Στις παρυφές του Κλειστού, σε μια κλειστή στροφή, με κλειστές (ευτυχώς) τις πόρτες και κλειστά παράθυρα, κλείσαμε τη μουσική για να απολαύσουμε τον ήχο του χωριού. Βελάσματα, κικι-ρίκου, τιτιβίσματα, μπινελίκια και άλλες ξένες γλώσσες κατέκλυσαν τα πολιτισμένα και κιθαροκρατούμενα αυτιά μας.
Ααα, η γαλήνη του χωριού.. Στιγμές χαλάρωσης. Στιγμές ανείπωτης ηρεμίας. Η φασαρία της πόλης έδωσε τη θέση της στη ραστώνη της φύσης. Ο ήχος της σιωπής μας κατέκλεισε.
Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγκλισαν καθώς ο φίλος μας τα πάτησε με το αριστερό πόδι για δραματικό εφέ. Βγήκα από το κόρσα και έφτυσα λίγη μοκέτα καθίσματος. Το χωριό με περιέβαλε σα ζεστή αγκαλιά. Ψυχή στο δρόμο, στην αυλή του σπιτιού, στα κλαριά των δέντρων. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν δέντρα τριγύρω, ίσως επειδή η ζεστή αγκαλιά είχε 4 βαθμούς Κελσίου. Η γιαγιά του Ηλία μας είχε χεσμένους και καλά μας έκανε, καθώς ούτε σκύλοι δεμένοι δεν κάθονταν έξω στο παγωμένο σούρουπο. Ο Ηλίας άδειασε το αμάξι από τα σακ-βουα-γιαζ και το τρέιλερ από τη φέτα που κουβαλούσε για περίπτωση ανάγκης.
Παρένθεση να πάρω δείγμα και συνεχίζω την εξιστόρηση, καθώς δεν αντέχω το βάρος τόσων ανθρώπων να κρέμονται από τα χείλη μου. Ξεχείλωσαν.
Η γιαγιά είχε αράξει μπροστά στον Τζάκη, το γνώριμο, θερμό και πέτρινο φίλο της για το χειμώνα. Μας περίμενε χαμογελαστή να μας μπουκώσει με τα γλυκά και τα κεράσματά της. Πριν την επισκεφτούμε ορμήξαμε στο σπίτι του Ηλία. Ξαναορμήξαμε έξω, γιατί στην αυλή είχε περισσότερη ζέστη. Το φωτάκι στο δωμάτιο της γιαγιάς μας φαινόταν ονειρικό. Ένα δωμάτιο τόσο επί τόσο (δείχνω μια σταλιά τώρα, αλλά δε φαίνεται) με παράθυρο προς την κοιλάδα, άδα, άδα , άδα... Στρατηγικά τοποθετημένος ο Τραπεζάκης δίπλα στο παράθυρο και απέναντι από τον Τζάκη.
Στη θέα του αγαπημένου της Τυρά, η γιαγιά έλαμψε. Ο Ροκφόρ της απάντησε με ανάλογη λάμψη. Ύστερα βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου και καθίσαμε στο δωμάτιο, ανταλλάσσοντας γλύκες. Πλακωθήκαμε στο γλυκό καρύδι σα να ήτανε το τελευταίο βάζο του κόσμου και ρουφήξαμε το γάργαρο νερό, ειδική παραγγελία από την πλατεία του χωριού, βοήθειά μας. Η γιαγιά ήθελε να μάθει τα πάντα για μας και (για να μην σας απογοητεύσω) της είπαμε τα πάντα και τα κοάλα.
Στο δίλημμα που έθεσε ο οδηγός, περί βόλτας στο καφενείο, ο Κασέρης απάντησε αρνητικά και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ, που στέναξε χαμηλόφωνα από το βάρος του. Συνηθισμένος να διαβάζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, άρπαξα τον «Κήρυκα του Κλειτσού» και διάβασα για τις τελευταίες δραστηριότητες του τόπου. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε τα γεννητούρια, του θανάτους και τους γάμους του τελευταίου τριμήνου, τα αγροτικά νέα και ιστορικές αναδρομές σε ένδοξες εποχές του τόπου.
Υπό το βάρος της πίεσης του οδηγού μας, υποκύψαμε. Το αίτημα ήταν να πάμε στο καφενείο του χωριού για να δοκιμάσουμε το τοπικό τσίπουρο, ή στη ντοπιολαλιά «Γδάρτη». Παρά τις ικεσίες της γιαγιάς, παρά το βλέμμα αποδοκιμασίας και παρά το σκοινί που χρησιμοποίησα για να δέσω το πόδι μου στον Τραπέζη, δυστυχώς έχασα. Απρόθυμα και με σκυμμένο το κεφάλι, ξεκόλλησα από τον Τραπέζη και βγήκα από το σπίτι, στο σκοτάδι. Έβρεχε σιγά. Αργά και χωρίς θόρυβο. Έτσι ήθελε έτσι έκανε. Βουνό σου λέει ο άλλος. Περπατώντας στα σοκάκια οδηγηθήκαμε στη μικρή πλατειούλα, που φιλοξενούσε το καφενείο-παντοπωλείο και τη βρύση με το τρεχούμενο νερό βουνού (αλήθεια).
Μπήκαμε άνετοι στο καφενείο, με άνετο ύφος και άνετες χαιρετούρες. Ακροβολισμένοι στις γωνιές του καφενέ, καθόνταστε πέντε γλυκύτατοι μπαρμπάδες και δυο θειάδες (και αυτές γλυκύτατες). Άκυρος συνδυασμός, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες μια χαρά τα βολεύανε. Βαλθήκαμε να δώσουμε χειραψία σε όλους, όλοι. Δύσκολα. Αφού καταθέσαμε διαβατήρια και οικογενειακό δέντρο, αρχίσαμε κάπως να βολευόμαστε στης γλυκιά ζεστασιά της Σόμπας (θηλυκού γένους άνω των 500μ υψόμετρο). Αίφνης κατέφθασε ο καφετζής με τη μπουκάλα τσίπουρο ανα χείρας και ένα πιατάκι σκληρά στραγάλια. Ανάλατα. Γέμισε τα ποτηράκια με σηκωμένο το δεξί του φρύδι και έβαλε και στον εαυτό του. Τί στην ευχή; Επισκέπτες έχουμε.
Σηκώνει ένα ποτήρι.
- «Και πως από τα μέρη μας παιδιά;»
Ο Παρμεζάνας μίλησε πρώτος, λόγω εντοπιότητας.
- «Ήρθα να δω τη γιαγιά και να ζεστάνουμε το σπίτι.»
Δεν τους είπε με τι και δεν τους είπε τι δουλειά είχανε οι υπόλοιποι χασομέρηδες που έσερνε μαζί του. Ίσως τους φλόμωσε η μυρωδιά του τυριού.
- «Πολύ καλά κάνατε. Ο παππούς είναι καλά;»
Ααα, η γαλήνη του χωριού.. Στιγμές χαλάρωσης. Στιγμές ανείπωτης ηρεμίας. Η φασαρία της πόλης έδωσε τη θέση της στη ραστώνη της φύσης. Ο ήχος της σιωπής μας κατέκλεισε.
Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγκλισαν καθώς ο φίλος μας τα πάτησε με το αριστερό πόδι για δραματικό εφέ. Βγήκα από το κόρσα και έφτυσα λίγη μοκέτα καθίσματος. Το χωριό με περιέβαλε σα ζεστή αγκαλιά. Ψυχή στο δρόμο, στην αυλή του σπιτιού, στα κλαριά των δέντρων. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν δέντρα τριγύρω, ίσως επειδή η ζεστή αγκαλιά είχε 4 βαθμούς Κελσίου. Η γιαγιά του Ηλία μας είχε χεσμένους και καλά μας έκανε, καθώς ούτε σκύλοι δεμένοι δεν κάθονταν έξω στο παγωμένο σούρουπο. Ο Ηλίας άδειασε το αμάξι από τα σακ-βουα-γιαζ και το τρέιλερ από τη φέτα που κουβαλούσε για περίπτωση ανάγκης.
Παρένθεση να πάρω δείγμα και συνεχίζω την εξιστόρηση, καθώς δεν αντέχω το βάρος τόσων ανθρώπων να κρέμονται από τα χείλη μου. Ξεχείλωσαν.
Η γιαγιά είχε αράξει μπροστά στον Τζάκη, το γνώριμο, θερμό και πέτρινο φίλο της για το χειμώνα. Μας περίμενε χαμογελαστή να μας μπουκώσει με τα γλυκά και τα κεράσματά της. Πριν την επισκεφτούμε ορμήξαμε στο σπίτι του Ηλία. Ξαναορμήξαμε έξω, γιατί στην αυλή είχε περισσότερη ζέστη. Το φωτάκι στο δωμάτιο της γιαγιάς μας φαινόταν ονειρικό. Ένα δωμάτιο τόσο επί τόσο (δείχνω μια σταλιά τώρα, αλλά δε φαίνεται) με παράθυρο προς την κοιλάδα, άδα, άδα , άδα... Στρατηγικά τοποθετημένος ο Τραπεζάκης δίπλα στο παράθυρο και απέναντι από τον Τζάκη.
Στη θέα του αγαπημένου της Τυρά, η γιαγιά έλαμψε. Ο Ροκφόρ της απάντησε με ανάλογη λάμψη. Ύστερα βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου και καθίσαμε στο δωμάτιο, ανταλλάσσοντας γλύκες. Πλακωθήκαμε στο γλυκό καρύδι σα να ήτανε το τελευταίο βάζο του κόσμου και ρουφήξαμε το γάργαρο νερό, ειδική παραγγελία από την πλατεία του χωριού, βοήθειά μας. Η γιαγιά ήθελε να μάθει τα πάντα για μας και (για να μην σας απογοητεύσω) της είπαμε τα πάντα και τα κοάλα.
Στο δίλημμα που έθεσε ο οδηγός, περί βόλτας στο καφενείο, ο Κασέρης απάντησε αρνητικά και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ, που στέναξε χαμηλόφωνα από το βάρος του. Συνηθισμένος να διαβάζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, άρπαξα τον «Κήρυκα του Κλειτσού» και διάβασα για τις τελευταίες δραστηριότητες του τόπου. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε τα γεννητούρια, του θανάτους και τους γάμους του τελευταίου τριμήνου, τα αγροτικά νέα και ιστορικές αναδρομές σε ένδοξες εποχές του τόπου.
Υπό το βάρος της πίεσης του οδηγού μας, υποκύψαμε. Το αίτημα ήταν να πάμε στο καφενείο του χωριού για να δοκιμάσουμε το τοπικό τσίπουρο, ή στη ντοπιολαλιά «Γδάρτη». Παρά τις ικεσίες της γιαγιάς, παρά το βλέμμα αποδοκιμασίας και παρά το σκοινί που χρησιμοποίησα για να δέσω το πόδι μου στον Τραπέζη, δυστυχώς έχασα. Απρόθυμα και με σκυμμένο το κεφάλι, ξεκόλλησα από τον Τραπέζη και βγήκα από το σπίτι, στο σκοτάδι. Έβρεχε σιγά. Αργά και χωρίς θόρυβο. Έτσι ήθελε έτσι έκανε. Βουνό σου λέει ο άλλος. Περπατώντας στα σοκάκια οδηγηθήκαμε στη μικρή πλατειούλα, που φιλοξενούσε το καφενείο-παντοπωλείο και τη βρύση με το τρεχούμενο νερό βουνού (αλήθεια).
Μπήκαμε άνετοι στο καφενείο, με άνετο ύφος και άνετες χαιρετούρες. Ακροβολισμένοι στις γωνιές του καφενέ, καθόνταστε πέντε γλυκύτατοι μπαρμπάδες και δυο θειάδες (και αυτές γλυκύτατες). Άκυρος συνδυασμός, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες μια χαρά τα βολεύανε. Βαλθήκαμε να δώσουμε χειραψία σε όλους, όλοι. Δύσκολα. Αφού καταθέσαμε διαβατήρια και οικογενειακό δέντρο, αρχίσαμε κάπως να βολευόμαστε στης γλυκιά ζεστασιά της Σόμπας (θηλυκού γένους άνω των 500μ υψόμετρο). Αίφνης κατέφθασε ο καφετζής με τη μπουκάλα τσίπουρο ανα χείρας και ένα πιατάκι σκληρά στραγάλια. Ανάλατα. Γέμισε τα ποτηράκια με σηκωμένο το δεξί του φρύδι και έβαλε και στον εαυτό του. Τί στην ευχή; Επισκέπτες έχουμε.
Σηκώνει ένα ποτήρι.
- «Και πως από τα μέρη μας παιδιά;»
Ο Παρμεζάνας μίλησε πρώτος, λόγω εντοπιότητας.
- «Ήρθα να δω τη γιαγιά και να ζεστάνουμε το σπίτι.»
Δεν τους είπε με τι και δεν τους είπε τι δουλειά είχανε οι υπόλοιποι χασομέρηδες που έσερνε μαζί του. Ίσως τους φλόμωσε η μυρωδιά του τυριού.
- «Πολύ καλά κάνατε. Ο παππούς είναι καλά;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου