Τσουλάμε στον κατήφορο. Πτώση υψομέτρου. Το αυτοκίνητο στοχεύει με μαθηματική ακρίβεια το μικρό χωριό στο βάθος της πεδιάδας που απλώνεται μπροστά μας. Γηγενείς ήχοι του Ευρυτανικού τοπίου ξεπηδούν σε φα ματζόρε από τις κοιλιές μας, ενώ το σκοτάδι καλπάζει προς το μέρος μας. Το μέλλον φαντάζει ζοφερό και πεινασμένο. Είναι οι στιγμές εκείνες που η φύση έδωσε ότι είχε να δώσει, το τοπίο είναι καλό, το αμάξι βρουμ βρουμ, αλλά άντε να φάμε τίποτα γιατί έχω ρέψει όλη μέρα με ένα κρουασάν.
Κινηματογραφικό σκηνικό. Είσοδος του γκρι όπελ κόρσα στο μικρό χωριό μέσα από το φιδωτό δρόμο.
Λιγοστά φώτα μαρτυρούν την παρουσία κατοίκων στο μικρό χωριό. Παντού τριγύρω στο μικρό χωριό, διακρίνονται σημάδια σβησμένης γιορτής και ληγμένου γλεντιού. Υπολείμματα θορύβου, μουσικής και απομεινάρια καρναβαλιού κάνουν βόλτες (στο μικρό χωριό). Γιρλάντες, πλαστικά μπουκάλια, γυάλινα μπουκάλια, μπουκάλια σαμπάνιας, κονφετί, μοναχικές καρέκλες, μισοστρωμένα τραπεζομάντιλα. Κι όλα αυτά, στο - έκπληξη - μικρό χωριό...
Ακούσια, σβήνουμε τη μουσική του αυτοκινήτου, να αφουγκραστούμε την ησυχία του τοπίου. Οι αισθήσεις στη διαπασών για οποιαδήποτε κίνηση. Στρίβουμε απαλά
-"Σταμάτα, ταβέρνα είναι!" προστάζω.
Ο οδηγός μας υπακούει και μας προσφέρει ένα φρέσκο καρούμπαλο στον καθένα.
Βγαίνουμε με εμφανή ταλαιπωρία από το αυτοκίνητο. Οι φιγούρες μας στο ημίφως τεντώνονται και λυγούν μπας και ξαναβρούν το πραγματικό τους σχήμα. Προσεγγίζουμε την ταβέρνα, η οποία σφύζει από νέκρα και ερημιά. Κοιτάμε τριγύρω με το απορημένο βλέμμα του απορημένου, όταν ξάφνου από την κουζίνα προβάλει μια σκιά διαγράφοντας ελαφρύ εξάρι, βρίσκει ψυγείο, ακουμπάει στην καρέκλα και με προσπάθεια ισιώνει:
- "Καλώς τα παιδιά!" φωνάζει σε ύφος ηρωικό και πένθιμο και η αίθουσα φωτίζεται από τα ερωτηματικά που αναβοσβήνουν πάνω από τα κεφάλια μας.
- "Καλησπέρα σας. Έχει τίποτα για φαγητό; Μήπως κλείσατε;" και ο ιδιοκτήτης της σκιάς βραχυκυκλώνει καθώς πέσανε πολλές ερωτήσεις μαζεμένες.
Ο μπάρμπας-σκιά μας απαντά σε άπταιστη σιωπή και μια φανερή προσπάθεια να εστιάσει στην πηγή των ερωτήσεων.
Ο Γιώργος, άριστα εκπαιδευμένος σε τέτοιες καταστάσεις (5 χρόνια στην ξενιτιά) επαναλαμβάνει στα ελληνικά με άψογο ηχόχρωμα τις ερωτήσεις. Ο μπάρμπας σιγουρεύεται πως κινείται ο ίδιος και όχι το δωμάτιο, βαστιέται από τον πάγκο και με προτεταμένο δείκτη πυροβολά:
- "Να φας θέλετε; Έχω τσίπορο, κρασσσσί δκό 'μ, να πιεις να δεις, εγώ μέσα έχω.."
- "Ναι αλλά για φαγητό έμεινε τίποτα;"
Συγχυσμένος από το δεύτερο ομιλητή, ο μπάρμπας αποφασίζει να επαναλάβει
- "κρασσσί δ'κόμ. Να δεις εσύ."
Η ασίγαστη επιμονή του επιστήμονα επιμένει.
- "Ναι αλλά έχετε κάτι να φάμε, μην κατέβει ξεροσφύρι."
Τακ! Χτυπήσαμε φλέβα. Το βλέμμα άλλαξε. Τον είχαμε και μας είχε.
- "Γουρνόπουλο - λοκούμι" και ακούστηκε μουσική στα αυτιά μας.
Αρπάζει ένα τραπεζομάντιλο από τα άπλυτα και βουτάει στο τραπέζι μπροστά στο σβησμένο τζάκι.
Ααααα η θαλπωρή της σβησμένης στάχτης... Ο μπάρμπας σηκώνει το κεφάλι, μυρίζει τον αέρα και ορμάει έξω στα σκοτάδια. Τον κυνηγάμε και πιάνουμε τραπέζι - γωνία - πεζοδρόμιο. Ωραία.
- "Να φέρω γουρνο..."
-" καλησπέεεερααα" τον διακόπτει ο Νικόλας, "έχεις τίποτα για φαγάκι; Ωραία είστε εδώ. Χωριουδάκι, ταβερνάκι, αεράκι.... " και συνέχισε για κανένα δίλεπτο σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ Ακισμού σε μεγάλο υψόμετρο.
Αυτό ήταν. Ο μπάρμπας μας έχασε για λίγο. Σύγχυση. Δεν ήταν και λίγο πράμα αυτό που του συνέβαινε. Η μέρα είχε περάσει κα προφανώς το πανηγύρι τελείωσε. Είχε εξυπηρετήσει πελάτες, περαστικούς και φίλους. Είχε πιει από ένα ποτηράκι για κάθε τραπέζι και άλλα τόσα γιατί ήτανε ζόρικο ποτήρι. Είχε πέσει η νύχτα και το μαγαζί είχε αδειάσει. Και τώρα που τα πιρούνια σβήσανε και τα ποτήρια αδειάσανε, άντε πάλι από την αρχή.
Σταματάει προς στιγμή και εμείς τον κοιτάμε. Χυμάει στο μαγαζί και ξαναβγαίνει δυο λέβελ πιο μεθυσμένος. Κρατάει κρασί και ποτήρια. Όπως όπως τα μοιράζει στο τραπέζι. Κερνάει τον εαυτό του και μας αφήνει με άδεια ποτήρια. Κοιταζόμαστε. Υψώνει το ποτήρι του και μείς για να μη μείνουμε πίσω πλακωνόμαστε να γεμίσουμε τα ποτήρια μας..
Πίνουμε στο τίποτα και σε όλα. Πίνουμε και τον ακούμε. Τον ακούμε και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε και θαυμάζουμε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν υλικό πεντάτομου αυτοβιογραφικού συγγράμματος, που προτίθεμαι να εκδώσω πριν το θάνατό μου. Μπορώ μόνο να αποκαλύψω πως περιείχε απόκρυφες συνομιλίες με τετράποδα ζώα, ζεστό γουρουνόπουλο, αλήθειες ζωής και θανάτου, πίκρα και γέλιο μαζί σε ένα χαρμάνι, βρισιές αγαπησιάρικες, τρελό χορό με τους εναπομείναντες Εβραίους ταξιδιώτες της Ευρυτανίας και πολιτικές παρατηρήσεις, όπως μόνο οι καφενόβιοι συνάνθρωποι μια άλλης γενιάς μπορούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Και τους αγαπάμε. Πολύ.
Όλοι λεγόμασταν Νικολάδες για το μπάρμπα.
- "Κρασσσσί ρε Νικόλα, ωραίο, βουνίσιο, δδδκό 'μ"
- "Ναι" του απαντάω
- " Εσύ τί είπαμε ότι κάνεις;"
- " Χημεία, χημικός που λένε"
- "Δηλαδή από κρασιά ξέρεις;"
- "Εεε.."
-" Τί έεε, αρχ...δια χημικός είσαι. Πιες εδώ να καταλάβεις. Δεν έχεις πιει τέτοιο πράμα".
Και δώστου να κατεβάζει.
-"Εσύ Νικόλα είπαμε είσαι αρχιτέκτονας;"
- "Ναι."
- "σα να λέμε, καλός στα σχέδια"
- "αμέ"
- "Ξέρεις τί θέλω; Είναι εκείνος ο ωραίος, στα παλιακά τραγούδια. Έβγαλε εκείνο το τραγούδι. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία."
- "Θα σου φέρω μια φωτογραφία του να τη βάλεις στο μαγαζί"
- "Έτσι λέω και γω. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Χε. Θα μου το κάνεις ταμπέλα να το 'χω από δω πάνω να το βλέπω. Να πω έτσι το μαγαζί."
Ο δρόμος ήτανε μπροστά μας και από ιστορίες άλλο τίποτα. Μες το ποτήρι όλες.
Πιο κει ο παππούς μας κοιτούσε και ήταν ευχαριστημένος. Ήταν εδώ. Τριγύρω. Γύρω μας. Ήταν στην αυλή όταν ψήναμε και (απο)δοκίμαζε τα παϊδάκια. Ήταν λίγο πιο πίσω όταν ξεκινήσαμε να σκαρφαλώνουμε στην κορυφή της Τσούκας. Μου μίλησε για τον Άρη, για το Ζαχαριάδη και για το λαγούμι που χώθηκε ζωντανός-νεκρός, για τα πέρα-δώθε, το ψεύτικο λουλούδι και το αιώνιο θάρρος. Είναι η φωνή που σου ψιθυρίζει για τη βουτιά του παπά και τα τρομακτικά μέρη από τα οποία λίγοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώοι και να διηγηθούν τις ιστορίες που έζησαν.
Είναι εκείνη η φωνή που ακούγαμε στο δάσος, όταν γυρίσαμε από την Τσούκα. Χαμένη κάπου στην πλαγιά να αντηχεί τριγύρω και μείς ανίκανοι να την εντοπίσουμε. Δίπλα μας, δίπλα στον Ηλία. Βροντερή, σαρκαστική, ζωηρή και ξύπνια, κρύβει ένα χαμόγελο για την παιδική σκανδαλιά να ξεστρατίσει πιο κει, να χαθεί μέσα στο γνώριμο δάσος και τελικά να καλεί για βοήθεια τον μικρό, που μέχρι τώρα πρόσεχε και συμβούλευε.