Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 2ο)




....με αστραπιαίες κινήσεις και αποφασιστικότητα ο οδηγός μας δεν έκανε απολύτως τίποτα. Για καλή μας τύχη, ο άλλος συνεπιβαίνων του ΙΧ, διάσημος τέκτων Τσηζηλίας, πήρε μια ιστορική απόφαση. Εγκατέλειψε τη μυστική του ταυτότητα για να σώσει τις μέτριες ζωές μας και με μια αστραπιαία κίνηση έσκισε το πουκάμισό του (για εντυπωσιασμό). Το σήμα της τυρόπιτας άστραψε στο στήθος του και τύφλωσε τον οδηγό, που με ένα λουπ-τολουπ εξέθεσε ανεπανόρθωτα τους ισχυρισμούς της όπελ ότι το κόρσα αντέχει και έχει κρατήματα. Βρεθήκαμε στη σωστή λωρίδα από καθαρή τύχη και συνεχίσαμε αμέριμνοι το ταξίδι, προσπαθώντας να χωνέψουμε τις γλώσσες μας.

Ξαφνικά και χωρίς κανένας να το περιμένει, εμφανίστηκε ο Κέδρος, το πρώτο χωριό της ορεινής διαδρομής προς τον ένδοξο να χιλιοτραγουδισμένο Κλειτσό. Στον Κέδρο ξεδιψάσαμε το τρομαγμένο όπελ, κάναμε το τουρ με το δίπατο λεοφωρείο του υπουργείου τουρισμού και παρακολουθήσαμε σκηνές καρναβαλικής έκστασης. Στο δρόμο μάλιστα απονεμήθηκε και το όσκαρ για το καλύτερο κοστούμι και τα καλύτερα ηχητικά εφέ, τον ποδηλάτη κρος με πλήρη στολή ανωμάλου (όχι δρόμου).

Αποχαιρετώντας το τελευταίο κουρείο του πολιτισμένου κόσμου, τοποθετήσαμε το δισκάκι των Μοντ Πλαγκάλ στο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής και κάναμε το σταυρό μας να μη μας πετάξει σε καμιά ρεματιά η κακιά η ώρα... Στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Τα χάλκινα χρώματα του χειμώνα έσβησαν καθώς μπήκαμε μέσα στο σύννεφο - σκηνικό λουκούμι για τέτοιες οδηγάρες. Απόδειξη ότι υπάρχει θεός και μας αγαπάει, τελικά βγήκαμε πάνω από τα σύννεφα σε ένα πυκνό χαλί από έλατα με το φιδωτό δρόμο να ελίσσεται ανάμεσά τους.

Σταδιακά ο άρχοντας του τυριού άλλαζε βλέμμα, κορμοστασιά, ακόμα και προφορά, καθώς ρήμαζε και το τελευταίο πτι-φουρ. Βρισκόταν πλέον στα χώματα των παππούδων του και η μυρωδιά τους (των χωμάτων) του γύρισε το μάτι. Σωστός Ευρυτιτάνας, γέμισε τη θέση δίπλα στον οδηγό λες και δε θα χωρούσε πια σ' αυτήν. Γυρνάει τότε και του λέει:
- Ρε Νικόλα δε μου δίνεις το τιμόνι γιατί ζαλίζομαι λιγάκι;
- Ζαλίζεσαι Κουτάκη ; (υποσημείωση 3)
Ένα μουγκρητό ακούστηκε από τα σπλάχνα του θεριού και αίφνης μουλώξαμε σιωπηλοί στις θέσεις μας.

Μια μόνο εμπειρία είναι αξεπέραστη στην αγκαλιά της φύσης. Μέσα σε ένα πυκνό και σκοτεινό θόλο από έλατα, δροσερή μυρωδιά χώματος και πυκνή υγρασία. Δίπλα στο αυτοκίνητο και τη χαμηλή μουσική που αντηχεί από τα ηχεία του. Αγναντεύοντας τον πυκνό βαμβά (βαμβάκι - βαμβάκι, είναι κολλητικό) από σύννεφα στο βάθος του ορίζοντα. Το κατούρημα. Άνδρες, παράταξη, ανακούφιση, χορευτική κίνηση, αναστεναγμός.

Ο δρόμος μετά από τραμπαλίσματα και κλυδωνισμούς μας οδήγησε στον Κλειτσό, ο οποίος είναι χτισμένος απέναντι από τα μισητά Φουρνά (επιδεικτικό φτύσιμο στο έδαφος) και ακουμπισμένος στις πλάτες της μυτερής Τσούκας, όπου και γυρίστηκαν σκηνές του διαφημιστικού σποτ νεσκαφετοξημέρωμα. Από σχεδιαστικό λάθος προφανώς, ο δρόμος μας οδηγεί στον Κλειτσό μέσα από τα εμετικά Φουρνά, όπου όλα είναι ξινά, ψυχρά και ανάποδα. Περνώντας το φιδωτό δρομάκι που μας οδηγεί στην ποθητή έξοδο του χωριού, φοράμε αγριεμένα μούτρα, σχολιάζουμε επιδεικτικά τα άσχημα σπίτια, τα μπανάλ παράθυρα, τις στραβοκάνες γίδες, την έλλειψη ποδηλατόδρομου και τους αντιπαθητικούς κατοίκους. Δεν ανοίξαμε ούτε το παράθυρο για να μην εισπνεύσουμε τον δηλητηριώδη αέρα του λαϊκοποπ αυτού χωριού. Τέτοιες ήταν οι παλαϊκές αντιδράσεις που η κεντρική διοίκηση αποφάσισε τη χάραξη και κατασκευή πορφυριακού δρόμου για να παρακάμψει το έκτρωμα της Ευρυτανίας. Ο Ηλίας μας είχε προειδοποιήσει για το τζαναπέτικο λαό των Φουρνών και είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα. Και φυσικά οι φίλοι αλληλοϋποστηρίζονται, ειδικά αν είναι να πέσει φάπα.

Απέναντί μας στεκόταν το χαρντκορ-μπλουζ. Το έπος των 322 σελίδων. Η πατησιά όλων των αρχέγονων μύθων. Ο Κλειτσός.

Υποσημείωση 3:
η έμφυτη τάση του Νικόλα να χρησιμοποιεί το υποκοριστικό γνωστών ουσιαστικών, επιθέτων, επιρρηματικών προσδιορισμών και γενικά το υποκοριστικό από ό,τι κινείται (και μη), πηγάζει προφανώς από τις Κρητικές του ρίζες (εξού και η συνεχής κατάληξη -άκη/ - άκι) και από την καταπίεση του Ποντιακού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε. Μη τολμώντας να διεκδικήσει το πατρογονικό του όνομα, που προφανώς τελειώνει σε -άκι ή -άκη (π.χ. Ξανθοπουλάκης από εμφανή ιδιότητα του χρώματος του πέους προγόνου του), καταφεύγει σε άμεσες επικκλήσεις του Κρητικού του παρελθόντος.
Άλλη εκδοχή, που βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης, αντιπροτείνει την έλλειψη προσοχής του στο μάθημα της Γλώσσας Β' Δημοτικού, οπότε και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τα υποκοριστικά. Την εκδοχή αυτή υποστηρίζουν και λάθη του όπως:
"Τί νόστιμος γιουβαρλάς" ή "Ένα χωράφι γεμάτο βαμβά" αντί για τα ορθά γιουβαρλάκι και βαμβάκι αντιστοίχως.


Δεν υπάρχουν σχόλια: