Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Το νησί πάντα νικάει καθώς ξεκινάει με προβάδισμα


Ξέρω τις ανάγκες, τι πρέπει να κάνω ή περίπου τί πρέπει να κάνω ώστε να πλησιάσω προς το τέλος
Τα βιβλία μου πλησιάζουν περισσότερο, τα σχέδια γίνονται πιο συγκεκριμένα, θέλοντας και μη πλησιάζω προς το κυρίως τμήμα, εκεί όπου όλα θα γίνονται ευκολότερα πιο γρήγορα και παραγωγικά. Η χρονιά αυτή θα είναι δύσκολη, πιεστική, αλλά μάλλον τελευταία. Αδύνατο να επικεντρωθώ στο θέμα αυτό μόνο. Ένα μεγάλο μέρος της ημέρας και της διάθεσης καταναλώνεται στην κατανομή χρόνου. Είναι τόσα που γίνονται εδώ και αρκεί μόνο να έχεις χρόνο και διάθεση να ξενυχτάς στη δουλειά. Πώς να κλείσεις τα μάτια και τα αυτιά;

Τόση αρνητικότητα όμως.. Το κλίμα με βαραίνει. Όλοι ανταγωνίζονται όλους. 2 μεταπτυχιακά, διδακτορικά, έρευνες, ξαναμανά διδιακτορικά και αφτερμεταδιδακτορικοπτυχιακά με έμφαση στην αναβολή της ενηλικίωσης. Γκρίνια για τα λεφτά που κανείς δε χρειάστηκε πραγματικά, αλλά που τελικά καταφέρνει να έχει απόλυτη ανάγκη. Ο εδώ κόσμος μου κυνηγάει κάτι που δεν έχει δει ποτέ, εργάζεται ξεχνώντας τη χαρά της επιλογής του, ξεχνάει και ξεχνιέται και γερνάει. Ο εδώ κόσμος μου βαριέται, αγνοεί και κινείται με προσύλωση και αποφασιστικότητα στην έντιμη, σημαντική, αξιοπρόσεχτη ιδιότητα του επιστήμονα επαίτη-άνεργου.

Δε θα σου πω για τη γενιά των 700 ευρώ. Λάιφσταιλ εκφράσεις.... Κάποτε οι γενιές τιτλοδοτούνταν από πολιτικές διεκδικήσεις, παγκόσμιες συρράξεις, ιδεολογίες. Η γενιά του Πολυτεχνείου, του Μάη του 68, της Άνοιξης της Πράγας, του Εμφυλίου, της ποταπαγόρευσης. Τώρα οι γενιές είναι σαν τις κλάσεις του στρατού. Τριψήφιο νούμερα συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό. Κρίμα.

Τα κορίτσια πασχίζουν να γίνουν μάνες μπας και πάρουν κανένα μόριο παραπάνω, μπας και έρθουν κοντά στον καλό τους. Οι Βόρειοι μαζεύουν τις ζεστές τους ζακετούλες και μετακομίζουν νότια και οι νότιοι τραβούν κατά τα σύνορα, ανταλλάζοντας θέσεις εργασίας, αναμιγνύοντας ντοπιολαλιές, έθιμα, χάνοντας την αγάπη του τόπου, έστω της αστικής γειτονιάς. Τουρίστες της εργασίας μέχρι να ενηλικιωθούν, πριν αρχίσουν να γερνούν. Περνώντας την ακμή της ζωής, την κορυφή του βουνού, μακριά. Μετακινήσεις πάντοτε και παντού. Δεν είχα ιδέα πως τόσοι άνθρωποι μετακινούνται καθημερινά σε μακρινούς τόπους και κοιμούνται με τη γλυκιά νοσταλγία του ζεστού τους σπιτικού δωματίου. Ευκαιρίες περιπέτειας, εναλλακτικής πραγματικά ζωής, μιας και η πόλη από τόπος εξωτικών-φανταστικών και πολύχρωμων πραγμάτων έγινε βρώμικη φυλακή. Και τώρα εναλλακτικά στο νησί, στο βουνό, στο νέο σπιτάκι. Τα κατάφερες.

Η πόλη ζουζουνίζει εδώ και 2 ώρες περίπου. Στο λεωφορείο, το δρόμο, τις βιτρίνες. Στο φανάρι το μάτι τρελαίνεται. Κάποιος ξέχασε να ξεκινήσει. Να ξεκινήσει! Να πάει δηλαδή μερικά πολύτιμα μέτρα μπροστά (ή πιο εκεί ρε παιδί μου). Άχρηστος εκπρόσωπος των καθυστερημένων μιας άλλης εποχής. Υιοθέτησε τώρα το άγχος που παράγεται και πλανάται καθημερινά! Είναι φρέσκο και αναζωογονητικό!

Διάλογος με κόρνες, με πλήρες λεξιλόγιο και κινησιολογικές αναφορές. Πυροδότηση τοπικής κρίσης για ανθρώπους πολυάσχολους, εργατικούς, διαλυμένους. Έκρηξη κοινωνικότητας στο φανάρι που δίνουμε πάντα ραντεβού. Ενώ στο λεωφορείο, το μετρό, το πεζοδρόμιο κοιτάς έξω από το παράθυρο, επιδιώκεις να αποφύγεις τις ματιές, την συνάντηση του βλέμματος, το χαμόγελο. Κλεισμένος στην προσωπική σου αυλή με τους Βαρβάρους να πάλουν τις ασπίδες τους έξω από τα τείχη σου. Δικαιολογημένα. Κουρασμένη ψυχή, γεμάτη ερεθίσματα από παντού, εικόνες, φώτα, συναντήσεις, διάλογοι. Μια ιστορία που λέγεται με χίλιους τρόπους. Το μυαλό κόβει την επικοινωνία και αμύνεται στην ησυχία του μελαγχολικού βλέματος. Δες πόσες φατσούλες κοιτούν έξω από τα παράθυρα του λεωφορείου μελαγχολικά. Για να μην αναγκαστούν να συναντήσουν άλλα βλέμματα, να πουν πάλι ίδιες ιστορίες, να μάθουν πάλι ίδιες ιστορίες με άλλα λόγια λεγμένες. Κλείνεις λιετουργίες του συστήματος για εξοικονόμηση ενέργειας, συγκέντρωση. Ε, στο φανάρι όμως τα δίνεις όλα. Γήπεδο. Τους πετάς και ένα δυο συνθήματα πρόχειρα. Τα ρίχνεις μια στον οχτρό και ξεδίνεις. Και μετά πάλι μέσα σου, μου του.

Και η μοναξιά ενοχοποιημένη. Γιατί όταν φεύγουν οι βάρβαροι, τότε τι γίνεται; Τότε μένει μόνο η αυλή με τα ψηλά τείχη χωρίς λόγο ύπαρξης, χτισμένη όμως γερά.
Βρέχει μέρες τώρα και μόλις βγήκε ο ήλιος, τώρα που η ΕΜΥ προειδοποιεί για καταιγίδα. Είμαι μεταξύ δυο - τριών σπιτιών, άστεγος στην ουσία, τσιγγάνος ανάμεσα σε σπιτικά. Τέλεια. Δε θα γίνει καμιά δουλειά όπως τη σχεδιάζω, είμαι σίγουρος. Ίσως λοιπόν γίνει και καλύτερα. Βαρέθηκα να το σκέφτομαι, να αγωνιώ.

Να πάρει, το πρωινό ξύπνημα μπορεί να είναι και ωραίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: