας.

- «Ήρθα να δω τη γιαγιά και να ζεστάνουμε το σπίτι.»

Δεν τους είπε με τι και δεν τους είπε τι δουλειά είχανε οι υπόλοιποι χασομέρηδες που έσερνε μαζί του. Ίσως τους φλόμωσε η μυρωδιά του τυριού.

- «Πολύ καλά κάνατε. Ο παππούς είναι καλά;»

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 2ο)




....με αστραπιαίες κινήσεις και αποφασιστικότητα ο οδηγός μας δεν έκανε απολύτως τίποτα. Για καλή μας τύχη, ο άλλος συνεπιβαίνων του ΙΧ, διάσημος τέκτων Τσηζηλίας, πήρε μια ιστορική απόφαση. Εγκατέλειψε τη μυστική του ταυτότητα για να σώσει τις μέτριες ζωές μας και με μια αστραπιαία κίνηση έσκισε το πουκάμισό του (για εντυπωσιασμό). Το σήμα της τυρόπιτας άστραψε στο στήθος του και τύφλωσε τον οδηγό, που με ένα λουπ-τολουπ εξέθεσε ανεπανόρθωτα τους ισχυρισμούς της όπελ ότι το κόρσα αντέχει και έχει κρατήματα. Βρεθήκαμε στη σωστή λωρίδα από καθαρή τύχη και συνεχίσαμε αμέριμνοι το ταξίδι, προσπαθώντας να χωνέψουμε τις γλώσσες μας.

Ξαφνικά και χωρίς κανένας να το περιμένει, εμφανίστηκε ο Κέδρος, το πρώτο χωριό της ορεινής διαδρομής προς τον ένδοξο να χιλιοτραγουδισμένο Κλειτσό. Στον Κέδρο ξεδιψάσαμε το τρομαγμένο όπελ, κάναμε το τουρ με το δίπατο λεοφωρείο του υπουργείου τουρισμού και παρακολουθήσαμε σκηνές καρναβαλικής έκστασης. Στο δρόμο μάλιστα απονεμήθηκε και το όσκαρ για το καλύτερο κοστούμι και τα καλύτερα ηχητικά εφέ, τον ποδηλάτη κρος με πλήρη στολή ανωμάλου (όχι δρόμου).

Αποχαιρετώντας το τελευταίο κουρείο του πολιτισμένου κόσμου, τοποθετήσαμε το δισκάκι των Μοντ Πλαγκάλ στο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής και κάναμε το σταυρό μας να μη μας πετάξει σε καμιά ρεματιά η κακιά η ώρα... Στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Τα χάλκινα χρώματα του χειμώνα έσβησαν καθώς μπήκαμε μέσα στο σύννεφο - σκηνικό λουκούμι για τέτοιες οδηγάρες. Απόδειξη ότι υπάρχει θεός και μας αγαπάει, τελικά βγήκαμε πάνω από τα σύννεφα σε ένα πυκνό χαλί από έλατα με το φιδωτό δρόμο να ελίσσεται ανάμεσά τους.

Σταδιακά ο άρχοντας του τυριού άλλαζε βλέμμα, κορμοστασιά, ακόμα και προφορά, καθώς ρήμαζε και το τελευταίο πτι-φουρ. Βρισκόταν πλέον στα χώματα των παππούδων του και η μυρωδιά τους (των χωμάτων) του γύρισε το μάτι. Σωστός Ευρυτιτάνας, γέμισε τη θέση δίπλα στον οδηγό λες και δε θα χωρούσε πια σ' αυτήν. Γυρνάει τότε και του λέει:
- Ρε Νικόλα δε μου δίνεις το τιμόνι γιατί ζαλίζομαι λιγάκι;
- Ζαλίζεσαι Κουτάκη ; (υποσημείωση 3)
Ένα μουγκρητό ακούστηκε από τα σπλάχνα του θεριού και αίφνης μουλώξαμε σιωπηλοί στις θέσεις μας.

Μια μόνο εμπειρία είναι αξεπέραστη στην αγκαλιά της φύσης. Μέσα σε ένα πυκνό και σκοτεινό θόλο από έλατα, δροσερή μυρωδιά χώματος και πυκνή υγρασία. Δίπλα στο αυτοκίνητο και τη χαμηλή μουσική που αντηχεί από τα ηχεία του. Αγναντεύοντας τον πυκνό βαμβά (βαμβάκι - βαμβάκι, είναι κολλητικό) από σύννεφα στο βάθος του ορίζοντα. Το κατούρημα. Άνδρες, παράταξη, ανακούφιση, χορευτική κίνηση, αναστεναγμός.

Ο δρόμος μετά από τραμπαλίσματα και κλυδωνισμούς μας οδήγησε στον Κλειτσό, ο οποίος είναι χτισμένος απέναντι από τα μισητά Φουρνά (επιδεικτικό φτύσιμο στο έδαφος) και ακουμπισμένος στις πλάτες της μυτερής Τσούκας, όπου και γυρίστηκαν σκηνές του διαφημιστικού σποτ νεσκαφετοξημέρωμα. Από σχεδιαστικό λάθος προφανώς, ο δρόμος μας οδηγεί στον Κλειτσό μέσα από τα εμετικά Φουρνά, όπου όλα είναι ξινά, ψυχρά και ανάποδα. Περνώντας το φιδωτό δρομάκι που μας οδηγεί στην ποθητή έξοδο του χωριού, φοράμε αγριεμένα μούτρα, σχολιάζουμε επιδεικτικά τα άσχημα σπίτια, τα μπανάλ παράθυρα, τις στραβοκάνες γίδες, την έλλειψη ποδηλατόδρομου και τους αντιπαθητικούς κατοίκους. Δεν ανοίξαμε ούτε το παράθυρο για να μην εισπνεύσουμε τον δηλητηριώδη αέρα του λαϊκοποπ αυτού χωριού. Τέτοιες ήταν οι παλαϊκές αντιδράσεις που η κεντρική διοίκηση αποφάσισε τη χάραξη και κατασκευή πορφυριακού δρόμου για να παρακάμψει το έκτρωμα της Ευρυτανίας. Ο Ηλίας μας είχε προειδοποιήσει για το τζαναπέτικο λαό των Φουρνών και είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα. Και φυσικά οι φίλοι αλληλοϋποστηρίζονται, ειδικά αν είναι να πέσει φάπα.

Απέναντί μας στεκόταν το χαρντκορ-μπλουζ. Το έπος των 322 σελίδων. Η πατησιά όλων των αρχέγονων μύθων. Ο Κλειτσός.

Υποσημείωση 3:
η έμφυτη τάση του Νικόλα να χρησιμοποιεί το υποκοριστικό γνωστών ουσιαστικών, επιθέτων, επιρρηματικών προσδιορισμών και γενικά το υποκοριστικό από ό,τι κινείται (και μη), πηγάζει προφανώς από τις Κρητικές του ρίζες (εξού και η συνεχής κατάληξη -άκη/ - άκι) και από την καταπίεση του Ποντιακού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε. Μη τολμώντας να διεκδικήσει το πατρογονικό του όνομα, που προφανώς τελειώνει σε -άκι ή -άκη (π.χ. Ξανθοπουλάκης από εμφανή ιδιότητα του χρώματος του πέους προγόνου του), καταφεύγει σε άμεσες επικκλήσεις του Κρητικού του παρελθόντος.
Άλλη εκδοχή, που βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης, αντιπροτείνει την έλλειψη προσοχής του στο μάθημα της Γλώσσας Β' Δημοτικού, οπότε και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τα υποκοριστικά. Την εκδοχή αυτή υποστηρίζουν και λάθη του όπως:
"Τί νόστιμος γιουβαρλάς" ή "Ένα χωράφι γεμάτο βαμβά" αντί για τα ορθά γιουβαρλάκι και βαμβάκι αντιστοίχως.


Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 1ο)




ή όταν το αυτοκίνητο σφαδάζει.

Κάπου στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, μια παρέα ατρόμητων μετεφήβων, διανύσαμε τις κορυφές των Ευρυτανικών ορέων προς αναζήτηση του Φαραγγιού ΠανταΒρέχει. Στο δρόμο συναντήσαμε τον ΒόσκειΠρόβατα, τους ΟδηγάωΤζιπ, τους ΠαίζωΚλαρίνο, τους δολοφόνους του Αστερίξ και τον μοναδικό ΠάνταΠίνει. Αυτή είναι η εξιστόρηση όσων συνέβησαν πραγματικά και όσων πράγματι συνέβησαν, αλήθεια σου λέω.

Περιμένω γωνία Εγνατία με ΕίσοδοΠανεπιστημίου. Ακουμπησμένος στο πόδι μου, ένας μικρός σάκος με τα απολύτως απαραίτητα (σημείωση 1). Δυο σώβρακα, δυο κοντομάνικα, δυο φούτερ, μια φόρμα (περίεργο), δυο παντελόνια, ένα καπέλο, γυαλιά ηλίου, πουκάμισο, μάλλινη (σωβρακοφανέλα), δυο ζευγάρια κάλτσες (το ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένο) και φυσικά το χάρτη του βουνού (χάρτης των Τζουμέρκων-άσχετος με τον προορισμό μου-αλλά πού θα πάει θα πάω και εκεί). Η "απόδραση" από το αστικό τοπίο είχε προγραμματιστεί με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου και απόλυτη εχεμύθεια καθώς γενικά στις πόλεις η φύλαξη είναι πολύ αυστηρή. Λίγοι έχουν αποδράσει να πουν την ιστορία. Εμείς, ως βετεράνοι του είδους, γνωρίζαμε το μυστικό πέρασμα της Τσιμισκή και τους τρόπους αντιπερισπασμού των δημοτόμπατσων, μιας νέας φυλής μετοίκων που είχαν καταλάβει την πόλη, σπέρνοντας τον τρόμο κάθε άνοιξη ώστε να φυτρώσει το καλοκαίρι και να καρπίσει αγανάκτηση τον Οκτώ(μμμμ)βριο.

Συνεχίζω να περιμένω το γνωστό ασημί Όπελ που θα μας μεταφέρει στον ορεινό παράδεισο. Και περιμένω ακόμα. Καλά μου κάνανε, συνήθως εγώ τους στήνω. Συγκεκριμένα έχω υπολογίσει ότι αν μαζεύανε το χρόνο καθυστέρησης που έχω συλλέξει τόσα χρόνια και μου το ανταποδίδανε σήμερα με τους τόκους, θα περίμενα 4 μήνες να "πάμε γιακαφέ". Πολλές φορές όταν τους περιμένω, ένα μέρος του εαυτού μου πιστεύει πως δε θα έρθουν ποτέ ή ότι με περιμένουν απέναντι και απλά διασκεδάζουν με την αναμονή μου. Τραγικές σκηνές.

Το ασημί όπελ αγκομαχά καταφθάνοντας στη λιγοστή κίνηση του κέντρου. Ο νεότευκτος οδηγός του, φίλος μου αδερφικός, αρνητής της οδήγησης επί χρόνια, υπόσχεται πλέον ότι θα μας δολοφονήσει χωρίς τραυματισμούς και αναπηρίες. Μια κι έξω, μ' έναν πόνο. Καθώς το αμάξι πλησιάζει βήχοντας, διακρίνω τον ΜίκαελΝικόλα σκυφτό, να παλεύει με το μοχλό των ταχυτήτων και τον Ηλάια σε εκρού απόχρωση να γκαρίζει κάτι, με το χέρι προτεταμένο στο τιμόνι. Κλασσικές στιγμές κόκα κόλα.

Επιβιβάζομαι στο πίσω κάθισμα και χαιρετώ φιλικά καθώς προσπαθώ να καθαρίσω το κάθισμα και τον πισινό μου από χαρτοκούτια, μπουκάλια, μπαστούνια του γκολφ, κουτιά με πτι-φουρ, ξινογάλατα, βατραχοπέδιλα και σιντι (μπλουουουουουζ ρε φίλε), τα οποία θα αποτελέσουν και τους συντρόφους μου στις επόμενες ώρες, καθώς ήδη δεν ακούω Χριστό από το διάλογο των μπροστινών (σημείωση 2).

Το αυτοκίνητο καταπίνει χιλιόμετρα, ο δρόμος κυλάει κάτω από τα πόδια μας, ο οδηγός το σανιδώνει και άλλα τέτοια, ενώ ο Ηλίας προσομοιάζει ουράνιο τόξο αλλάζοντας χρώματα σα φωτορυθμικό και ο οδηγός μας συνεχίζει να αλλάζει σιντί, ταχύτητες και κουβέντες σαν ημίθεος. Στάση Λάρισα. Για το πατροπαράδοτο πτι-φουρ και τα απαραίτητα ψώνια από τον παραδοσιακό Μασούτη της γειτονιάς. Δέκα λεπτά, ένα κιλό φέτα, ένα λίτρο γάλα, πιπεροντοματομαρούλια και πολλά μπισκότα μετά, επιστρέφουμε και πάλι στο αυτοκίνητο. Η παρέα μου στο πίσω κάθισμα πλήθυνε και τώρα μπορώ να συζητήσω με τα λουκάνικα Βουργουνδίας που αγοράσαμε με σκοπό να τους γνωρίσουμε τις ορεινές ομορφιές του τόπου μας (μέχρι τώρα γνώριζαν μόνο θάλασσα, ήλιος και γκρικ λαβερζ). Ξεκινάμε εκ νέου με χάχανα και ερωτισμό.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ο χρόνος σταματά. Τα χαμόγελα παγώνουν, η μουσική μπαίνει μόνη της στο πάουζε και τα αγγουράκια γίνονται αγγούρια.

Κάπου στα απόκρυφα στενά έξω από τη Λάρισα και ενώ ο Ηλίας πασχίζει να γλιτώσουμε κανένα χιλιόμετρο και τη ζωή μας (και των λουκανίκωνε) προτείνει στροφή - φουρκέτα. Διασταύρωση. Πάμε με γαμιώντας χλμ/ώρα και στρέφουμε την πορεία μας προς "ο Θεός ξέρει πού", με μέτωπο προς τον τάφο. Πατήσαμε διπλή γραμμή, στρίψαμε χωρίς φλας, μπήκαμε από το αντίθετο ρεύμα, αυτό των -220Volt. Δεν κάναμε τίποτα σωστό. Ήταν λογικό η κατηφόρα να συνεχιστεί. Ο οδηγός κοίταξε έντρομος πίσω (εν κινήσει) να δει τί άφησε, τί στιγμές έζησε, τί θα εξιστορεί στα εγγόνια του και τέτοια, όταν του υπενθύμισα ότι δε θα έχει εγγόνια να διηγηθεί παραμύθια εάν με τη συγκεκριμένη ταχύτητα, πορεία και ορμή πέσουμε πάνω στη διερχόμενη νταλίκα των 18 τόνων TIR. Κλαίγοντας από τη χαρά μου που θα ξαναγκάλιαζα τον παππούλη μου στα μαρμαρένια αλώνια, του έδειξα με τρεμάμενο δάχτυλο το φορτηγό-διαμέρισμα που υποσχόταν σίγουρο τέλος...(συνεχίζεται)


Σημείωση 1. Η τύχη του σακιδίου: αυτόνομη ιστορία που θα δημοσιευτεί εν καιρώ προς ευχαρίστηση κάθε ανεύθυνου αλλά αγανακτισμένου θυρωρού που κατέχει το νέο μοντέλο της αυτόματης τσουγκράνας για ξεκούραστο ξύσιμο.

Σημείωση 2. Η προσωρινή κώφωση των πισινών στο αυτοκίνητο και άλλες πρόσφατες ανακαλύψεις:
Ξεκινά με μερικά "Εεεεε;", "Τίίίί;", "Χαμήλωσε λίγο ρε" και άλλα τέτοια από μεριάς των πισινών κατά τη διάρκεια ταξιδιού με ΙΧ. Οι μπροστινοί αρχικά δείχνουν την απαραίτητη κατανόηση και χαμηλώνουν τη μουσική, επαναλαμβάνουν τα όσα ελέχθησαν, ξαναλένε το τέλος του ανέκδοτου, γκαρίζουν κλπ, ώσπου έρθει το πλήρωμα του χρόνου (139,34€ ακριβώς) οπότε και σου κλάνουν μια μάντρα και σε αφήνουν στη μακάρια κώφωση που επιβάλει ο βώμβος του ΙΧ.

Απάντηση καταπέλτης



Στις έντεχνα συγκαλυμμένες επικρίσεις του φίλου μου Ηλάιας, έχω να αντιπαραθέσω το πολυσχιδές και εποικοδομητικό έργο των συμπολιτών μας δημοτικών αστυνομικών. Φίλτατε συγγραφέα, αποκυρήσσω μετά βδελυγμίας τη συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε συμμετοχή μου σε περιστατικό έμμεσου εξτσιφτετελισμού δημοτικού μπάτσου. Υποστηρίζω το θεάρεστο έργο τους και μάλιστα τη στιγμή αυτή παράγγειλα 1000 γκασμάδες από ανοξείδωτο μέταλλο και χερούλι καρυδιάς, ώστε ανεπηρέαστοι να συνεχίσουν την κατανάλωση σερβιετώνε.

Θέλω επίσης να επισημάνω την ύπαρξη του δημοτόμπατσου ως ανθρώπου, ως συμπολίτη και συνανθρώπου που συναποφασίζει με μια και μόνο κοφτή και απάνθρωπη κίνηση: ρίχνει την ψήφο του ακέραια και αντικειμενική, χωρίς να συγκινείται από πρόσκαιρα οφέλη (επιδόματα, μεταθέσεις, νέους αυτόματους γκασμάδες, απορροφητικότερες σερβιέτες). Φίλε δημοτόμπατσε θα με έχεις πάντα σύμμαχο. Όταν οι μέρες τελειώνουν, όταν φοβάσαι για τη θέση σου, όταν το μπλοκάκι των κλήσεων σώνεται. Στο κρύο, στο αγιάζι, στη βροχή, ο δημοτόμπατσος είναι εκεί, άφοβος προστάτης των ποδηλάτων και των καφετεριώνε. Ριψοκίνδυνος και ρωμαλέος, κατουρά κόντρα στον άνεμο της λογικής.

Κατά τα άλλα θέλω να σε συγχαρώ γιατί ανέδειξες ένα μείζων ζήτημα όπως αυτό της διέλευσης καμικάζι και δολοφονικών πιτσιρικάδων στα άδυτα των κρατικών νοσοκομείων (καλλιεργώ το μύθο σου ανερυθρίαστα). Επίσης από αύριο μοιράζουμε μπλουζάκια με το σήμα του συγγραφέα και το σύνθημα Think Out Of The Box.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Τσικνοθέρζντεη





Θεσσαλονίκη, Μύλος 19/2/2008
Ομάδες κρουστών: Τουκουστάκα / Παραναουέ
Πάνω απ' όλα σοβαρότης. Προσέξτε τις ήρεμες δομές και το γαλήνιο τρόπο ερμηνείας. Επιπλέον οι ονομασίες παραπέμπουν σε μπαρόκ δοξασίες προηγούμενων εποχών του μέλλοντος.

Τώρα εξηγείται

Σύσσωμο το πλήθος παραληρεί. Η κρυφή ζωή ενός τιτάνα.

Προφήτης Ηλάιας


Δημοσιεύεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του (κυριολεκτικά) συγγραφέα (σιγά μην τον ρωτήσουμε) Ηλία Κουτή.




Σύμφωνα με τον γνωστό και μη εξαιρεταίο Κλαούγιεβιτς, τον συμπαθή και απόμακρο αυτόν νεοσοφιστή του 19ου αιώνα, δεν υφίσταται τόσο περίπλοκη ζωή όπως την αντιλαμβάνεται ο μέσος κάτοικος αυτού του πλανήτη.
Στο σύγγραμά του με τίτλο "Μη μου τον ύπνον τάρατε", κατακλείδα της σημαντικής εκείνης έρευνας που είχε κάνει για την ανθρώπινη αντίδραση στο άγχος (κάπου στα 1860 μ.Χ.) αναφέρθηκε στη ζωή που κάνουμε και στους πειρασμούς που μας παρουσιάζονται. Δεν υπάρχει λάθος επιλογή, έλεγε, υπάρχει μόνο λάθος σκέψη.
Οι επιλογές βέβαια πηγάζουν από τη σκέψη, όμως η απάντηση του Κλαούγιεβιτς στην άποψη αυτή, που την ενστερνιζότανε και ο μεγάλος του αντίπαλος αλλά και αρκετά νεότερός του, ο ψυχολόγος-συγγραφέας Χάρολντ Κίμπερλεϋ , δεν άφηνε αμφιβολίες. "Μην σκέφτεστε τόσο" απάντησε και το πλήθος ζητωκραύγαζε, ενώ το αμφιθέατρο του Λιντς πήρε φωτιά.
Δεν ξαναέβγαλε λόγο, δεν ξαναμίλησε στους φοιτητές καμίας αυστριακής πόλης, ούτε και έγραψε ξανά κάποιο βιβλίο. Αποσύρθηκε με χαμηλούς τόνους και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κάπου στην Αλάσκα.
Ένα τελευταίο του γράμμα έφτασε στα χέρια του Κίμπερλεϋ μια μέρα πριν αφήσει τα εγκόσμια. Με λίγα λόγια έλεγε πως στην Αλάσκα βρήκε την ηρεμία του, πολύ κρύο και το μυαλό υπολειτουργούσε. "Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ" ζήτησε από τον Χάρολντ, "υπάρχει τόσος κόσμος που έχει όντως σκοτούρες και άγχη, όπως υπάρχει και πολύς ακόμη κόσμος, όπως εσύ κι εγώ, που μάλλον δεν τα έχουμε ανάγκη. Μην σκέφτεστε, λοιπόν, τόσο."
Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

Για περισσότερα στο διαδίκτυο, όλο και σε κάποια σελίδα θα υπάρχουνε στοιχεία για τον Κλαούγιεβιτς και την Σέχτα της Ψυχής.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Το λαμπρό μέλλον





Παρασκευή σήμερα 45/4/2080. Έφτασα 100 χρονών... Το πιστεύεις; 100. Στρογγυλό νούμερο, από αυτά που λέμε στις ευχές. Να τα κατοστήσεις, να τα χιλιάσεις κλπ. Άλλοι πάλι, όταν ήμουν πιτσιρικάς, λέγανε χρόνια καλά (υποκριτές - δηλαδή άσχημα είναι και πολλά και καλά;)
Ελπίζω σε κάνα δυο χρόνια να τελειώσω το διδακτορικό. Μετά την 45η αλλαγή θέματος, νομίζω ότι θα είμαι έτοιμος να αποδείξω τα ήδη αποδεδειγμένα. Μόνο που κουράζομαι λίγο στο εργαστήριο, λόγω των κιρσών στα πόδια μου και της ακατάσχετης συχνοουρίας που με πιάνει εξαιτίας των χαπιών για την πίεση. Ευτυχώς τα ρευματικά τώρα την άνοιξη δε με χτυπάνε.
Το εργαστήριο είναι άδειο, αφού πλέον έχουν όλοι μετακομίσει στη νέα πανεπιστημιούπολη, στις παρυφές της Κατερίνης (η γέφυρα που ενώνει τις όχθες του κόλπου ήταν μεγάλη επιτυχία). Νομίζω ότι θα την περάσω μια μέρα με το ιπτάμενο ποδήλατό μου.
Ο καημένος ο ξαθηγητής μου, αν ζούσε τώρα θα μου έλεγε κανένα ανέκδοτο. Ο γιός του, που με επιβλέπει τώρα, θεωρεί ότι μάλλον σε κάνα δυο χρονάκια θα ολοκληρώσω τη διατριβή. Ίσως τότε εξαγοράσω και τη θητεία μου στο στρατό, γιατί νομίζω ότι θα είμαι πολύ ηλικιωμένος για να υπηρετήσω στα σύνορα με τη Δράμα. Το αυτόνομο κράτος της Ξάνθης είναι πολύ εχθρικό τελευταία.

Τα σέβη μου και χαιρετισμούς στον υπεραιωνόβιο αδερφό σας.

Το νησί πάντα νικάει καθώς ξεκινάει με προβάδισμα


Ξέρω τις ανάγκες, τι πρέπει να κάνω ή περίπου τί πρέπει να κάνω ώστε να πλησιάσω προς το τέλος
Τα βιβλία μου πλησιάζουν περισσότερο, τα σχέδια γίνονται πιο συγκεκριμένα, θέλοντας και μη πλησιάζω προς το κυρίως τμήμα, εκεί όπου όλα θα γίνονται ευκολότερα πιο γρήγορα και παραγωγικά. Η χρονιά αυτή θα είναι δύσκολη, πιεστική, αλλά μάλλον τελευταία. Αδύνατο να επικεντρωθώ στο θέμα αυτό μόνο. Ένα μεγάλο μέρος της ημέρας και της διάθεσης καταναλώνεται στην κατανομή χρόνου. Είναι τόσα που γίνονται εδώ και αρκεί μόνο να έχεις χρόνο και διάθεση να ξενυχτάς στη δουλειά. Πώς να κλείσεις τα μάτια και τα αυτιά;

Τόση αρνητικότητα όμως.. Το κλίμα με βαραίνει. Όλοι ανταγωνίζονται όλους. 2 μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, ξαναμανά διδιακτορικά και αφτερμεταδιδακτορικοπτυχιακά με έμφαση στην αναβολή της ενηλικίωσης. Γκρίνια για τα λεφτά που κανείς δε χρειάστηκε πραγματικά, αλλά που τελικά καταφέρνει να έχει απόλυτη ανάγκη. Ο εδώ κόσμος μου κυνηγάει κάτι που δεν έχει δει ποτέ, εργάζεται ξεχνώντας τη χαρά της επιλογής του, ξεχνάει και ξεχνιέται και γερνάει. Ο εδώ κόσμος μου βαριέται, αγνοεί και κινείται με προσύλωση και αποφασιστικότητα στην έντιμη, σημαντική, αξιοπρόσεχτη ιδιότητα του επιστήμονα επαίτη-άνεργου.

Δε θα σου πω για τη γενιά των 700 ευρώ. Λάιφσταιλ εκφράσεις.... Κάποτε οι γενιές τιτλοδοτούνταν από πολιτικές διεκδικήσεις, παγκόσμιες συρράξεις, ιδεολογίες. Η γενιά του Πολυτεχνείου, του Μάη του 68, της Άνοιξης της Πράγας, του Εμφυλίου, της ποταπαγόρευσης. Τώρα οι γενιές είναι σαν τις κλάσεις του στρατού. Τριψήφιο νούμερα συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό. Κρίμα.

Τα κορίτσια πασχίζουν να γίνουν μάνες μπας και πάρουν κανένα μόριο παραπάνω, μπας και έρθουν κοντά στον καλό τους. Οι Βόρειοι μαζεύουν τις ζεστές τους ζακετούλες και μετακομίζουν νότια και οι νότιοι τραβούν κατά τα σύνορα, ανταλλάζοντας θέσεις εργασίας, αναμιγνύοντας ντοπιολαλιές, έθιμα, χάνοντας την αγάπη του τόπου, έστω της αστικής γειτονιάς. Τουρίστες της εργασίας μέχρι να ενηλικιωθούν, πριν αρχίσουν να γερνούν. Περνώντας την ακμή της ζωής, την κορυφή του βουνού, μακριά. Μετακινήσεις πάντοτε και παντού. Δεν είχα ιδέα πως τόσοι άνθρωποι μετακινούνται καθημερινά σε μακρινούς τόπους και κοιμούνται με τη γλυκιά νοσταλγία του ζεστού τους σπιτικού δωματίου. Ευκαιρίες περιπέτειας, εναλλακτικής πραγματικά ζωής, μιας και η πόλη από τόπος εξωτικών-φανταστικών και πολύχρωμων πραγμάτων έγινε βρώμικη φυλακή. Και τώρα εναλλακτικά στο νησί, στο βουνό, στο νέο σπιτάκι. Τα κατάφερες.

Η πόλη ζουζουνίζει εδώ και 2 ώρες περίπου. Στο λεωφορείο, το δρόμο, τις βιτρίνες. Στο φανάρι το μάτι τρελαίνεται. Κάποιος ξέχασε να ξεκινήσει. Να ξεκινήσει! Να πάει δηλαδή μερικά πολύτιμα μέτρα μπροστά (ή πιο εκεί ρε παιδί μου). Άχρηστος εκπρόσωπος των καθυστερημένων μιας άλλης εποχής. Υιοθέτησε τώρα το άγχος που παράγεται και πλανάται καθημερινά! Είναι φρέσκο και αναζωογονητικό!

Διάλογος με κόρνες, με πλήρες λεξιλόγιο και κινησιολογικές αναφορές. Πυροδότηση τοπικής κρίσης για ανθρώπους πολυάσχολους, εργατικούς, διαλυμένους. Έκρηξη κοινωνικότητας στο φανάρι που δίνουμε πάντα ραντεβού. Ενώ στο λεωφορείο, το μετρό, το πεζοδρόμιο κοιτάς έξω από το παράθυρο, επιδιώκεις να αποφύγεις τις ματιές, την συνάντηση του βλέμματος, το χαμόγελο. Κλεισμένος στην προσωπική σου αυλή με τους Βαρβάρους να πάλουν τις ασπίδες τους έξω από τα τείχη σου. Δικαιολογημένα. Κουρασμένη ψυχή, γεμάτη ερεθίσματα από παντού, εικόνες, φώτα, συναντήσεις, διάλογοι. Μια ιστορία που λέγεται με χίλιους τρόπους. Το μυαλό κόβει την επικοινωνία και αμύνεται στην ησυχία του μελαγχολικού βλέματος. Δες πόσες φατσούλες κοιτούν έξω από τα παράθυρα του λεωφορείου μελαγχολικά. Για να μην αναγκαστούν να συναντήσουν άλλα βλέμματα, να πουν πάλι ίδιες ιστορίες, να μάθουν πάλι ίδιες ιστορίες με άλλα λόγια λεγμένες. Κλείνεις λιετουργίες του συστήματος για εξοικονόμηση ενέργειας, συγκέντρωση. Ε, στο φανάρι όμως τα δίνεις όλα. Γήπεδο. Τους πετάς και ένα δυο συνθήματα πρόχειρα. Τα ρίχνεις μια στον οχτρό και ξεδίνεις. Και μετά πάλι μέσα σου, μου του.

Και η μοναξιά ενοχοποιημένη. Γιατί όταν φεύγουν οι βάρβαροι, τότε τι γίνεται; Τότε μένει μόνο η αυλή με τα ψηλά τείχη χωρίς λόγο ύπαρξης, χτισμένη όμως γερά.
Βρέχει μέρες τώρα και μόλις βγήκε ο ήλιος, τώρα που η ΕΜΥ προειδοποιεί για καταιγίδα. Είμαι μεταξύ δυο - τριών σπιτιών, άστεγος στην ουσία, τσιγγάνος ανάμεσα σε σπιτικά. Τέλεια. Δε θα γίνει καμιά δουλειά όπως τη σχεδιάζω, είμαι σίγουρος. Ίσως λοιπόν γίνει και καλύτερα. Βαρέθηκα να το σκέφτομαι, να αγωνιώ.

Να πάρει, το πρωινό ξύπνημα μπορεί να είναι και ωραίο.

Ανταγωνισμός και καθαρματικότητα (ευγενική προσφορά της Μ που όλα τα μπορεί)

antagonismos kai katharmatikotita

Antagonismos einai to aisthima pou diepei tin anthropini kardia otan i prosfora einai mikri kai i zitisi megali. Auto to straggalistiko aisthima ton othei na apokalipsei i na kataskevasei kainourgies ptixes tou eautou tou kai na drasei bebiasmena (sunithos upo piesi)Etsi, ta koritsakia adinatizoun olo kai perissotero, ta agorakia pairnoun olo kai pio grigora amaxia, oi athlites ntoparontai, oi sunadelfoi sou kriboun plirofories, oi foitites agorazoun ergasies, kapoios mathenei ispanika gia na parei moria kai outo kathexis...

Katharmatikotita einai i sumperifora pou diepei tin anthropini uparxi anexartita apo tis sunthikes. Katharma=scum. Autos pou i gynaika tou einai eguos kai autos ta ftiaxnei me tin kolliti tis. Autos pou klevei to bibliario tis giagias gia na paei na paixei sto kazino. Autos pou anaferetai sri mana tou os "skatogria", autos pou klevei ta lefta tou tyflou zitianou gia na paei gia mpires. O xairekakos, o ypoxthonios, o egoistis, o eleeinos diplomatis, o ethelotyflon. To katharma den epireazetai apo tis synthikes giro tou alla einai autos pou tis dimiourgei kai sinithos tis skatonei gia na einai to tomari tou "kala".

Simeio tomis ton dio vrisketai synithos se akrees katastaseis stress, opou o upo stress anthropos leitourgei antanaklastika kai uiothetei symperifores pou exei paratirisei se allous. Exoume to fainomeno leipon tis katefthinomenis i yiothetoumenis katharmatikotitas opou to upokeimeno meta tin symperifora tou krinei ton eauto tou kai sockaretai giati katalavainei pos leitourgise me mia symperifora xeni pros tin psixosinthesi tou. Mpira! Panta kanei kalo!

Yiothetimeni katharmatikotita me accumulative effect (susoreutiko apotelesma). Katastaseis xroniou stress kai antagonismou mporoun na parasiroun to ipokeimeno stin yiothetisi tis katharmatikis symperiforas os stixeio tou xaraktira tou. Provlima. Sto simeio tauto prepei na tethei to zitima pou fainetai o pragmatikos xaraktiras kapoiou. Sti douleia? Me tous filous? Sti sxesi? I sosti apantisi tha mporouse fisika na einai pantou alla dedomenou oti anagkazomaste na biosoume tin apoxenosi apo ton eauto mas ston ergasiako mas xoro tha zitiso na exairethei i toulaxiston na krinetai me epieikia i opoiadipote symperifora sxetizetai me tin kariera.

Kariera kai ithiki
Diskolos syndiasmos. Ekfraseis opos "patao epi ptomaton" bgikan mesa apo auti tin problimatiki sxesi. I ithiki stis meres mas exei sirriknothei sto core meaning tis: mi skotoseis, mi ta ftiaxeis me ti mana tis kopelas sou, min kaneis ti giagia sou vaporaki. I kariera den einai aplos mia douleia giati enexei ton sunexi agona kai tin agonia tis exelixis. Oso pio psila, toso ligoteroi xorane kai oi agonies pou se rixnoun sto keno einai kata kapoion tropo anamenomenes, ara kai themites.
Makria nyxtomenoi eimaste apo to protipa tis Souidias apou gia na aneboume stin korifi prepei na eimaste omada kai na boithaei o enas ston allon. Zoume to ditiko protypo "it's lonely at the top" giati tous skotoses olous stin poreia.
Esy an prepei na prosperaseis apla skounta apala kai mi skotoneis. Elisou san xailouros (xeli+ailouros)

Sinopsizontas tha mporousame na poume ta exis:
  • Mikri allotriosi tis yperoxis prosopikotitas mas stin arena tou antagonismou einai anamenomeni. As min ekplissomaste kai kanoume san na min to perimename. Kariera....
  • Allo mikri allotriosi kai allo katharmatopoiisi, min ta sysxetizoume. Einai lathos.
  • Typseis. Deigma syneidisis. Astes na zoune kai min palepseis na breis tropo na apallageis apo autes. An to katafereis, exeis apolesei ti syneidisi sou.
  • Opoios mpainei sto xoro, tha xorepsei.
Λοιπόν,

με φέρνεις σε εύκολη θέση (καλό;).

Ας δούμε τα πράγματα ως έχουν. Δεν έχουμε βαλτώσει. Φοβόμαστε να διαπιστώσουμε το τί συμβαίνει. Είναι απλό.
Αναγνωρίζεις αυτό που σου συμβαίνει όταν το παραδεχθείς και μόνο τότε. Αυτό λοιπόν που συμβαίνει σε όλους μας είναι ότι δεν παραδεχόμαστε τις μικρές ήττες.
Ο κόσμος μας αλλάζει. Θυμάμαι κάποτε που η Δόξα (το ταβερνάκι ντε) ήτανε το σπίτι μου. Χθες ήθελα να φύγω. Θυμάμαι που σκεφτόμουν το στρατό σαν διακοπές. Τώρα βιάζομαι γιατί έχω "δουλειές, έννοιες, ελπίδες, φιλοδοξίες".
Αν βρεις το κομμάτι το καλό κράτα το. Ταιριάζει, κολλάει και δε φαίνεται το ράγισμα.
Υποχωρήσεις. Αποδοχή. Πλέον ζεις για λίγες στιγμές, όμορφες και
ελπιδοφόρες. Γι' αυτό και ο καιρός περνάει τόσο γρήγορα. Συστέλλεται και
συμπυκνώνεται γύρω από τις καλές στιγμές. Κι αυτό γιατί η ζωή σου έδωσε τα
πάντα. Και θες και το λίγο παραπάνω. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι το κάτι
παραπάνω;
Οι αθλητές τρέχουν γρηγορα, πιο γρήγορα, φτάνουν στο όριο. Τα έχουν φτάσει
όλα. Η προσπάθεια για ένα ακόμα δευτερόλεπτο τους εξαντλεί πιο πολύ από τα
προηγούμενα 10 που είχαν κερδίσει.

Ανάσα.
Όποιος έχει plan B μπορεί να μου το φέρει. Να μου το δώσει. Ας το δεχτούμε.
Μην το παλεύεις.

Τσαμπουκά θέλει. Όποιος τον έχει κέρδισε. Οι άλλοι μένουν κλαμμένοι σε μια
γωνιά να τρώνε τα νύχια τους.

Άντε πάμε

Ο Σωτήρης καθότανε σκεφτικός στη μαλακιά καρέκλα του γραφείου του. Πλάτη στον τοίχο, πλάτη στο ημερολόγιο, πλάτη στις φωτογραφίες των διακοπών. Πληκτρολογούσε το κείμενο για τα νέα προσκλητήρια γάμου. Μην έχοντας τί άλλο να κάνει τελείωσε το κείμενο με τις λέξεις "παλιά γλιστρούσαμε στο χιόνι" αφήνοντας απορημένους όλους τους καλεσμένους που θα έρχονταν σε επαφή με το ροζ χαρτάκι, εκτός βέβαια από εκείνους που παλιά πράγματι γλιστρούσαν χαρωπά στο χιόνι.
Σηκώθηκε πένθιμα και αναστέναξε βαριά. Η μέρα ήταν βαριά. Ο αέρας και τα σύννεφα ήταν βαριά. Η Θεανώ τον ρώτησε αν ήθελε καφέ βγαίνοντας από το γραφείο. Την αγνόησε επιδεικτικά και έβαλε τα βατραχοπέδιλά του. Κανείς πια δε θεωρούσε παράξενο το είδος αυτό του παπουτσιού. Είχε περάσει καιρός από τότε που οι πάγοι έλιωσαν λάγνα και η θάλασσα έφτασε ως τα μπούνια.
Μη με περιμένετε για φαγητό φώναξε στα περιστέρια και ξεκίνησε για τις εξετάσεις του ΑΣΕΠ, που πλέον γίνονταν στο μοναδικό νησάκι στη μέση του Αιγαίου. Δεν μπορεί. Κάποια φορά θα πετύχει στις εξετάσεις. Και τότε ο κόσμος θα φαίνεται λιγότερο βρεγμένος.