Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 5ο)




-"Πρκαλώ" σφύριξα στο ακουστικό του κινητού, χωρίς να έχω πατήσει το πράσινο πλήκτρο. Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει ζωηρά. Επανέλαβα μέχρι που ήρθε σε βοήθεια ο άνθρωπος-καμαμπέρ να με σώσει.

- "Πάτα το πράσινο ρε μπούφο". Το πάτησα. Ήταν η Γιώτα. Η Γιωτούλα. Άκου τώρα. Κάτι στιγμές που διαλέγει. Πάντα το είχε αυτό. Ήταν κομμάτι της χαράς ακόμα και από μεγάλη απόσταση. Απόδειξη πως η διάδοση της χαράς ακολουθεί τη φύση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

-"Έπ! έρχομαι αύριο με το λεωφορείο" ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου και το γλυκό έδεσε σφιχτά.



6:59 το πρωί. Αχνό πρωινό φως εισβάλλει από το κουρτινάκι, βολτάρει τριγύρω, χορεύει με τη σκόνη και σηκώνει αργά τα βλέφαρά μου. Μακάριος ύπνος παντού, όλοι ησυχάζουν. Σηκώνομαι, ρίχνω δυο σταγόνες παγωμένο νερό στα μάτια μου. Νιώθω ήδη ξεκούραστος. Βγαίνω στην αυλή να δω το ξημέρωμα. Ανηφορίζω τα σκαλιά και φτάνω στο δρόμο. Πρωινά τιτιβίσματα και μακρινοί ήχοι από το ποτάμι. Ο ήλιος βγαίνει νωχελικά πίσω από την πλαγιά και φανερώνει τις σκιές και τις γωνίες. Παρατηρώ έναν τρυποκάρυδο που παίζει μουσική. Γραπωμένος στον τηλεφωνικό στύλο, χτυπάει επαναλαμβανόμενα το σκληρό ξύλο. Χαρντ ροκ. Μετακινείται πιο πάνω και χτυπάει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Θρας Μέταλ.

Πίσω στο κρύο δωμάτιο. Εγώ και τα πτώματα. Κάθομαι ακίνητος και παρατηρώ τα σκεπάσματα που αργοκινούνται με τους ρυθμούς της ανάσας τους. Κατεβαίνω πάλι στο ισόγειο. Ανοίγω προσεκτικά όλα τα συρτάρια και επιτέλους ανακαλύπτω τις καρφίτσες. Παίρνω δυο για ασφάλεια.

Πάνω στο δωμάτιο ξανά. Μια καρφίτσα στο ένα χέρι μου. Ακουμπάω με χάρη τη μύτη της πάνω στο συννεφάκι που σκεπάζει μακάρια το ψηλό. Ζζζζζζζ - Παφ! Ένας σωρός από τυριά, κασέρια, ριζόγαλα και τυρόπιτες τον σκεπάζουν ολοσχερώς. Ο θόρυβος ξυπνάει αμέσως τον παρακείμενο Άαααακη. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει τί θα έπεφτε από το δικό του συννεφάκι και αν αυτό θα ήταν σαρκοφάγο.

32 κιλά μπινελίκια μετά...

Έξω στην αυλή κλασικά εικονογραφημένα. Πουλιά βελάζουν, πρόβατα τιτιβίζουν, γιαγιάδες σκουπίζουν, παπάδες σαλτάρουν από ύψος *(διαχρονικά). Τα σύννεφα λευκοί καβαλάρηδες στις λεωφόρους του φωτός και τέτοια. Μια συστάδα ηλιοφάνειας βολτάριζε στους γύρω λόφους και περιστασιακά φώτιζε τα μισητά Φουρνά. Ένα γρύλισμα
ακουγόταν κάθε φορά στο τραπεζάκι που πρόχειρα στήθηκε στην αυλή και κόντευε να λυγίσει από το ελαφρύ πρωινό που έφερε η νταλίκα νωρίτερα.
Η δραστήρια γιαγιά είχε ήδη τακτοποιήσει τον Τζάκη, είχε ετοιμάσει φαγητό, είχε πιει τρεις καφέδες, είχε κόψει ξύλα, είχε σκαλίσει τον κήπο και είχε ήδη ελέγξει την κίνηση των μετοχών της στο χρηματιστήριο. Ώρα για καφέ με τη γειτόνισσα, όπως έλεγε το στάτους της στο Φέισμπουκ.

Ενέργεια, οξυγόνο,
φόρμες, παπούτσια. Χοπ στο αυτοκίνητο, βρουμ για τη νησιωτική πρωτεύουσα των βουνών, το Καρπενήσι, γνωστή παρεξήγηση απανταχού των αγεωγράφητων. Με δαντελωτές χιονισμένες παραλίες στον ουρανό, δροσερά βαθιά φαράγγια και φρέσκο αγριογούρουνο να σπαρταράει. Λαγονήσι, Γαϊδουρονήσι, Καρπενήσι. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των παρεξηγήσεων σαν το ψαρονέφρι, μια άλλη πονεμένη ιστορία. Έτσι και το Καρπενήσι, μια όαση αστικού πολιτισμού στη θάλασσα του ορεινού τοπίου. Και άλλα παρόμοια. Φτάσαμε αργοπορημένοι. Λογικό. Ήμουν στο αυτοκίνητο.

Τοπίο ΚΤΕΛ σε επαρχιακή πόλη. Το μεγαλείο τη ελληνικής επινοητικότητας σε πρώτο πλάνο. Αποσπασμένο, ξέχωρο ισόγειο κτίριο, σε περίπλοκο σχήμα (κουτί ή πιο μεγάλο κουτί). Παράθυρα από αλουμίνιο. Ντουβάρι χάρτινο. Προσεκτικά επιλεγμένες αποχρώσεις του γκρι και ενθουσιώδεις πινελιές αχνού πρασίνου στο εσωτερικό. Βασικά το κουτί ήταν γκρι. Ο πάγκος του ψυγείου ξεκουραζόταν κατά μήκος της μιας πλευράς του χώρου. Μια και μόνη τυρόπιτα λαγοκοιμόταν (καιρό τώρα) μόνη και έρημη ακριβώς στη μέση της βιτρίνας, που φωτιζόταν περιοδικά από πολύχρωμα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια (κινέζικα). Δεκατρείς καρέκλες ακροβολισμένες στο χώρο και δυο τραπεζάκια για ξεκάρφωμα, αφαιρετικά τοποθετημένα. Η κατασκευαστική εταιρία που το ανέλαβε πρόσφερε ως δώρο τον κυλικειάρχη, μορφή ακίνητη και γνώριμη, ίδια σε όλους τους σταθμούς ΚΤΕΛ. Μοντέλο δοκιμασμένο και ανθεκτικό.
Το βρήκαμε όρθιο, πίσω από το ταμείο να κοιτάει με απλανές βλέμμα τη σβηστή τηλεόραση. Κατάματα και άφοβα. Φύλακας του ψυγείου και καλή παρέα στις δύσκολες ώρες της αναμονής. Γοητευμένη η Γιώτα προσπαθούσε να αποσπάσει μια πορτοκαλάδα. Μάταια.

Από το βάθος του χώρου, εκεί στο βάθος, πίσω, εκεί, φάνηκε μια γνωστή φιγούρα. Το χαμόγελο κολλημένο με ούχου, το στρατιωτικό κούρεμα και η αισθησιακή κίνηση, δε άφηναν περιθώριο λάθους. Ήταν ο Γιωργάκης, ..άκης, ..άκης...

Φοβερή είσοδος στο τελευταίο λεπτό και επάνω που ο κυλικειάρχης θα σφύραγε τη λήξη. Μπήκε στο γήπεδο χαμογελώντας, άνετος. Η ομάδα είχε πλέον τα πάντα. Δύναμη, τόλμη, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, μια δόση τίποτα και μουντού κενού, αλλά και γυναικείο άγγιγμα. Μείναμε πιασμένοι στις γωνίες του χώρου να αλληλοκοιταζόμαστε. Οι ήχοι εξαφανίστηκαν, ο χρόνος πούντιασε. Μόνο ο απόηχος από το καζανάκι του Γιωργάκη ταξίδευε στον μεγάλο κενό χώρο.

- "Ο Γιωργάκης μόλις γύρισε με άδεια από Ξάνθη. Ήρθαμε μαζί, δεν κάνει να λείπει", μας εξήγησε η Γιώτα.
- "Πάμε για μπάλα;" ρώτησε ο φάνταρος με το αυτοκόλλητο διάπλατο χαμόγελο και όλοι σιγουρεύτηκαν ότι δεν επρόκειτο για το σατανικό σωσία του.
Χωρίς σύνθημα η ατμόσφαιρα έκανε κρακ και ορμήσαμε αλληλοδιαδόχως. Αγκαλιές, φιλιά, ερωτόλογα και ενθουσιασμός. Η έκπληξη ήταν καθολική - διαμαρτυρόμενη. Επικρατούσε μια γενικότερη σύγχυση, καθώς η ιστορία έμπλεκε με πολλούς χαρακτήρες πλέον, αρκετά ετερόκλητους αλλά πάντοτε πολυαγαπημένους. Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάτι του κυλικειάρχη, που για λόγους αρχής παρέμενε ακίνητος στο πόστο του.

* Η ψιθυριστή ιστορία του παπά "που έπεσε εδώ από πίσω".
Στους ομιχλώδεις διαδρόμους του χρόνου διασώζεται η ιστορία του ιερωμένου - αθλητή ύψους, που είχε την ατυχία να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος 145 εκατοστών σε στάση κάθετης εφόρμησης με το κεφάλι. Μη προλαβαίνοντας να κάνει διπλό τολουύ προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος. Για κακή του τύχη υπήρξε γείτονας του Ηλία και της οικογένειάς του, που επέλεξαν να μνημονεύουν το μακαρίτη και τον τραγικό τόπο μαρτυρίου του πάντοτε ψιθυρίζοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: