Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 1ο)




ή όταν το αυτοκίνητο σφαδάζει.

Κάπου στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, μια παρέα ατρόμητων μετεφήβων, διανύσαμε τις κορυφές των Ευρυτανικών ορέων προς αναζήτηση του Φαραγγιού ΠανταΒρέχει. Στο δρόμο συναντήσαμε τον ΒόσκειΠρόβατα, τους ΟδηγάωΤζιπ, τους ΠαίζωΚλαρίνο, τους δολοφόνους του Αστερίξ και τον μοναδικό ΠάνταΠίνει. Αυτή είναι η εξιστόρηση όσων συνέβησαν πραγματικά και όσων πράγματι συνέβησαν, αλήθεια σου λέω.

Περιμένω γωνία Εγνατία με ΕίσοδοΠανεπιστημίου. Ακουμπησμένος στο πόδι μου, ένας μικρός σάκος με τα απολύτως απαραίτητα (σημείωση 1). Δυο σώβρακα, δυο κοντομάνικα, δυο φούτερ, μια φόρμα (περίεργο), δυο παντελόνια, ένα καπέλο, γυαλιά ηλίου, πουκάμισο, μάλλινη (σωβρακοφανέλα), δυο ζευγάρια κάλτσες (το ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένο) και φυσικά το χάρτη του βουνού (χάρτης των Τζουμέρκων-άσχετος με τον προορισμό μου-αλλά πού θα πάει θα πάω και εκεί). Η "απόδραση" από το αστικό τοπίο είχε προγραμματιστεί με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου και απόλυτη εχεμύθεια καθώς γενικά στις πόλεις η φύλαξη είναι πολύ αυστηρή. Λίγοι έχουν αποδράσει να πουν την ιστορία. Εμείς, ως βετεράνοι του είδους, γνωρίζαμε το μυστικό πέρασμα της Τσιμισκή και τους τρόπους αντιπερισπασμού των δημοτόμπατσων, μιας νέας φυλής μετοίκων που είχαν καταλάβει την πόλη, σπέρνοντας τον τρόμο κάθε άνοιξη ώστε να φυτρώσει το καλοκαίρι και να καρπίσει αγανάκτηση τον Οκτώ(μμμμ)βριο.

Συνεχίζω να περιμένω το γνωστό ασημί Όπελ που θα μας μεταφέρει στον ορεινό παράδεισο. Και περιμένω ακόμα. Καλά μου κάνανε, συνήθως εγώ τους στήνω. Συγκεκριμένα έχω υπολογίσει ότι αν μαζεύανε το χρόνο καθυστέρησης που έχω συλλέξει τόσα χρόνια και μου το ανταποδίδανε σήμερα με τους τόκους, θα περίμενα 4 μήνες να "πάμε γιακαφέ". Πολλές φορές όταν τους περιμένω, ένα μέρος του εαυτού μου πιστεύει πως δε θα έρθουν ποτέ ή ότι με περιμένουν απέναντι και απλά διασκεδάζουν με την αναμονή μου. Τραγικές σκηνές.

Το ασημί όπελ αγκομαχά καταφθάνοντας στη λιγοστή κίνηση του κέντρου. Ο νεότευκτος οδηγός του, φίλος μου αδερφικός, αρνητής της οδήγησης επί χρόνια, υπόσχεται πλέον ότι θα μας δολοφονήσει χωρίς τραυματισμούς και αναπηρίες. Μια κι έξω, μ' έναν πόνο. Καθώς το αμάξι πλησιάζει βήχοντας, διακρίνω τον ΜίκαελΝικόλα σκυφτό, να παλεύει με το μοχλό των ταχυτήτων και τον Ηλάια σε εκρού απόχρωση να γκαρίζει κάτι, με το χέρι προτεταμένο στο τιμόνι. Κλασσικές στιγμές κόκα κόλα.

Επιβιβάζομαι στο πίσω κάθισμα και χαιρετώ φιλικά καθώς προσπαθώ να καθαρίσω το κάθισμα και τον πισινό μου από χαρτοκούτια, μπουκάλια, μπαστούνια του γκολφ, κουτιά με πτι-φουρ, ξινογάλατα, βατραχοπέδιλα και σιντι (μπλουουουουουζ ρε φίλε), τα οποία θα αποτελέσουν και τους συντρόφους μου στις επόμενες ώρες, καθώς ήδη δεν ακούω Χριστό από το διάλογο των μπροστινών (σημείωση 2).

Το αυτοκίνητο καταπίνει χιλιόμετρα, ο δρόμος κυλάει κάτω από τα πόδια μας, ο οδηγός το σανιδώνει και άλλα τέτοια, ενώ ο Ηλίας προσομοιάζει ουράνιο τόξο αλλάζοντας χρώματα σα φωτορυθμικό και ο οδηγός μας συνεχίζει να αλλάζει σιντί, ταχύτητες και κουβέντες σαν ημίθεος. Στάση Λάρισα. Για το πατροπαράδοτο πτι-φουρ και τα απαραίτητα ψώνια από τον παραδοσιακό Μασούτη της γειτονιάς. Δέκα λεπτά, ένα κιλό φέτα, ένα λίτρο γάλα, πιπεροντοματομαρούλια και πολλά μπισκότα μετά, επιστρέφουμε και πάλι στο αυτοκίνητο. Η παρέα μου στο πίσω κάθισμα πλήθυνε και τώρα μπορώ να συζητήσω με τα λουκάνικα Βουργουνδίας που αγοράσαμε με σκοπό να τους γνωρίσουμε τις ορεινές ομορφιές του τόπου μας (μέχρι τώρα γνώριζαν μόνο θάλασσα, ήλιος και γκρικ λαβερζ). Ξεκινάμε εκ νέου με χάχανα και ερωτισμό.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ο χρόνος σταματά. Τα χαμόγελα παγώνουν, η μουσική μπαίνει μόνη της στο πάουζε και τα αγγουράκια γίνονται αγγούρια.

Κάπου στα απόκρυφα στενά έξω από τη Λάρισα και ενώ ο Ηλίας πασχίζει να γλιτώσουμε κανένα χιλιόμετρο και τη ζωή μας (και των λουκανίκωνε) προτείνει στροφή - φουρκέτα. Διασταύρωση. Πάμε με γαμιώντας χλμ/ώρα και στρέφουμε την πορεία μας προς "ο Θεός ξέρει πού", με μέτωπο προς τον τάφο. Πατήσαμε διπλή γραμμή, στρίψαμε χωρίς φλας, μπήκαμε από το αντίθετο ρεύμα, αυτό των -220Volt. Δεν κάναμε τίποτα σωστό. Ήταν λογικό η κατηφόρα να συνεχιστεί. Ο οδηγός κοίταξε έντρομος πίσω (εν κινήσει) να δει τί άφησε, τί στιγμές έζησε, τί θα εξιστορεί στα εγγόνια του και τέτοια, όταν του υπενθύμισα ότι δε θα έχει εγγόνια να διηγηθεί παραμύθια εάν με τη συγκεκριμένη ταχύτητα, πορεία και ορμή πέσουμε πάνω στη διερχόμενη νταλίκα των 18 τόνων TIR. Κλαίγοντας από τη χαρά μου που θα ξαναγκάλιαζα τον παππούλη μου στα μαρμαρένια αλώνια, του έδειξα με τρεμάμενο δάχτυλο το φορτηγό-διαμέρισμα που υποσχόταν σίγουρο τέλος...(συνεχίζεται)


Σημείωση 1. Η τύχη του σακιδίου: αυτόνομη ιστορία που θα δημοσιευτεί εν καιρώ προς ευχαρίστηση κάθε ανεύθυνου αλλά αγανακτισμένου θυρωρού που κατέχει το νέο μοντέλο της αυτόματης τσουγκράνας για ξεκούραστο ξύσιμο.

Σημείωση 2. Η προσωρινή κώφωση των πισινών στο αυτοκίνητο και άλλες πρόσφατες ανακαλύψεις:
Ξεκινά με μερικά "Εεεεε;", "Τίίίί;", "Χαμήλωσε λίγο ρε" και άλλα τέτοια από μεριάς των πισινών κατά τη διάρκεια ταξιδιού με ΙΧ. Οι μπροστινοί αρχικά δείχνουν την απαραίτητη κατανόηση και χαμηλώνουν τη μουσική, επαναλαμβάνουν τα όσα ελέχθησαν, ξαναλένε το τέλος του ανέκδοτου, γκαρίζουν κλπ, ώσπου έρθει το πλήρωμα του χρόνου (139,34€ ακριβώς) οπότε και σου κλάνουν μια μάντρα και σε αφήνουν στη μακάρια κώφωση που επιβάλει ο βώμβος του ΙΧ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: