Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ο ξεχασμένος φόβος

Ο λόγος, ο διάλογος, η έκφραση, είναι το τελευταίο οχυρό απέναντι στη βαρβαρότητα. Εάν ο λόγος απαξιωθεί και πέσει σε στερεότυπα τότε η ζωή γίνεται ένας μηχανισμός γρονθοκοπήματος.
Η μόνη μας άμυνα είναι ο λόγος. Αυτός που έχει εκπέσει είτε στην υπερβολή είτε την εκμηδένιση.

Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος πάει να πει ότι του μοιάζει.
Άμεση προέκταση να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.

Γιατί δεν είναι που σταματήσαμε να φοβόμαστε, αλλά γιατί συνηθίσαμε να φοβόμαστε.



http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=HHHM5wC4Nxs

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Αναζητώντας τα ίχνη μου




Αθροίζω αποδείξεις. Καλά κάνω. Μπας και πάρω πίσω κανένα φράγκο. Πρόσεξε τον όρο «πάρω πίσω». Ακόμα και εκεί ο νεοέλληνας μέσα μου βαράει κόκκινο και επαναστατεί: δηλαδή μου τα πήρανε προ πολλού (αυτοί εκεί στο Κράτος) και οι αποδείξεις είναι κόλπο να τα πάρω πίσω. Λες και το κράτος είναι Α.Ε. που διοικείται από κάποιο Πρόεδρο, αλλά δικές του είναι οι μετοχές και άντε κούνα τον τώρα.

Ίσως οι σκέψεις αυτές θα έπρεπε αυτό να είναι μια παράμετρος διαπίστωσης του βαθμού ελληνικότητας, όπως ζητά το τμήμα του ΣτΕ για τους μετανάστες στην Ελλάδα.

Με απλές ερωτήσεις τύπου:

Είστε στην εφορία και σας ζητούν επιπλέον 43€ για καθυστερημένη καταβολή του τέτοιου. Πώς αντιδράτε; α) ρίχνω πινελίκια, απειλώ και υπενθυμίζω «ποιος είμαι εγώ» β) ζητώ εξηγήσεις για το ποσό γ) το καταβάλω ασυζητητί
Φυσικά αν έχεις εδραιωμένη ελληνικότητα θα απαντήσεις (α) βρίζοντας τον εξεταστή.

Ποιες είναι οι σωστές εκφράσεις: (α) μου κρατήσανε τόσα στη φορολογική δήλωση (β) ο καθηγητής με έκοψε (γ) κόπηκα στο μάθημα (δ) δεν καθαρίζουν και ποτέ τους δρόμους (ε) ναι ρε φίλε αλλά φταίμε και μεις
Φυσικά οι σωστές είναι α, β, δ σα γνήσιος Έλλην που ξέρει από δικαιολογίες και καλό λάδι.

Τι λέγαμε; Α ναι, αποδείξεις. Τις αθροίζω και τις κατηγοριοποιώ ανά μήνα. Με την ευκαιρία βλέπω τα έξοδά μου και θυμάμαι τη μακαρίτισσα την εγκράτεια με τη φίλη της την οικονομία, που ορκίστηκα να τηρήσω την πρωτοχρονιά και τώρα τις κάνω πρόχειρο μνημόσυνο. Επίσης βλέπω τις αηδίες που έφαγα μέχρι τώρα και αγχώνομαι για τα κιλά που πήρα, την ανθυγιεινή διατροφή που η καθημερινότητα «με ανάγκασε» (Έλλην) να κάνω. Βλέπω τί ώρα και πού ήπια καφέ (καλά δουλειά δεν είχα;), με ποιον ήμουν τότε και τι καιρό να έκανε άραγε. Βλέπω πόσες φορές μπήκα σε βιβλιοπωλείο και πόσες φορές επισκέφτηκα περίπτερο και αναλογίζομαι τις εργασιακές ευκαιρίες που προσφέρει η δραστήρια και αποδοτική δουλειά του περιπτερά σε σχέση με τον απόφοιτο φιλοσοφικής ιχθυολογίας (αν εξαιρέσεις τους κινδύνους που διατρέχουν οι περιπτεράδες με τόσους εγκληματίες εκεί έξω, αλλά και τον κίνδυνο ισχαιμικού επεισοδίου την επόμενη φορά που θα πρέπει να χαλάσουν πενηντάευρω).

Κάνω τη σούμα και πέφτω σε σύγχυση. Πώς είναι δυνατό τα έξοδα να υπερβαίνουν τα έσοδα; Κάπου το ‘χω ξανακούσει τελευταία…

Ο χρυσοθήρας




Έχουμε μάθει στα λόγια.
Έχουμε συνηθίσει σε κουβέντες γεμάτες με (υποτιθέμενο) νόημα, στο συναίσθημα, στην ένταση, στις βαθυστόχαστες εκφράσεις τις στιγμής. Ψάχνουμε γνωμικά και στιχάκια που να περιγράφουν τη ζωή μας όπως είναι ή όπως θα θέλαμε να γίνει. Αναζητούμε αρχές και κανόνες εκφρασμένους με λίγες κουβέντες,  για να μας συντροφεύουν κάθε στιγμή και να δίνουν τη λύση παντού. Πασχίζουμε να ταιριάξουμε ανατολικές φιλοσοφίες, αρχαία γνωμικά και στιχάκια πασπαρτού στο καθημερινό, το ανεξήγητο ή το αναμενόμενο. Μπορεί αυτό να είναι απόρροια της καταιγίδας πληροφοριών που βιώνουμε, μιας καταρρακτώδους πρόσληψης εικόνων και ήχων ή του συνδρόμου μειωμένης συγκέντρωσης και συνεχούς διάσπασης που μας χαρακτηρίζει.
Οι σύγχρονες ταινίες μας περιγράφουν. Προσφέρουν λαχανιασμένες εικόνες, κοφτές ματιές και διαστήματα ανάπαυλας. Ο ηθοποιός ερμηνεύει χαρακτήρες με τις εκφράσεις του προσώπου και διανύει χιλιόμετρα διαλόγων. Κι έχει όλα τα εργαλεία στη διάθεσή του για να το επιτύχει. Η ταχύτητα των διαλόγων και ο χρονισμός τους δίνει ένταση και δύναμη, οι χροιές της φωνής σκιαγραφούν χαρακτήρες, η μουσική χτίζει το υπόβαθρο, ενισχύει ή γκρεμίζει τις στιγμές. Κι όλα αυτά για μια ιστορία. Μια ιστορία είναι η αρχή όλων και πρέπει να λεχθεί με κάθε μέσο.
Ήταν κάποτε μια εποχή που οι ιστορίες λέγονταν χωρίς λόγια. Μια πολύ σύντομη περίοδος του παγκόσμιου κινηματογράφου, τα παιδικά χρόνια ενός μωρού που θα μεγαλουργούσε. Από τη σκηνή του θεάτρου, ο ηθοποιός μεταπήδησε σε ένα τρισδιάστατο σκηνικό χωρίς όρια, στα εργοστάσια ονείρων του κινηματογράφου. Ο ηθοποιός ήταν ερμηνευτής με όλο του το σώμα, με κάθε μυ του προσώπου, χωρίς την συνδρομή της κουβέντας, της επεξήγησης. Έπρεπε να πει μια ιστορία χωρίς λόγια. Έπρεπε να δείξει αγωνία, ελπίδα, απογοήτευση, ζήλια ή ενθουσιασμό χωρίς να γίνει γελοίος, χωρίς να ισοπεδώσει τη φόρμα της ιστορίας. Κι είναι δύσκολο να πεις σ’ αγαπώ χωρίς λόγια. Ή μήπως όχι;
Στα χρόνια της υπερβολής που ακολούθησε η υπερδραματοποίηση και η γελιοποίηση κυριάρχησαν. Μέχρι που ήρθε ένας μικρόσωμος χαρακτήρας, γνωστός ως Σαρλώ, να πει τις ιστορίες με το δικό του τρόπο. Με όλα τα στοιχεία του μύθου. Με σήματα κατατεθέν και μοναδική εμφάνιση για να ξεχωρίζει στις λαϊκές μάζες. Αστείος, αδέξιος, αξιαγάπητος και γκαφατζής. Ταυτόχρονα όμως αξιοπρεπής, ειλικρινής, πονηρός και φιλόδοξος. Ό, τι δηλαδή είμαστε όλοι. Ό, τι ήμασταν όλοι από την εποχή εκείνη. Οι χαρακτήρες του κουβαλούν αυτή τη συνεχή αντίθεση, την εναλλαγή την ακινησία ακόμα και όταν ήταν ακίνητος. Από τον Σαρλώ ξεπηδά ο ατζαμής και άχαρος τεμπελάκος, ο ευκίνητος σαν χορευτής εργάτης, ο γλεντζές και ο οικογενειάρχης, ο δειλός και ο παλικαράς. Και πάντα ακούγεται η εκκωφαντική σύγκρουση της ανέχειας του αλητάκου με την έμφυτη αβρότητα της ευγένειας. Ακόμα και η φορεσιά – σήμα κατατεθέν, με το χιλιομπαλωμένο φαρδύ παντελόνι, τα τεράστια παπούτσια, το στρογγυλό καπελάκι και το μπαστούνι, είναι μια συλλογή αντιθέσεων. Φτωχός αλλά στυλάτος σε κάθε περίπτωση. Ολόκληρος μια μεγάλη μαριονέτα χωρίς σκοινιά, στην υπηρεσία μιας απλής ιστοριούλας. Μιας αφορμής ουσιαστικά για να πει φωναχτά ο χαρακτήρας, η μαριονέτα του Τσάρλι Τσάπλιν, όσα ήθελε. Για την κοινωνική αδικία της εποχής του, για την υποκρισία του πλούτου και την αγαθή αγάπη χωρίς επεξηγήσεις και περιπλοκές.
Με ένα μεγάλο όμως σύμμαχο. Τη μουσική, τη μελωδία και τους ήχους. Εδώ η μουσική δεν είναι απλό υπόβαθρο, ή ενισχυτικό μέσο. Είναι ο παράλληλος αφηγητής. Σα να ακούς το παραμύθι από τον παππού με νοήματα και στόμφο και να συμπληρώνει η γιαγιά με λεπτομέρειες και ήχους. Η μελωδία ορίζει το ρυθμό, συμπληρώνει τον άλαλο αφηγητή, δίνει το νόημα που ο θεατής επιλέγει. Ακόμα και οι σιωπές μπορεί να είναι εκκωφαντικές. Δε χρειάζονται μεγάλα λόγια. Ο Σαρλώ ακουμπά το χέρι της κοπέλας και την κοιτά στοχαστικά και τρυφερά. Η μουσική είναι δίπλα σου και δίπλα του. Κανείς δε λέει πώς νιώθει. Γιατί κανένας δεν μπορεί να το περιγράψει ακριβώς. Μόνο η μουσική μπορεί, με τη δική της γλώσσα.
Στο Χρυσοθήρα ο Τσάρλι Τσάπλιν, τα δίνει όλα. Ακολουθεί τον πυρετό του χρυσού στις παγωμένες ερημιές της Αλάσκας και από την πρώτη σκηνή, δεσμεύει το θεατή, τον μαγνητίζει με μια τεράστια αντίθεση. Ένας αστειούτσικος ανθρωπάκος, χωρίς εφόδια και ένα μπαστούνι ακροβατεί σε μια παγωμένη χαράδρα χορεύοντας στη μελωδία του αφηγητή – μουσικής. Χωρίς σκοπό και σχέδιο, όπως ο μέσο αμερικάνος του μεσοπολέμου, ακολουθεί την επιδίωξη μιας ακαθόριστης ευτυχίας. Η πορεία μετράει. Και σε αυτή την πορεία ο Σαρλώ μας μιλάει για πολλά και διάφορα. Για τη φυσιολογική φιλοδοξία καθενός να πλουτίσει, για το δικαίωμα στην ευτυχία, για τα σημαντικά και τα πιο απλά, για την απληστία και την τρέλα της στα πέρατα του κόσμου, για την καλοσύνη χωρίς αντάλλαγμα, για την εμπιστοσύνη στην τύχη και για τη γελοιότητα της σοβαροφάνειάς μας.
Μας ανεβάζει σε ένα τρενάκι με απότομες κλίσεις. Εναλλάσσει τη χαρά, τον ενθουσιασμό και την ελπίδα, με τη μοναξιά, την απογοήτευση και το φόβο. Μας προσφέρει μοναδικές σεκάνς που θα μείνουν στην ιστορία. Ξορκίζει την πείνα απολαμβάνοντας ένα γεύμα με βραστή αρβύλα, χορεύει εντυπωσιακά κρατώντας το τσουβαλιασμένο του παντελόνι, απομένει μόνος μέσα σε δεκάδες ανθρώπους και διασκεδάζει φτιάχνοντας μικρές μαριονέτες από ψωμί (η μαριονέτα που παίζει μαριονέτες).
Πάνω απ’ όλα όμως μας μιλάει για μια απελπισμένη ιστορία αγάπης με ένα αίσιο τέλος, που είναι όμως δεδομένο και κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτό. Ενδιαφέρεται μόνο για όσα μεσολαβούν, για τον τρόπο που όλα γίνονται και τα ευφυέστατα ευρύματα που χρησιμοποιεί για να φτάσει εκεί. Και τα καταφέρνει με φυσικότητα. Γιατί δε λέει την ιστορία, αλλά τη δείχνει.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

To αριστερό μας άλλοθι.


Η κεντρική έννοια του κέρδους, η σύγχρονης μορφή οικονομία και τα παρακλάδια της, οι ριψοκίνδυνες ιδέες της ελεύθερης οικονομίας και γενικά ό, τι σχετίζεται με έννοια του καπιταλισμού έχει χρόνια τώρα δαιμονοποιηθεί από την πλειοψηφία των Ελλήνων . Ενώ στην πορεία της ιστορίας του ο Έλληνας επέδειξε ιδιαίτερο ταλέντο και κλίση στην παραγωγή ιδεών, στη δημιουργία κέρδους, στο εμπόριο, στην κίνηση κεφαλαίων κλπ, εντούτοις στη μεταπολεμική ψυχή του νεοέλληνα, κρύβεται μια κοινή πεποίθηση πως σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούμε μέρος των δυτικών κοινωνιών που έκαναν σημαία τους τον καπιταλισμό σε όλες τις εκφάνσεις του - αχαλίνωτου και παντοδύναμου με ολέθρια αποτελέσματα ή διακριτικά παρόντα ως κινητήριο δύναμη ενός κοινωνικού κράτους-.

Οι περισσότεροι Έλληνες από την καθημερινή πολιτική και κοινωνική κριτική που εκφράζουν, τις προτάσεις που ανταλλάσσονται σε έντυπα και από τη συνολική τους στάση, δείχνουν σα να συμμετέχουν σε ένα οικονομικό σύστημα χωρίς τη  θέληση τους, όντας σιωπηλοί συμμέτοχοι αλλά μάλλον δυσαρεστημένοι πάντοτε από τις προεκτάσεις της ελεύθερης οικονομίας στη χώρα ή τον εαυτό τους. Εντούτοις, ψηφίζουν κατά διαστήματα κυβερνήσεις ανάλογης ιδεολογίας (ή καλύτερα ανάλογου προκαλύμματος), απαιτούν μεγαλύτερη παραγωγή από την οικονομία της χώρας τους, κατακεραυνώνουν την κεντρική διοίκηση για τη δυσπραγία και τη δυσκινησία που την διακρίνει, θαυμάζουν δυτικές κυβερνήσεις για τα επιτεύγματα που τους παρέχει η δύναμη της οικονομίας τους, για το κοινωνικό τους κράτος που τροφοδοτείται από τους φόρους (συμμετοχή και όχι τιμωρία) των παραγωγικών δυνάμεων (μέσα σε αυτές είναι και οι εταιρίες που στη δική μας χώρα συμβολίζονται με κέρατα και φλόγες στο στόμα). Επίσης χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας μας είναι η επίτευξη γρήγορου αποτελέσματος, κέρδους, πλουτισμού και κοινωνικής αναγνώρισης, με όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνες προσπάθειες και χωρίς υπομονή. Έχουμε ακόμα αποδείξει ότι αποτελούμε μια αξιόλογη μερίδα των δυτικών καταναλωτών διεκδικώντας μάλιστα πρωτεία στον τομέα αυτό. Είμαστε μάλιστα ικανοί να υποθηκεύσουμε το μισθό μας, ή άλλη μορφή περιουσίας μας για την απόκτηση υλικών αγαθών που πιθανώς να μη μας χρειάζονται. Απασχολούμε μαζικά, οικονομικούς μετανάστες εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες τους και υποκλέπτοντας το δικαίωμά τους στην εργασιακή ασφάλιση για να μεγαλώσουμε το κέρδος μας. Κερδίζουμε από την πολεοδομία αποκρύπτοντας στοιχεία ή ακάλυπτους, παραποιώντας την πραγματικότητα, κερδίζουμε από τις ευκαιριακές μεταβολές τους Χρηματιστηρίου, κερδίζουμε από τη στάθμευση του αυτοκινήτου μας καθώς δεν επιλέγουμε το πάρκινγκ (αν αυτό υπάρχει), είμαστε πρωτοπόροι στην αντιγραφή από cd μέχρι απαντήσεις στις πανελλήνιες για το κέρδος που μπορεί να έχουμε, κερδίζουμε από την εφορία γιατί είναι προσβολή σε προσωπικό επίπεδο να δώσουμε απόδειξη για το προϊόν που μόλις πουλήσαμε, κερδίζουμε δουλεύοντας μειωμένα ωράρια στις δημόσιες υπηρεσίες, ανακαλύπτοντας αργίες από το πουθενά, κολλώντας ημέρες για να αυξήσουμε τις ημέρες των αδειών. Γενικά έχουμε ένα συναισθηματικό δεσμό με το κέρδος, πιθανώς λόγο συλλογικής ανασφάλειας των προηγούμενων γενεών, ή έλλειψης βασικών αγαθών που μας άφησαν κατάλοιπα άμεσης αρπαγής όσων βρίσκονται μπροστά μας και μάλιστα γρήγορα, αλλά αυτό είναι το θέμα ενός άλλου κειμένου.

Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς τόσα χρόνια ενώ είναι πασιφανές ότι θεωρούμε το κέρδος επιθυμητό, ότι είναι απαραίτητο για την ευημερία μας, εντούτοις δεν το αποδεχόμαστε ως νόμιμη μορφή της οικονομίας μας, δεν παραδεχόμαστε ότι είναι απαραίτητο λιπαντικό της ανάπτυξης μας όπως την αποδεχτήκαμε σαν καταναλωτικά όντα και ζώντας σε αυτό το οικονομικό σύστημα που όλοι έχουμε χρόνια τώρα αποδεχτεί. Αντ’ αυτού κρυβόμαστε. Προφασιζόμαστε τη τα σοσιαλιστικά μας ανακλαστικά, σβησμένες κραυγές παλαιότερων χρόνων όπου μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός μπορούσες να είσαι και έπρεπε να είσαι κάτι. Αλλιώς ήσουν ύποπτος. Δεν αποδεχόμαστε την αλήθεια όπως είναι. Δεν αποδεχόμαστε το καταναλωτικό μας προφίλ, την ανάγκη της οικονομίας για κέρδος, τη σημασία της πρωτοβουλίας, των νέων ιδεών, των ιδιωτών, των επαγγελματιών, του ρίσκου στην πραγματοποίηση μια επιχείρησης, μιας ιδέας, τη δυσκολία μιας επιτυχημένης πώλησης, τη σημασία της επιτυχημένης παραγωγής ενός σύγχρονου, πρωτότυπου, χρήσιμου και ποιοτικού προϊόντος.

Χρόνια τώρα οι πολιτικοί μας διαισθάνθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν το αριστερό μας άλλοθι. Την υποκρισία του παλικαρά έλληνα που στην ησυχία του καναπέ του κατακεραυνώνει τα δεινά της ελεύθερης οικονομίας ενώ σκαρφίζεται τρόπους να πολλαπλασιάσει το γρήγορο κέρδος του, ονειρεύεται μια κοινωνία ίσων πολιτών ενώ διατηρεί ανασφάλιστους νέους στην εργασία του, διακηρύττει την αξιοκρατία ενώ διεκδικεί θέσεις σε νεανικές κομματικές παρατάξεις με την ελπίδα ενός μελλοντικού διορισμού, διατρανώνει τα δεινά της ανεργίας προσλαμβάνοντας για λιγοστούς μήνες άνεργους πολίτες για να κερδίσει τα χρήματα των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, κραυγάζει για ελευθερία λόγου και επιδιώκει όχι να ανταλλάξει απόψεις αλλά να επιβάλει τη γνώμη του σε κάθε συζήτηση που συμμετέχει. Άσχετα αν γνώριζε πως τα κόμματα προφασίζονται ανθρωπιστικά και σοσιαλιστικά ιδεώδη κατά καιρούς εντούτοις μαζοχιστικά σχεδόν τα ενέκρινε με την ψήφο του.

Είναι σύμφωνα με τα πιστεύω του άμοιρος ευθυνών γιατί έχει άλλοθι. Θεωρεί εαυτόν ανθρωπιστή και προοδευτικό γιατί ποτέ δε συμπάθησε και δεν υποστήριξε τον καπιταλισμό. Πάντοτε συμπαθούσε το μετανάστη, τον ανήμπορο, το συνάνθρωπό του σε ανάγκη. Τον κοιτούσε και τον συμπονούσε από απόσταση. Πάντα γκρίνιαζε και αντιδρούσε για τις περικοπές σε μισθούς τις απολύσεις, την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους, για τα προβλήματα των αναπήρων για το ρατσισμό για όλα όσα στο σχολείο του μάθανε πως είναι άσχημα και αρνητικά. Τα έριχνε στην κακή διαχείριση, το τέρας του κεφαλαίου και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Άλλο αν ζει σε αυτόν και λειτουργεί με βάση τους κανόνες τους. Τα δεινά του Έλληνα προέρχονται σύμφωνα με τον ίδιο από τη σύγκρουση των πολιτικών του πεποιθήσεων με το σατανικό αυτό σύστημα. Που του το επέβαλαν κάποιοι χωρίς τη θέλησή του. Ποιοί ; Εκείνοι. 

Θεωρούμε για όλα υπεύθυνο ένα ανώνυμο κράτος. Που έχει αυτόνομη και μάλλον κακόβουλη θέληση. Θέλει να μας κοροϊδέψει να μας τα φάει να μας πιάσει κορόιδα. Μάλλον λοιπόν πρέπει να το ξεπεράσουμε σε πονηριά. Να του τα φάμε πρώτοι. Υποκρίνεται σε όλες τις εκφάνσεις του αριστερού προφίλ που θέλει να πιστεύει πως έχει. Για να έχει τη συνείδηση του ήσυχη και να κρύβει το κεφάλι βαθιά στην άμμο. Δεν είχε ποτέ μαζικά να διατρανώσει αυτές τις πεποιθήσεις του. Δεν δείξαμε στο μεγάλο μας σύνολο πως η αίσθηση του δικαίου που διακατέχει τον Έλληνα θα μας οδηγήσει σε λαϊκή επανάσταση σε αλλαγή του συστήματος και έξοδό μας από τη δύση και την οικονομίας της.

Απαιτούμε λοιπόν με έναν ουτοπικό και μάλλον αφελή τρόπο να παράγουμε ως σύνολο πολιτών, δηλαδή ως κράτος, ένα μεγάλο ποσό χρημάτων για να τροφοδοτήσουμε τις κοινωνικές μας υπηρεσίες. Για να έχουν χρήματα τα Πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, οι δημόσιες υπηρεσίες,  για να χρηματοδοτείται το κοστοβόρο τέρας της Εθνικής Άμυνας (που θα έπρεπε να είναι Ευρωπαϊκή Άμυνα). Για να έχουμε χρήματα για συντάξεις και νέες προσλήψεις, για δρόμους και συγκοινωνίες, για παροχές σε νησιά και ακριτικά μέρη, για χρήματα που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να αποκτήσουμε επιπλέον εισαγόμενα προϊόντα, να κατασκευάσουμε επιπλέον σπίτια  και να ζήσουμε με περισσότερα από αυτά που έζησαν οι προηγούμενες γενεές. Και αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Είναι θεμιτό. Εάν το επιλέγουμε και διασφαλίζουμε ότι τίποτα δεν θα λείψει από τις επόμενες γενεές που περιμένουν από εμάς μια σκυτάλη. Αρκεί να μη μας πέσει.

Ας μην παρεξηγηθώ (γιατί και εγώ έχω το μερίδιο του αριστερού άλλοθι που μου αναλογεί). Με γοητεύουν και με εξέφραζαν ανέκαθεν οι αρχές της δημοκρατικής αριστεράς σχετικά με την ισονομία, την αξιοκρατία, τη σημασία της ανθρώπινης ολοκλήρωσης που υπερτερεί της επιδίωξης του τυφλού κέρδους. Πίστευα πάντοτε πως ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, πχ με τη μορφή μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας, είναι ένα ακέφαλο τέρας που μιας και δημιουργείται από τα αμέτρητα θέλω, εξίσου αμέτρητων επενδυτών που απαρτίζουν ένα απρόσωπο μετοχικό συμβούλιο, αναπόφευκτα δεν έχει θέσει ανώτατους στόχους κέρδους ούτε έχει προσωπικούς ηθικούς φραγμούς. Θέλει λοιπόν συνεχώς  περισσότερα, και τα αντλεί χωρίς να βλέπει μπροστά του τον πόνο και τη δυστυχία που μπορεί να προκαλέσει. Γιατί ενώ θεωρείται κατ' ευφημισμό ως ένα οικονομικός "οργανισμός" δεν είναι όμως ένας ανθρώπινος "οργανισμός" με αισθήσεις και αξίες. Συνεπώς απαιτεί όρια και έλεγχο.

Δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω γιατί η συζήτηση γίνεται πάντα με όρους παλαιών νεκρών εποχών. Εποχών που δίδαξαν αλλά χάθηκαν. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί είναι ανύπαρκτος ένας μέσος χώρος όπου η εκμετάλλευση των κερδών της ελεύθερης οικονομίας προς όφελος μας. Αποδεχόμενοι την αλήθεια πως ζούμε σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον και της ιδιαίτερης φύσης και κλίσης μας, συμφιλιωνόμαστε με την πραγματικότητα. Όσα θέλουμε εξαιτίας του αριστερού μας άλλοθι μπορούμε να τα επιτύχουμε χρησιμοποιώντας τα κέρδη μιας επιτυχημένης προοδευτικής κοινωνίας για κοινωνικές παροχές. Δε θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Και πάλι ερχόμαστε τελευταίοι. Οι Βορειοευρωπαίοι το ανακάλυψαν χρόνια πριν. Δεν κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Αντιλήφθηκαν τα πλαίσια της νέας οικονομίας και χωρίς ουτοπίες αποφάσισαν πως οι πολίτες τους θα έπαιρναν το κέρδος των φόρων πίσω με τη μορφή υψηλής ποιότητα υπηρεσιών. Βρήκαν τα χρήματα από προϊόντα, υπηρεσίες με κίνητρο και το κέρδος. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να χαρακτηριζόμαστε από την προτίμησή μας σε οικονομικά συστήματα και όχι σε συστήματα αξιών. Η ειλικρινής αγάπη σε κάποιες ανθρωπιστικές αξίες κι όχι η πρόφαση και το άλλοθι του καθενός για να γίνει αποδεκτός ως ανθρωπιστής, ορίζουν την ποιότητα του σύγχρονου πολίτη σε αυτή τη μεριά του πλανήτη. Στη μεριά που χορτάτη και πλούσια, σχοινοβατεί ανάμεσα στην υπερβολή της κατανάλωση και την προσωπική ουσιαστική ελευθερία.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Ο πικρά

Το βιβλίο είναι πλέον διαθέσιμο για όποιον θέλει να περάσει ευχάριστα και εγκυκλοπαιδικά τις ώρες του. Επίσης για όποιον θέλει να τις σκοτώσει ανελέητα. Στοιχίζει 5 ευρώ για να μη μπούμε μέσα (να μείνουμε έξω).
Επικοινωνείστε μαζί μου για να το προμηθευτείτε: 
cchristophoros@hotmail.com



Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Φωτιά και Λαύριο

Love-rio 16:07


38 βαθμοί υπό σκιά τέντας.


Οι δρόμοι αχνίζουν κάτω από τον ελληνικό ήλιο του Ιούνη. Η πλατεία της επαρχιακής κωμόπολης, κάνει ό,τι μπορεί για να αντεπεξέλθει στο - δύσκολο ομολογουμένως - ρόλο της. Προικισμένη με τα πατροπαράδοτα ορόσημα της ένδοξης ελληνικής υπο-πόλης, βρίθει πρωτοτυπίας. Περιφερειακά της πλατείας, στρατηγικά πεταμένα εδώ και κει, σε τυχαία σημεία, στέκουν επιβλητικά κτίρια αλλοτινών εποχών, με εμφανή διάσπαρτα σημάδια κατάρρευσης. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι σε χρώματα γήινα, ισόγεια και διώροφα κτίρια, μάρτυρες περασμένης ακμής. Εγκατάλειψη. Τριγύρω κυριαρχεί αραιή δόμηση χαμηλών κατοικιών σε αιγαιοπελαγίτικα μουσταρδί χρώματα με αιφνιδιαστικές εξαώροφες εμπνεύσεις γουοναμπί μεγαλείου. Σε κάποια τετραετία ένδοξης δημιουργίας, η δημοτική αρχή ανασκεύασε την πλατεία με γνώμονα το πρότυπο Νορβηγία - Παπούα, συνδυάζοντας τη φύτευση φοινικόδεντρων με ένα - κάποιο γρασίδι, που εξαχνώθηκε αύτανδρο τον πρώτο κιόλας Αύγουστο της σύντομης ζωής του. Έκτοτε αποφεύχθηκαν περαιτέρω παρεμβάσεις, εκτός από τη διοργάνωση της 20ετούς Μπιενάλε Πυλώνων Ηλεκτρισμού που φιλοξενήθηκε στον ευρύτερο χώρο, συμβάλλοντας στο συνολικό στιλιστικό πανηγύρι.


Η ελληνική επικράτεια βρίθει από τέτοιου είδους κωμοπόλεις, αγνώστου ιστορικής προελεύσεως αλλά παγκόσμιας πρωτοτυπίας ελληνικές εμπνεύσεις, με μοναδικά χαρακτηριστικά. Συνήθως χωρίς ιστορική και πολιτισμική αιτία θεμελίωσης, αλλά μάλλον δημιουργημένες από οικονομικά κριτήρια, αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής και χωροταξικής αισθητικής. Δημιουργημένες μάλλον από κάποια οικονομική συγκυρία του παρελθόντος ( καπνοκαλλιέργειες, χρυσωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, φήμες υποψίας ιδανικών συνθηκών παραγωγής κοπριάς, με τόσους φαντάρους ξέρεις τί λεφτά θα βγάλουμε; κλπ)  οι οποίες όμως έχουν εκλείψει προ πολλού, πασχίζουν να κρατήσουν τις όποιες παραδόσεις πρόλαβαν να δημιουργήσουν μέσα στα τελευταία 50 χρόνια και 2 μήνες.

Το θαυμασμό προκαλεί η επιμελής επιλογή του στείρου τσιμέντου για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, διάσπαρτα πεταμένων σε τυχαία σημεία του χώρου. Ανεξάρτητα αν υπάρχει άπλετος χώρος ανάπτυξης κτιρίων, πάρκων, δημόσιων χώρων κλπ, είναι φανερό πως έχει επιλεγεί η στριμωγμένη καθ' ύψος ανάπτυξη και η επιμελής αποψίλωση των πράσινων εκτάσεων από κήπο μέχρι άλσος και γενικότερα οτιδήποτε μπορεί να φωτοσυνθέσει. Η παρουσία των κτιρίων συνοδεύεται από την απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης καλλωπισμού τους, βαψίματος, σοβατίσματος, υποστύλωσης κλπ. Προβληματισμό επίσης προκαλεί στους ερευνητές η ύποπτη συνεχής παρουσία σκόνης στις υπο-πόλεις του είδους αυτού, η προέλευση της οποίας παραμένει μυστήριο. Εικάζεται πως η σκόνη οφείλεται στη σταδιακή διάλυση των κτιρίων, ενώ κατ' άλλους οφείλεται σε πειράματα που διεξάγουν μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες.



Στο χώρο επικρατεί νεκρική σιγή, λες κι ο ήχος δε μεταδίδεται σε τέτοιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Είναι προφανώς η ώρα της σιέστα. Μόνο ένα - δυο γάτες τριγυρίζουν αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Ξαφνικά η κίνησή τους παγώνει μονομιάς και το βλέμμα καρφώνεται στην άκρη της πλατείας, ακριβώς στην είσοδο του ράουντ-αμπάουτ. Το αργό τσιτσίρισμα της σιωπής διακόπτεται από το συριγμό των φρένων. Σε ένα σύννεφο σκόνης εμφανίζεται μουγκρίζοντας μια γκριαπότηβρώμα μπε-εμ-βε με ζαντολάστιχα νεοδμιδίου, φιμέ τζάμια, με τα απαραίτητα για το κλίμα μπλε φώτα θυέλλης, υπό τους εκκωφαντικούς λαρυγγισμούς του Soti Volani. Στο βολάν με το Βολάνη πρωταγωνιστεί ένας γνήσιος απόγονος ελληνορθόδοξων Αχαιών, ευγενές μέλος της ενδημικής φυλής που εμφανίζεται με έντονη συχνότητα σε κωμοπόλεις, υπο-πόλεις και άλλες τέτοιες κοινότητες.

Μπαίνει με τις μπάντες στη στροφή και γλιστρώντας στην ίδια του την αδρεναλίνη, βγαίνει τσιρίζοντας με το τιμόνι ανάστροφα και ιαχές θριάμβου, σημειώνοντας νέο ρεκόρ πλατείας, με άνεση.

Απλός θεατής, περιμένω υπομονετικά για το χειροκρότημα. Η ησυχία επιστρέφει. Το γεγονός φαίνεται να προκάλεσε την προσοχή των θαμώνων κοντινού καφεμπιστρο-πιτσερί-κρεπαρία. Τρία πρόσωπα με εμφανώς αδιάφορες εκφράσεις αντιμετωπίζουν τη διαταραχή της γαλήνης με στωικότητα, καθώς  "πάλι ο ίδιος κάφρος, ρε Σωτήρη..." περνούσε μπροστά τους. Τρεις φραπέδες αναδεύτηκαν νωχελικά. Κι η ώρα κυλούσε κατάκοπη...




Πατάω το φαστ φοργουορντ (γρήγορα μπροστά):

ώρα 17:00

Λες και έπεσε το σύνθημα άρχισε να εμφανίζεται κόσμος από παντού. Η κωμο-πλατεία της υπο-πόλης ζωντάνεψε μονομιάς και η σκόνη και πάλι ανακατεύτηκε στον αέρα. Ο σερίφης εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεπερί με ύφος "ξεκουράστηκα", γυαλιά ηλίου, σαγιονάρα, κοντό παντελόνι με ισχυρή τσάκιση, κροκοδειλέ ζώνη, χρυσή αλυσίδα και πουκάμισο του θανατά. Χαιρετάει τους "μεγάλους" τριγύρω του και αράζει σε τρεις καρέκλες στο διπλανό τραπέζι από μένα. Παραγγέλνει το γνωστό και βγάζει το γυαλί ηλίου που ξεκουράζεται πλέον στην αραιή του κόμμωση. Στη ζώνη του και σε ειδική θήκη εξάσφαιρου φιγουράρει καινούριο κινητό, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να απαντήσει σε κλήσεις πιο γρήγορα κι από τη σκιά του. Πετάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου μπροστά του, αλλά όχι πολύ μακριά. Το αμάξι παρκαρισμένο πίσω του σε απόσταση 173 εκατοστών. Και το απόγευμα κυλά γλυκά.

Αποδείξεις, διπλά εσπρεσσο, αυτοκίνητα σε αέναη κίνηση, τσίκεν κεσαντίγια, σίζαρ σάλαντ (κότα-μαρούλι λέμε) και τιμές του χάρου. Η σωτήρια θάλασσα, η σωτήρια αγάπη, το σωτήριο στοίχημα, ο φρέντο, ο φρόντο και η ελληνική λεβεντιά. Ένα καράβι ακόμα κι ένα ακόμα, οι αγαπημένες πατουσίτσες, το σοκολατένιο δέρμα των κοριτσιών, η καλλιτεχνική απόδοση των κουρεμάτων, οι δουλειές που δεν υπάρχουν και οι θείες που σε πετυχαίνουν στο δόξα πατρί.

-         «Εσύ παιδί μου γύρω στα 30 είσαι;»

-         (σκατά με εντόπισε) «ναι.. εκεί κοντά»

-         « Σε βλέπω σαν το γιο μου. Σπουδάζεις ακόμα;»

-         «Ναι..»

-         «Ααααχ τα καημένα τα παιδιά τι τραβάνε Γεωργία» (πληθύναμε). «Διαβάζουν, διαβάζουν, και μετά δε βρίσκουν δουλειά. Τα ξέρω αυτά από το γιο μου. Όλη μέρα σπίτι το παιδί, δουλειά δε βρίσκει (άρχοντας). Μέχρι τα τσιγάρα του αγοράζω. Τι να κάνει το παιδί; (λεβέντης). Όσοι βρήκαν μια θέση σώθηκαν. Εντάξει είναι. Οι άλλοι (απόσπασμα, θάνατος). Τώρα πια είμαστε να ξενιτευτούμε όλοι. Ελπίδα καμιά. Και να θες δε γλιτώνεις.»

-         «Θα τη βρούμε την άκρη. Μη στεναχωριέστε»

-         «Δεν ξέρεις που να ξέρεις.. τι σε περιμένει…»

Μου λένε πως έρχονται χρόνια ανεργίας, τρομερά και φοβερά χρόνια. Μου αναλύουν τις κακουχίες, την αδικία, την αναπόδραστη μείωση μιας εσφαλμένα υπερτιμημένης ποιότητας ζωής. Μου εξηγούν τη ματαιότητα της πίστης στο μέλλον, τη δύναμη του μοιραίου, τη συντριβή της μιζέριας, του ενοχοποιημένου μέλλοντος, του εύκολου, του ένδοξου, του απλούστερου και ευτυχισμένου αλλά απύθμενα, απέραντα βαρετού παρελθόντος που θεοποίησαν αλλά δεν έζησαν, δεν τόλμησαν. Απλά πέρασαν με μειωμένη ταχύτητα προσέχοντας τη διάβαση.

Οι θείες που καταπιεσμένες, αλεσμένες, φθαρμένες από μια ζωή μίζερης αφαίρεσης, ανεκπλήρωτων θέλω, αυτοκαταπιεσμένων ονείρων, ονείρων που δεν έγιναν λόγια, γράμματα σε χαρτί, έλιωσαν βασανιστικά στην πηχτή γλίτσα τηλεοπτικών σειρών, φόβου για τόλμη, για ζωή, καταραμμένης ασφάλειας, απλώνουν το μέλλον μου τώρα μπροστά μου σα βάναυσες χαρτορίχτρες, κλέβουν χαιρέκακα τα όνειρά μου, υποδύονται ψυχρούς πραγματιστές και έμπειρους ζωιστές, ποιοί, ποιές; Αυτοί που φοβήθηκαν τη γκρι σκιά, μέσα στην ομπρέλα του βολέματος, της ασφάλειας, του χωσίματος, του ρουσφετιού, της μειωμένης σύνταξης - μειωμένου ωραρίου - μειωμένης προσπάθειας, για να θερίσουν τώρα μειωμένους καρπούς αναμνήσεων, ανύπαρκτες χαρές χαμένες σε φωτογραφίες πολαρόιντ, βυθισμένοι σε δάνεια, χεσμένοι από το φόβο, το φόβο, το φόβο.

Το φτερό της λερωμένης μπε-εμ-βε έγραφε ΝO FEAR κυρία μου. Και σε τελική ανάλυση, ποιος σας ρώτησε;

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Ο πικραμένος, το παρδαλό κατσίκι και ο τελευταίος



Αναμονή τέλος! 

Το βιβλίο που όλοι περιμένατε, με όλες τις ιστορίες - ανέκδοτα - ποιήματα, ακόμα και αυτά που απεχθάνεστε, βρίσκεται υπό έκδοση. Δηλαδή σε λίγο θα εκδοθεί. Το ψάχνουμε. Μέχρι τέλη Ιουνίου το έχετε. 

Σε λίγο θα αποκαλυφθεί το εξώφυλλο.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Έκθεση φωτογραφίας Μικρόπολις - Χριστοφορίδης Χριστόφορος

At the speed of life

Στο χώρο του Micropolis (Βενιζέλου και Βασ. Ηρακλείου) πραγματοποιείται έκθεση φωτογραφίας του αγαπημένου σας συγγραφέα με τρελό θέμα, απίστευτες εμπνεύσεις, τέτοιο πράμα δεν έχετε ξαναδεί και άλλα τέτοια. 
Μην το χάσετε, δεν κάνει.

www.flickr.com/cchristophoros

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Ας είναι κι έτσι...

 
Αυτοί που φεύγουν, αφήνουν πίσω τους
                                 και βλέπουν μπροστά
                                 και  φοβούνται γλυκά 
                                 και ξεχνούν γρήγορα.

Κι ο ποιητής;
άσ' τον να βγάζει τα σωθικά του:
honey you are the rock, upon which I stand
Brown eyes..
honey you are the sea, upon which I float
I think you should know

Το μυστικό λέει είναι να κουνάς δυνατά το κεφάλι, να διώχνεις τις σκέψεις, να μένεις μόνος. Να χαμογελάς.

Κι αν δεν είσαι νησί; Κι αν είσαι κύτταρο; Που ζει στο σύννεφο των σκέψεων των άλλων, που περιμένει τη γνώμη τους, που νοιάζεται; Κι αν δουλεύεις για την ομάδα; Κι αν περιμένεις πάσα, αλλά μένεις να κοιτάς τον αγώνα; Κι αν είναι έτσι;

Με ένα σώμα κούτσουρο να σε ακολουθεί, ούτε οι αγκαλιές ζεσταίνουν πια.

Κι όλοι οι ποιητές του κόσμου, στεγνοί στα πόδια σου τρέμουν.
Δίχως έμπνευση, άδειοι.
Απόψε. 
Δε σε βλέπω. Καιρό τώρα, δε σε βλέπω.
Πιο βαρύς και χθεσινός, κάθε μέρα.
Νομίζω. Δεν πιστεύω.
Αυτός που φεύγει, έχει τον άερα στο πρόσωπο.
Και τις σκέψεις και τα λόγια και τις μνήμες
ο αέρας τα παίρνει
όλα.
Αυτός που φεύγει, τον αέρα έχει στο πρόσωπο.
Και μάτια στην πλάτη δεν έχει. Και δεν κοιτάει.

Honey you are the sea upon which I stand
An I float and I float
until you tell me not to..

Ας είναι κι έτσι.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Σκέψου φίλε μου



Κι όπως είπε ο Βασίλης Ανδρεόπουλος:

αυτό τον κόσμο τον παλιό, τον χιλιομπαλωμένο
ράβε - ξήλωνε, ράβε - ξήλωνε
δουλειά να μη σου λείπει

αυτό τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον είχαν πρώτα
γέλα φίλε μου
δεν είναι και για λύπη

αυτό τον κόσμο τον καλό
σε μας τον παραδώσανε
τρέχα φίλε μου
και μη βαριά τον παίρνεις

αυτό τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον καρτεράνε
σκέψου φίλε μου
την ώρα που θα φεύγεις.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 7)




Τσουλάμε στον κατήφορο. Πτώση υψομέτρου. Το αυτοκίνητο στοχεύει με μαθηματική ακρίβεια το μικρό χωριό στο βάθος της πεδιάδας που απλώνεται μπροστά μας. Γηγενείς ήχοι του Ευρυτανικού τοπίου ξεπηδούν σε φα ματζόρε από τις κοιλιές μας, ενώ το σκοτάδι καλπάζει προς το μέρος μας. Το μέλλον φαντάζει ζοφερό και πεινασμένο. Είναι οι στιγμές εκείνες που η φύση έδωσε ότι είχε να δώσει, το τοπίο είναι καλό, το αμάξι βρουμ βρουμ, αλλά άντε να φάμε τίποτα γιατί έχω ρέψει όλη μέρα με ένα κρουασάν.

Κινηματογραφικό σκηνικό. Είσοδος του γκρι όπελ κόρσα στο μικρό χωριό μέσα από το φιδωτό δρόμο.
Λιγοστά φώτα μαρτυρούν την παρουσία κατοίκων στο μικρό χωριό. Παντού τριγύρω στο μικρό χωριό, διακρίνονται σημάδια σβησμένης γιορτής και ληγμένου γλεντιού. Υπολείμματα θορύβου, μουσικής και απομεινάρια καρναβαλιού κάνουν βόλτες (στο μικρό χωριό). Γιρλάντες, πλαστικά μπουκάλια, γυάλινα μπουκάλια, μπουκάλια σαμπάνιας, κονφετί, μοναχικές καρέκλες, μισοστρωμένα τραπεζομάντιλα. Κι όλα αυτά, στο - έκπληξη - μικρό χωριό...

Ακούσια, σβήνουμε τη μουσική του αυτοκινήτου, να αφουγκραστούμε την ησυχία του τοπίου. Οι αισθήσεις στη διαπασών για οποιαδήποτε κίνηση. Στρίβουμε απαλά
-"Σταμάτα, ταβέρνα είναι!" προστάζω.
Ο οδηγός μας υπακούει και μας προσφέρει ένα φρέσκο καρούμπαλο στον καθένα.

Βγαίνουμε με εμφανή ταλαιπωρία από το αυτοκίνητο. Οι φιγούρες μας στο ημίφως τεντώνονται και λυγούν μπας και ξαναβρούν το πραγματικό τους σχήμα. Προσεγγίζουμε την ταβέρνα, η οποία σφύζει από νέκρα και ερημιά. Κοιτάμε τριγύρω με το απορημένο βλέμμα του απορημένου, όταν ξάφνου από την κουζίνα προβάλει μια σκιά διαγράφοντας ελαφρύ εξάρι, βρίσκει ψυγείο, ακουμπάει στην καρέκλα και με προσπάθεια ισιώνει:
- "Καλώς τα παιδιά!" φωνάζει σε ύφος ηρωικό και πένθιμο και η αίθουσα φωτίζεται από τα ερωτηματικά που αναβοσβήνουν πάνω από τα κεφάλια μας.
- "Καλησπέρα σας. Έχει τίποτα για φαγητό; Μήπως κλείσατε;" και ο ιδιοκτήτης της σκιάς βραχυκυκλώνει καθώς πέσανε πολλές ερωτήσεις μαζεμένες.
Ο μπάρμπας-σκιά μας απαντά σε άπταιστη σιωπή και μια φανερή προσπάθεια να εστιάσει στην πηγή των ερωτήσεων.
Ο Γιώργος, άριστα εκπαιδευμένος σε τέτοιες καταστάσεις (5 χρόνια στην ξενιτιά)  επαναλαμβάνει στα ελληνικά με άψογο ηχόχρωμα τις ερωτήσεις. Ο μπάρμπας σιγουρεύεται πως κινείται ο ίδιος και όχι το δωμάτιο, βαστιέται από τον πάγκο και με προτεταμένο δείκτη πυροβολά:
- "Να φας θέλετε; Έχω τσίπορο, κρασσσσί δκό 'μ, να πιεις να δεις, εγώ μέσα έχω.."
- "Ναι αλλά για φαγητό έμεινε τίποτα;"
Συγχυσμένος από το δεύτερο ομιλητή, ο μπάρμπας αποφασίζει να επαναλάβει
- "κρασσσί δ'κόμ. Να δεις εσύ."
Η ασίγαστη επιμονή του επιστήμονα επιμένει.
- "Ναι αλλά έχετε κάτι να φάμε, μην κατέβει ξεροσφύρι."
Τακ! Χτυπήσαμε φλέβα. Το βλέμμα άλλαξε. Τον είχαμε και μας είχε.
- "Γουρνόπουλο - λοκούμι" και ακούστηκε μουσική στα αυτιά μας.
Αρπάζει ένα τραπεζομάντιλο από τα άπλυτα και βουτάει στο τραπέζι μπροστά στο σβησμένο τζάκι.
Ααααα η θαλπωρή της σβησμένης στάχτης... Ο μπάρμπας σηκώνει το κεφάλι, μυρίζει τον αέρα και ορμάει έξω στα σκοτάδια. Τον κυνηγάμε και πιάνουμε τραπέζι - γωνία - πεζοδρόμιο. Ωραία.
- "Να φέρω γουρνο..."
-" καλησπέεεερααα" τον διακόπτει ο Νικόλας, "έχεις τίποτα για φαγάκι; Ωραία είστε εδώ. Χωριουδάκι, ταβερνάκι, αεράκι.... " και συνέχισε για κανένα δίλεπτο σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ Ακισμού σε μεγάλο υψόμετρο.
Αυτό ήταν. Ο μπάρμπας μας έχασε για λίγο. Σύγχυση. Δεν ήταν και λίγο πράμα αυτό που του συνέβαινε. Η μέρα είχε περάσει κα προφανώς το πανηγύρι τελείωσε. Είχε εξυπηρετήσει πελάτες, περαστικούς και φίλους. Είχε πιει από ένα ποτηράκι για κάθε τραπέζι και άλλα τόσα γιατί ήτανε ζόρικο ποτήρι. Είχε πέσει η νύχτα και το μαγαζί είχε αδειάσει. Και τώρα που τα πιρούνια σβήσανε και τα ποτήρια αδειάσανε, άντε πάλι από την αρχή.
Σταματάει προς στιγμή και εμείς τον κοιτάμε. Χυμάει στο μαγαζί και ξαναβγαίνει δυο λέβελ πιο μεθυσμένος. Κρατάει κρασί και ποτήρια. Όπως όπως τα μοιράζει στο τραπέζι. Κερνάει τον εαυτό του και μας αφήνει με άδεια ποτήρια. Κοιταζόμαστε. Υψώνει το ποτήρι του και μείς για να μη μείνουμε πίσω πλακωνόμαστε να γεμίσουμε τα ποτήρια μας..

Πίνουμε στο τίποτα και σε όλα. Πίνουμε και τον ακούμε. Τον ακούμε και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε και θαυμάζουμε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν υλικό πεντάτομου αυτοβιογραφικού συγγράμματος, που προτίθεμαι να εκδώσω πριν το θάνατό μου. Μπορώ μόνο να αποκαλύψω πως περιείχε απόκρυφες συνομιλίες με τετράποδα ζώα, ζεστό γουρουνόπουλο, αλήθειες ζωής και θανάτου, πίκρα και γέλιο μαζί σε ένα χαρμάνι, βρισιές αγαπησιάρικες, τρελό χορό με τους εναπομείναντες Εβραίους ταξιδιώτες της Ευρυτανίας και πολιτικές παρατηρήσεις, όπως μόνο οι καφενόβιοι συνάνθρωποι μια άλλης γενιάς μπορούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Και τους αγαπάμε. Πολύ.

Όλοι λεγόμασταν Νικολάδες για το μπάρμπα.
- "Κρασσσσί ρε Νικόλα, ωραίο, βουνίσιο, δδδκό 'μ"
- "Ναι" του απαντάω
- " Εσύ τί είπαμε ότι κάνεις;"
- " Χημεία, χημικός που λένε"
- "Δηλαδή από κρασιά ξέρεις;"
- "Εεε.."
-" Τί έεε, αρχ...δια χημικός είσαι. Πιες εδώ να καταλάβεις. Δεν έχεις πιει τέτοιο πράμα".
Και δώστου να κατεβάζει.

-"Εσύ Νικόλα είπαμε είσαι αρχιτέκτονας;"
- "Ναι."
- "σα να λέμε, καλός στα σχέδια"
- "αμέ"
- "Ξέρεις τί θέλω; Είναι εκείνος ο ωραίος, στα παλιακά τραγούδια. Έβγαλε εκείνο το τραγούδι. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία."
- "Θα σου φέρω μια φωτογραφία του να τη βάλεις στο μαγαζί"
- "Έτσι λέω και γω. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Χε. Θα μου το κάνεις ταμπέλα να το 'χω από δω πάνω να το βλέπω. Να πω έτσι το μαγαζί."
Ο δρόμος ήτανε μπροστά μας και από ιστορίες άλλο τίποτα. Μες το ποτήρι όλες.

Πιο κει ο παππούς μας κοιτούσε και ήταν ευχαριστημένος. Ήταν εδώ. Τριγύρω. Γύρω μας. Ήταν στην αυλή όταν ψήναμε και (απο)δοκίμαζε τα παϊδάκια. Ήταν λίγο πιο πίσω όταν ξεκινήσαμε να σκαρφαλώνουμε στην κορυφή της Τσούκας. Μου μίλησε για τον Άρη, για το Ζαχαριάδη και για το λαγούμι που χώθηκε ζωντανός-νεκρός, για τα πέρα-δώθε, το ψεύτικο λουλούδι και το αιώνιο θάρρος. Είναι η φωνή που σου ψιθυρίζει για τη βουτιά του παπά και τα τρομακτικά μέρη από τα οποία λίγοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώοι και να διηγηθούν τις ιστορίες που έζησαν.
Είναι εκείνη η φωνή που ακούγαμε στο δάσος, όταν γυρίσαμε από την Τσούκα. Χαμένη κάπου στην πλαγιά να αντηχεί τριγύρω και μείς ανίκανοι να την εντοπίσουμε. Δίπλα μας, δίπλα στον Ηλία. Βροντερή, σαρκαστική, ζωηρή και ξύπνια, κρύβει ένα χαμόγελο για την παιδική σκανδαλιά να ξεστρατίσει πιο κει, να χαθεί μέσα στο γνώριμο δάσος και τελικά να καλεί για βοήθεια τον μικρό, που μέχρι τώρα πρόσεχε και συμβούλευε.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 6ο)

Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε στην ανηφόρα. Ο φιδωτός δρόμος ξετυλιγόταν κάτω από τα πόδια μας. Καταπίναμε τα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Στις παρυφές του δρόμου λίγο χιονάκι έλιωνε σιγά σιγά, υπόλοιπο από το χειμώνα που μας αποχαιρετούσε. Το Βελούχι επιτηρούσε από ψηλά τη διαδρομή μας. Μουσική έπαιζε στο κασετόφωνο. Μια ελαφριά βροχή από βλακείες και ανέκδοτα επικρατούσε μέσα στο αμάξι. Το αμάξι κυλούσε. Γενικά, πράγματα γίνονταν(στε).

Μπήκαμε σε βαθιά ομίχλη. Ο οδηγός δε μάσησε. Το χιόνι στις παρυφές του δρόμου έκανε την εμφάνισή του, πυκνότερο . Ο οδηγός δε μάσησε. Συνέχισε να ανηφορίζει με στροφές και στροφές και λίγες στροφές ακόμα. Ο οδηγός αμάσητος. Μπήκαμε σε πυκνό δάσος ψηλών δέντρων, πράσινων, με κλαδιά. Ο οδηγός ακόμα να μασήσει. Ο Ηλίας μάσησε.
- "Σταμάτα, θα το πάρω εγώ"
- "Μα γιατί ρε Ηλιάκι; Το 'χω μέχρι επάνω" απάντησε ο Νικόλας και κατέβασε το ξεχασμένο εδώ και 20 χιλιόμετρα χειρόφρενο.
- "Σταμάτα ρε. Ζαλίστηκα. Θα το πάρω εγώ." είπε και ελάλησε ο Ηλίας, μυρίζοντας το καμένο φρένο.

Λόγω εντοπιότητας, όγκου και επιβλητικότητας στην προφορά (είναι γνωστό ότι όποιος περνά τα σύνορα του νομού Ευρυτανίας, άξαφνα και ανεπιστρεπτί αρχίζει να ομιλεί την ντόπια διάλεκτο βλαχωριάτικα με πάθος αλλά υποσυνείδητα), ο Νικόλας εγκατέλειψε την προσπάθεια και 200 μέτρα παρακάτω έφερε το αυτοκίνητο σε στάση.
Με την ευκαιρία της στάσης, βγήκανε όλοι όπως-όπως από το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν τη φύση, τη δραματική ατμόσφαιρα και την υγρασία στα ρουθούνια. Βαθιές εισπνοές, εν δυο τρία, το Βελούχι από πάνω, δέντρα ομίχλες. Ορμάμε στο δάσος για βόλτα και κατούρημα. Γλυκό κρύο, αέρας που σου καίει τα ρουθούνια, επικίνδυνο οξυγόνο. Αμίλητοι. Τί να πεις τέτοιες στιγμές. Για τον ΠΑΟΚ; Απολαμβάνεις.

Με οδηγό τον Ηλία βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε πάνω από τα σύννεφα, σε αλπικό ύψος. Στο βάθος παρακολουθούσαμε τη θέα. ο λαμπρός ήλιος διέλυε τα σύννεφα που έδιναν τη θέση τους σε ένα φωτεινό ουράνιο τόξο. Ερημιά παντού και άνεμος. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο έφτανε το μισό μέτρο και 32 χιλιοστά. Μετά τη ράχη ακολουθούσε η κατηφόρα. Και ο δρόμος οδηγούσε στα Κοκκάλια.

Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω το χιόνι χάθηκε, ο ήλιος κέρδισε τη μάχη και τα παράθυρα άνοιξαν για τις μυρωδιές (τις μέσα). Σε ένα σημείο κάπως απρόσμενα, φανερώθηκε η ταμπέλα με την ηρωική επιγραφή "Κοκκάλια". Στο σημείο αυτό, μας είχαν πληροφορήσει πως στην ύστερη αρχαιότητα (ναι ύστερη), οι ντόπιο Αιτωλοί έδωσαν την τελειωτική μάχη με τους Γαλάτες πολεμιστές, που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και σε μια πολεμοχαρή και άνιση στιγμή της ιστορίας, όρμησαν προς την Ανατολή προς εύρεση πλούτου και δόξας. Χαρακτηριστική νοημοσύνη ζαντολάστιχου, καθώς στην εξόρμηση προς την Ανατολή, θαλασσοδαρμένοι, ελεεινοί και μόνοι, συνάντησαν μόνο τις εύφορες χαράδρες της Πίνδου και την πεισματώδη αντίσταση των Αιτωλών που δε λέγανε να δουν την εισβολή ως πολιτισμική ανταλλαγή και χαλαρό καφεδάκι. Έπεσαν λοιπόν μαχόμενοι μέχρι που, σύμφωνα με το μύθο, μόνο κόκαλα έμειναν να θυμίζουν τη θυσία αυτή. Απογοητευμένοι οι Γαλάτες που τέτοιους ατρόμητους δεν είχαν ξαναδεί (εκτός από τους Βίκινγκς), επέστρεψαν στην πατρίδα τους με τις καλύτερες αναμνήσεις.

Φαντασιόπληκτοι και φευγάτοι, παρκάρουμε το αμάξι επιτόπου και ανηφορίζουμε το μονοπάτι που χάραζε φιδωτό την πλαγιά μέσα στο δάσος. Το πρωινό εξελισσόταν σε ηλιόλουστο απόγευμα, καθώς ανεβαίναμε υψόμετρο. Ησυχία παντού. Μικρές σκιερές γωνιές κρατούσαν ακόμα το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Δράση και αδρεναλίνη. Η κουβέντα πήρε φωτιά όταν ο Νικόλας μας ξύπνησε από το λήθαργο με ένα "Χιονάααααακι" τρέξιμο όπου φύγει - φύγει μέσα στο χιόνι. Η θέα του απάτητου χιονιού για το μέσο νεοαστό αποτελεί ιδανική εναλλακτική απόδειξη πως υπάρχει ζωή μετά την Τρίτη Λυκείου και μάλιστα κοντά στη "Φύση". Η "Φύση" ως ασαφής και θολή έννοια αποκαλύπτεται στα όνειρα του σύγχρονου φυλακισμένου ουρμπάνου ως σχέδιο απόδρασης από τα κτίσματα που τον κρατούν και τα δεσμά που τόσο αγαπά. Και άλλα τέτοια μας απασχολούσαν καθώς ανηφορίζαμε την ανηφόρα με ανηφορικά βήματα, όταν, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ο Ηλίας, άρχισε να μας τυλίγει μια γκρίζα μορφή, ένα υγρό και θολό πέπλο, το καμουφλάζ του βουνού, ένα σύννεφο, για όσους δεν παρακολουθούν στο μάθημα.

Η θερμοκρασία κατρακυλούσε, ενώ ανεβαίναμε στο μονοπάτι και ο δρόμος γέμισε λάσπες, πού είναι το κράτος. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχή, οι κουκούλες επιστρατεύτηκαν και τα λόγια λιγόστεψαν καθώς εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μνημείο της μάχης δεν υπήρχε κι ότι όλα είναι μια απάτη, μια φαινάκη, μια πνοή. Επέμενα πως στην άκρη του δρόμου υπάρχει ο Ανδριάντας του αρχαίου Αιτωλού, γιου του Ευρυτιτάνα Κουτιάδη, που σφάζει στο γόνατο τον ανερμάτιστο και αιμοδιψή Αστερίξ, με τα δόντια του Ιντερφίξ καρφωμένα στον πισινό του.

Τη στιγμή που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, και τίποτα δεν το προμήνυε, ούτε το ανακοίνωνε, άρχισε να χιονίζει. Στη αρχή λίγο, μετά περισσότερο και μετά έγινε χαμός. Κάτι παλατίνια σα βερύκοκα έσκαγαν στα μούτρα μας και σε λίγο όλα άσπρισαν σα χιόνι. Τουρτουρίζοντας αλλά πάντα επίμονοι να αποτίσουμε φόρο τιμής στον τόπο της ιερής σφαγής, συνεχίσαμε την ανηφόρα ώσπου η βλάστηση αραίωσε και το μονοπάτι άνοιξε. Στο τέλος του ξέφωτου και με θέα στα μακρινά βουνά στεκόταν το μνημείο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση Αστερίξ δεν υπήρχε. Υπήρχε μια όμορφη ιστορία και μια φωτογραφία μας να τη θυμίζει.


Το αμάξι των μουσκεμένων ταξιδιωτών συνεχίζει μέσα στη βροχή (τί Χάιλαντς και πράσινα άλογα) και πλησιάζει στη Δομνίστα, γιατί εκεί βγάζει ο δρόμος. Σταματούμε για παραδοσιακά προϊόντα των γιαγιάδων μας, όπως καρτ-ποστάλ, δερμάτινα πορτοφόλια και λουκούμια και κοιτούμε εγκλωβισμένοι το βροχερό απόγευμα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ο Αμερικάνος

Χορτασμένος από μια ορίτζιναλ καρμπονάρα με αυγό, αργογλύφω το περίτεχνο ασημί κουτάλι που σε λίγη ώρα θα δικαιολογήσει το υψηλό κουβέρ. Χαλάλι τους. Οργασμός και καταιγίδα γεύσεων. Στην καρδιά της Ρώμης και καλό φαγητό. Θα με βρείτε στη σελίδα 24 του περιοδικού Μάσα και Περίδρομος.

Συμπαθές ζευγάρι αμερικάνων ετ του οκλόκ. Δηλαδή σχεδόν τάλιρο μπροστά. Ο νεαρός μεσήλικας προσκαρεκλώθηκε πρόσφατα (έχει καμιά ώρα) και μαζί του και το θηλυκό του είδους του. Φαίνεται ντροπαλός αλλά δείχνει μια έκπληξη για το χώρο γύρω του. Σα να βρίσκεται σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, φτιαγμένο μόνο για τον ίδιο.
Νεοφερμένος με σιδερωμένο καρό παντελόνι, φανελένιο ώστε να απορροφά το πρώτο ίχνος ιδρώτα άμα τη εμφανίσει του, φρεσκοξυρισμένος και με στάση «κατάπια στέκα μπιλιάρδου» αφοσιώνεται στον κατάλογο. Η κυρία κοιτά επίμονα το κενό. Έχει ανακαλύψει πού βρίσκεται. Γρηγοροποδαρούσα γκαρσόνα, ομιλούσα τρεις γλώσσες και λατινικά – σέρνονται και καλόγριες τριγύρω- ζητείται για μοδάτο εστιατόριο στη Ρώμη. Αν είχατε τα προσόντα θα σπεύδατε, όπως η φουκαριάρα που στέκεται τώρα κλαρίνο στο κενοζεύγαρο, εξηγώντας τις φωνολογικές ρίζες του νιόκι και ότι τέλος πάντων δε λέγεται νούκι. Ατάντσιον ολ πασαντζερς και τέτοια. Υπομονή γαϊδουρινή το κορίτσι. Σπάει κόκαλα.


Η κυρία ζητά σε σπαστά Αγγλικά (άγνωστο γιατί) ένα χάρτη ή έστω μια κάτοψη του ορόφου για να εντοπίσει τη γυναικεία τουαλέτα. Φυσικά την οδηγεί όπως τα σκυλιά των τυφλών, η ίδια πάλι ταλαίπωρη γκαρσόνα. Τα υπόλοιπα γκαρσόνια γίνανε καπνός, εντοπίζοντας από νωρίς ότι κάτι είναι πολύ λάθος στην εικόνα αυτή.

Ο κύριος εντωμεταξύ υπολογίζει τις κινήσεις του με την ευελιξία και την πονηριά που αρμόζει σε άνθρωπο της τάξης του (Τρίτη Δημοτικού). Το φιλέτο που πήρε (τι νιόκι και νούκι…σιγουριάαα) τον κοιτάζει λυπημένο, καθώς δεν ψήθηκε αρκετά ώστε να πεθάνει γενναία.
Τι ψυχρότις, τι σβελτάδα. Με σιγουριά το σημαδεύει και λιώνει τις ελπίδες του. Περιέργως, παρόλη τη φρίκη που σκορπίζει στα γύρω ιόντα, η κυρία ατάραχη με ψυχρό επαγγελματισμό, βασανίζει μέχρι διαμελισμού ένα βραστό μπρόκολο και τσιμπά από το φιλετάκι του κυρίου (τζαστ ε μπαιτ ντιαρ). Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ερασιτέχνες.



Εν τω μεταξύ η εν λόγω ταλαιπωρημένη γκαρσόνα, ξεθάβει το πιο σκονισμένο κρασί από το κελάρι για να του προσφέρει στο γευσιγνώστη από τη Νεβάδα. Η γκαρσόνα του το πλασάρει στη μούρη για να το ελέγξει. Τρομαγμένος αλλά κρατώντας την ψυχραιμία του στο αριστερό του χέρι, ελέγχει την ετικέτα. Σιγουρεύεται πως πράγματι δεν έχει ιδέα τι στην ευχή του προσφέρουν και με αργές κινήσεις δοκιμάζει μια γουλιά. Γκλουπ. Ναι είναι η ζωηρότερη βυσσινάδα που έχει δοκιμάσει. Αξίζει το μισθό του ολόκληρο.


Τα μαγουλάκια κοκκίνισαν. Εντούτοις παραμένει ατσαλάκωτος αλλά με εύθραυστο δέρμα, έντονο ανδροπρεπές πηγούνι και δυο μάτια κουμπάκια.


Πιστεύω πως πασχίζει να διακρίνει την ιστορία του χώρου από το μύθο των παραμυθιών. Νομίζει πως σε λίγες μέρες θα φύγει από το χολιγουντιανό σκηνικό και θα πετάξει πίσω στην πραγματικότητα. Ενώ μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Κι έτσι αναιρεί την αξία του χώρου. Τον θαυμάζει σα σκηνικό θεάτρου, σαν ψεύτικη εικόνα. Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον πεπερασμένης ιστορίας; Στις σχολικές του εκδρομές θαύμασε τη φύση και χρόνια πάσχιζε να αποστηθίσει 200 ονόματα προέδρων. Αντίθετα η Ιταλίδα γκαρσόνα που τον σερβίρει ένιωσε το βάρος του τόμου της ιστορίας στη σάκα της για αρκετά χρόνια και γκρίνιαξε άπειρες φορές για την αγγαρεία της μάθησης. Περπάτησε στα βήματα εκατοντάδων γενεών, ζει και δουλεύει σε κτίρια-δημιουργήματα παλιότερων δικών της ανθρώπων, περπατάει σε δρόμους χαραγμένους πολύ πριν, όταν οι ιδέες δεν είχαν ακόμα δοκιμαστεί.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 5ο)




-"Πρκαλώ" σφύριξα στο ακουστικό του κινητού, χωρίς να έχω πατήσει το πράσινο πλήκτρο. Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει ζωηρά. Επανέλαβα μέχρι που ήρθε σε βοήθεια ο άνθρωπος-καμαμπέρ να με σώσει.

- "Πάτα το πράσινο ρε μπούφο". Το πάτησα. Ήταν η Γιώτα. Η Γιωτούλα. Άκου τώρα. Κάτι στιγμές που διαλέγει. Πάντα το είχε αυτό. Ήταν κομμάτι της χαράς ακόμα και από μεγάλη απόσταση. Απόδειξη πως η διάδοση της χαράς ακολουθεί τη φύση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

-"Έπ! έρχομαι αύριο με το λεωφορείο" ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου και το γλυκό έδεσε σφιχτά.



6:59 το πρωί. Αχνό πρωινό φως εισβάλλει από το κουρτινάκι, βολτάρει τριγύρω, χορεύει με τη σκόνη και σηκώνει αργά τα βλέφαρά μου. Μακάριος ύπνος παντού, όλοι ησυχάζουν. Σηκώνομαι, ρίχνω δυο σταγόνες παγωμένο νερό στα μάτια μου. Νιώθω ήδη ξεκούραστος. Βγαίνω στην αυλή να δω το ξημέρωμα. Ανηφορίζω τα σκαλιά και φτάνω στο δρόμο. Πρωινά τιτιβίσματα και μακρινοί ήχοι από το ποτάμι. Ο ήλιος βγαίνει νωχελικά πίσω από την πλαγιά και φανερώνει τις σκιές και τις γωνίες. Παρατηρώ έναν τρυποκάρυδο που παίζει μουσική. Γραπωμένος στον τηλεφωνικό στύλο, χτυπάει επαναλαμβανόμενα το σκληρό ξύλο. Χαρντ ροκ. Μετακινείται πιο πάνω και χτυπάει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Θρας Μέταλ.

Πίσω στο κρύο δωμάτιο. Εγώ και τα πτώματα. Κάθομαι ακίνητος και παρατηρώ τα σκεπάσματα που αργοκινούνται με τους ρυθμούς της ανάσας τους. Κατεβαίνω πάλι στο ισόγειο. Ανοίγω προσεκτικά όλα τα συρτάρια και επιτέλους ανακαλύπτω τις καρφίτσες. Παίρνω δυο για ασφάλεια.

Πάνω στο δωμάτιο ξανά. Μια καρφίτσα στο ένα χέρι μου. Ακουμπάω με χάρη τη μύτη της πάνω στο συννεφάκι που σκεπάζει μακάρια το ψηλό. Ζζζζζζζ - Παφ! Ένας σωρός από τυριά, κασέρια, ριζόγαλα και τυρόπιτες τον σκεπάζουν ολοσχερώς. Ο θόρυβος ξυπνάει αμέσως τον παρακείμενο Άαααακη. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει τί θα έπεφτε από το δικό του συννεφάκι και αν αυτό θα ήταν σαρκοφάγο.

32 κιλά μπινελίκια μετά...

Έξω στην αυλή κλασικά εικονογραφημένα. Πουλιά βελάζουν, πρόβατα τιτιβίζουν, γιαγιάδες σκουπίζουν, παπάδες σαλτάρουν από ύψος *(διαχρονικά). Τα σύννεφα λευκοί καβαλάρηδες στις λεωφόρους του φωτός και τέτοια. Μια συστάδα ηλιοφάνειας βολτάριζε στους γύρω λόφους και περιστασιακά φώτιζε τα μισητά Φουρνά. Ένα γρύλισμα
ακουγόταν κάθε φορά στο τραπεζάκι που πρόχειρα στήθηκε στην αυλή και κόντευε να λυγίσει από το ελαφρύ πρωινό που έφερε η νταλίκα νωρίτερα.
Η δραστήρια γιαγιά είχε ήδη τακτοποιήσει τον Τζάκη, είχε ετοιμάσει φαγητό, είχε πιει τρεις καφέδες, είχε κόψει ξύλα, είχε σκαλίσει τον κήπο και είχε ήδη ελέγξει την κίνηση των μετοχών της στο χρηματιστήριο. Ώρα για καφέ με τη γειτόνισσα, όπως έλεγε το στάτους της στο Φέισμπουκ.

Ενέργεια, οξυγόνο,
φόρμες, παπούτσια. Χοπ στο αυτοκίνητο, βρουμ για τη νησιωτική πρωτεύουσα των βουνών, το Καρπενήσι, γνωστή παρεξήγηση απανταχού των αγεωγράφητων. Με δαντελωτές χιονισμένες παραλίες στον ουρανό, δροσερά βαθιά φαράγγια και φρέσκο αγριογούρουνο να σπαρταράει. Λαγονήσι, Γαϊδουρονήσι, Καρπενήσι. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των παρεξηγήσεων σαν το ψαρονέφρι, μια άλλη πονεμένη ιστορία. Έτσι και το Καρπενήσι, μια όαση αστικού πολιτισμού στη θάλασσα του ορεινού τοπίου. Και άλλα παρόμοια. Φτάσαμε αργοπορημένοι. Λογικό. Ήμουν στο αυτοκίνητο.

Τοπίο ΚΤΕΛ σε επαρχιακή πόλη. Το μεγαλείο τη ελληνικής επινοητικότητας σε πρώτο πλάνο. Αποσπασμένο, ξέχωρο ισόγειο κτίριο, σε περίπλοκο σχήμα (κουτί ή πιο μεγάλο κουτί). Παράθυρα από αλουμίνιο. Ντουβάρι χάρτινο. Προσεκτικά επιλεγμένες αποχρώσεις του γκρι και ενθουσιώδεις πινελιές αχνού πρασίνου στο εσωτερικό. Βασικά το κουτί ήταν γκρι. Ο πάγκος του ψυγείου ξεκουραζόταν κατά μήκος της μιας πλευράς του χώρου. Μια και μόνη τυρόπιτα λαγοκοιμόταν (καιρό τώρα) μόνη και έρημη ακριβώς στη μέση της βιτρίνας, που φωτιζόταν περιοδικά από πολύχρωμα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια (κινέζικα). Δεκατρείς καρέκλες ακροβολισμένες στο χώρο και δυο τραπεζάκια για ξεκάρφωμα, αφαιρετικά τοποθετημένα. Η κατασκευαστική εταιρία που το ανέλαβε πρόσφερε ως δώρο τον κυλικειάρχη, μορφή ακίνητη και γνώριμη, ίδια σε όλους τους σταθμούς ΚΤΕΛ. Μοντέλο δοκιμασμένο και ανθεκτικό.
Το βρήκαμε όρθιο, πίσω από το ταμείο να κοιτάει με απλανές βλέμμα τη σβηστή τηλεόραση. Κατάματα και άφοβα. Φύλακας του ψυγείου και καλή παρέα στις δύσκολες ώρες της αναμονής. Γοητευμένη η Γιώτα προσπαθούσε να αποσπάσει μια πορτοκαλάδα. Μάταια.

Από το βάθος του χώρου, εκεί στο βάθος, πίσω, εκεί, φάνηκε μια γνωστή φιγούρα. Το χαμόγελο κολλημένο με ούχου, το στρατιωτικό κούρεμα και η αισθησιακή κίνηση, δε άφηναν περιθώριο λάθους. Ήταν ο Γιωργάκης, ..άκης, ..άκης...

Φοβερή είσοδος στο τελευταίο λεπτό και επάνω που ο κυλικειάρχης θα σφύραγε τη λήξη. Μπήκε στο γήπεδο χαμογελώντας, άνετος. Η ομάδα είχε πλέον τα πάντα. Δύναμη, τόλμη, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, μια δόση τίποτα και μουντού κενού, αλλά και γυναικείο άγγιγμα. Μείναμε πιασμένοι στις γωνίες του χώρου να αλληλοκοιταζόμαστε. Οι ήχοι εξαφανίστηκαν, ο χρόνος πούντιασε. Μόνο ο απόηχος από το καζανάκι του Γιωργάκη ταξίδευε στον μεγάλο κενό χώρο.

- "Ο Γιωργάκης μόλις γύρισε με άδεια από Ξάνθη. Ήρθαμε μαζί, δεν κάνει να λείπει", μας εξήγησε η Γιώτα.
- "Πάμε για μπάλα;" ρώτησε ο φάνταρος με το αυτοκόλλητο διάπλατο χαμόγελο και όλοι σιγουρεύτηκαν ότι δεν επρόκειτο για το σατανικό σωσία του.
Χωρίς σύνθημα η ατμόσφαιρα έκανε κρακ και ορμήσαμε αλληλοδιαδόχως. Αγκαλιές, φιλιά, ερωτόλογα και ενθουσιασμός. Η έκπληξη ήταν καθολική - διαμαρτυρόμενη. Επικρατούσε μια γενικότερη σύγχυση, καθώς η ιστορία έμπλεκε με πολλούς χαρακτήρες πλέον, αρκετά ετερόκλητους αλλά πάντοτε πολυαγαπημένους. Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάτι του κυλικειάρχη, που για λόγους αρχής παρέμενε ακίνητος στο πόστο του.

* Η ψιθυριστή ιστορία του παπά "που έπεσε εδώ από πίσω".
Στους ομιχλώδεις διαδρόμους του χρόνου διασώζεται η ιστορία του ιερωμένου - αθλητή ύψους, που είχε την ατυχία να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος 145 εκατοστών σε στάση κάθετης εφόρμησης με το κεφάλι. Μη προλαβαίνοντας να κάνει διπλό τολουύ προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος. Για κακή του τύχη υπήρξε γείτονας του Ηλία και της οικογένειάς του, που επέλεξαν να μνημονεύουν το μακαρίτη και τον τραγικό τόπο μαρτυρίου του πάντοτε ψιθυρίζοντας.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Μαζευτήκαμε όλοι εδώ αντάμα για να κάνουμε... μια... μήτινγκ...




Λάθος πρώτο:
μαζευτήκαμε δηλαδή για να μαζευτούμε.
Επανάληψη. Πλεονασμός. Εκνευρισμός. Κι όταν εκνευρίζομαι ιδρώνω. Κι όταν ιδρώνω, βρίζω. Κι όταν βρίζω ιδρώνουν και οι άλλοι. Φανταστείτε δυσοσμία. Η χαρά του Ρεξόνα και του Αναστόπουλου.

Ας ορίσουμε αρχικά την αναγκαιότητα (ή μη) του μήτινγκ σε χώρους εργασίας. Ιστορικά το μήτινγκ διαμορφώθηκε από την ανάγκη συνεννόησης μεγάλου αριθμού ανθρώπων, συντονισμού μελλοντικών συνεργασιών και διαφόρων άλλων συναφών αλλά πάντοτε ασαφών εννοιών. Αρχικά ονομάζονταν (αφελώς) "συνελεύσεις".

Στην πορεία του χρόνου αλλά και κατά την εξέλιξη των θεσμών, παρατηρήθηκε πως τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν έλεγαν να εμφανιστούν (χαρά και ευχαρίστηση συνεργασίας, παραγωγικότητα, ερωτισμός κλπ) και αυτό κυρίως γιατί οι συμμετέχοντες στα μήτινγκ, επέμεναν να διανθίζουν τις αγορεύσεις των επικεφαλών με τις δικές τους απόψεις, οι οποίες σε κάθε σατανική στροφή της μοίρας διέφεραν συνεχώς και αντιδιαμετρικά από τις αποφάσεις της προεδρεύουσας κεφαλής. Η κακιά στιγμή βλέπεις.
Επόμενο ήταν η λέξη "συνεργασία" να απορριφθεί τουλάχιστον ως αντιπαραγωγική και απαρχαιωμένη. Ταυτόχρονα και για οικονομία χρόνου, αποφασίστηκε (από τον προεδρεύοντα του μήτινγκ,) πως πιο παραγωγικό και εύκολο θα ήταν απλά να εκδοθεί μια σειρά αποφάσεων που θα μοιραστούν σε όλους τους "συνεργάτες" για να μην αποκλίνουν της αρχικής ιδέας και για να μη μας σπάνε τα νεύρα. Ορισμένοι (αναρχικοί και απόβλητοι) ιστορικοί, εντοπίζουν ωστόσο το όλο πρόβλημα της παραγωγικότητας, στην τάση της κεφαλής να επιβάλλει το συμφέρον της στις ανάγκες των πολλών, πράγμα φύσει δύσκολο έως αδύνατον.

Στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας αναπτύχθηκαν έννοιες κοινωνικά αποδεκτές και πολιτικά ορθές, καθώς τα μέλη αντιστοίχων καταργημένων μήτινγκ-συνελεύσεων ανέβηκαν (σκυφτοί) στη μορφωτική κλίμακα και απέκτησαν καίριες θέσεις - εν ολίγοις τους είχαν ανάγκη. Κατά τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, τα μέλη της κοινωνίας που ανήκαν στην ανώτερη μορφωτική βαθμίδα, θεώρησαν ως επιτακτική ανάγκη τους να εργάζονται όλο και λιγότερες ώρες -με βάση το μαθηματικό τύπο του Αρίσταρχου Ξυσαρχίδη, που όριζε ως ανώτατο επιτρεπτό όριο εργάσιμων ωρών την τιμή Ξ=8-(ένας τυχαίο αριθμός από 7 μέχρι 8) σε άπταιστα ρωσικά-. Ευθύς αμέσως παρατηρήθηκε πως η αποχή από την εργασία ήταν καθολική. Μην αντέχοντας στην ιδέα αυτή, τα μέλη διαφόρων εργασιακών ομάδων επανέφεραν την ιδέα του μήτινγκ, ως ευφυέστατη προκάλυψη της απραξίας, καθώς πλέον συνέχιζε να ισχύει ο γνωστός μαθηματικός τύπος. Εντούτοις κανείς δεν παρατηρούσε εμφανώς τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης φόρμουλας (άραγμα, ξύσιμο, χρήση λίμας και ροχαλητό).

Μερικοί παράφρονες, αντιδρώντας στο ευφυέστατο τέχνασμα των τεμπέληδων πλην όμως συμπαθέστατων συνεργατών, ρώτησαν το αυτονόητο. Εφόσον δηλαδή η απραξία ήταν καθολικά συμφωνημένη, γιατί δεν γινόταν και αποδεκτή από το σύνολο και θεωρούνταν απαραίτητο να δημιουργούνται τεχνάσματα για κάλυψη. Οι μεν συμμετέχοντες στο μήτινγκ απέρριψαν την ιδέα ως παρανοϊκά ειλικρινή, επειδή είχαν πείσει τον εαυτό τους, πως η πορεία της ημέρας λάμβανε έτσι δημιουργική χροιά, χωρίς ωστόσο την ανάγκη μόχθου. Από την άλλη πλευρά, οι διευθύνοντες των μήτινγκ βρήκαν την ευκαιρία να επαναφέρουν την επιβολή των μονομερών διαχειριστικών τους αποφάσεων, και μάλιστα με το ευφυέστατο προκάλυμμα της δημοκρατικής συμμετοχής όλων στο σχεδιασμό της εργασίας αλλά και στον τρόπο εργασίας.

Πέραν τούτου, από σημειολογικής πλευράς, η έννοια μήτινγκ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ας την παρατηρήσουμε.

Τη στιγμή που ξεκινάει ένα μήτινγκ κάτι συμβαίνει σε όλους τους συμμετέχοντες. Στην είσοδο της αίθουσας διανέμονται προσωπεία και νέες φάτσες για κάθε χρήση. Ολοκαίνουριες αντιδράσεις θαυμασμού προς οτιδήποτε βαρετά συγκλονιστικό (και το αντίστροφο), γυαλισμένες μάσκες θλίψης για την αποτυχία των συνεργατών, χάπια συγκράτησης του ενθουσιασμού για την περίπτωση που πατήσαμε σε κάνα - δυο κεφάλια κ.α.

Η ποικιλόμορφη κοινωνία που αντικατοπτρίζεται στα μέλη του μήτινγκ αλλοιώνεται ξαφνικά. Η έμφυτη προσωπικότητα των παρευρισκομένων φαίνεται να εγκαταλείπει προς στιγμής του πάντες. Σε κάθε συμμετέχοντα, ανεξάρτητα προέλευσης και θέσης μια ολοκληρωτική αλλαγή παρατηρείται. Σε αυτούς που χθες φυσάγανε κεράκια, σ' αυτούς που ξεχάσανε να βουρτσίσουν τα δόντια, σε κάποιον με ανοιχτά "μαγαζιά", στο γκέι συνεργάτη, στο νευρικό περιπτερά που διορίστηκε άθελά του "συνεργάτης", στον υπερφιλόδοξο νέο που του χρωστάνε όλοι τα πάντα εκ των προτέρων, σ' αυτόν που χθες το βράδυ έκλαιγε μονάχος και σ' αυτόν που ορκιζότανε ότι δε θα ορκιστεί σε τίποτα. Όλοι παίρνουν θέσεις μάχης, πόζες προσήλωσης, ενώ ταυτόχρονα βυθίζονται στον εαυτό τους με έναν άμεσο και μαγικό μηχανισμό. Η αυτο-επίγνωση γίνεται κυρίαρχη, όλοι σκέφτονται τη επόμενη φράση-ερώτηση που θα θέσουν, τη θέση τους στη συζήτηση, τη θέση τους στην τελική γραμμή του τερματισμού, τη στάση του σώματος, τη θέση των χεριών και την έκφραση του προσώπου. Τέλος άλλοι απογοητευμένοι ή και απόλυτα γοητευμένοι από τη γελοιότητα της φάσης (Τί φάση!), απλά χαμογελούν διάπλατα σκεπτόμενοι τη γεύση των εναλλακτικών ενασχολήσεων με  τις απειράριθμες εναλλακτικές επιλογές.

Η αίσθηση του κενού εξαπλώνεται σαν τα σκοτάδια της Μόρντορ και ενεδρεύει στους άμοιρους συμμετέχοντες. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο αρχικός στόχος ήταν η ανακοίνωση αποφάσεων, αλλά η διαπλάτυνση της διαδικασίας κράτησε 4 ώρες τουλάχιστον ώστε να εφαρμοστεί ο μαθηματικός τύπος, οι περισσότεροι παραιτούνται των αντιδράσεων, της ομιλίας ή και ακόμα της σκέψης. Επιπλέον, επειδή το μυαλό έχει την τάση να φτιάχνει τα μπαγκάζια του και να ταξιδεύει άνευ διαβατηρίου (μόνο και μόνο όταν το μέγεθος των κοντινότερων όρχεων υπερδιπλασιάζεται σε όγκο του εγκεφάλου – βλ. Μουτάκα Ναναερόστατα, «Υποκρίσου βρε» 2008), οι συμμετέχοντες καταφεύγουν σε μύχιες και πολλές φορές τελείως άσχετες σκέψεις. Τέτοια είναι η σύγχυση, που ορισμένοι τινάζονται απότομα φωνάζοντας ποδοσφαιρικά ονόματα σωματείων και χρώματα φαναριών κίνησης.
Σωσίβιο στην όλη αυτή κατάσταση, είναι αυτή και μόνο αυτή η μαθηματική σχέση του υπέρλαμπρου προαναφερθέντα επιστήμονα, που χάθηκε άδοξα στις στέπες της Μογγολίας . Συνεργάτης του ανέφερε πως χάθηκε στην αχλή του ορίζοντα κραδαίνοντας κομμάτια των σημειώσεών του. Μέσα στις άναρθρες κραυγές του, ξεχώριζε η φράση "μαζευτήκαμε για μήηηηητινγκ" σε άπταιστα πάντοτε ρωσικά. Η εξερευνητική ομάδα που στάλθηκε προς ανεύρεσή του, επέστρεψε με σκόρπια φυλλάδια ενός Συνεδρίου αφιερωμένου στα είδη χορού και στην παιδαγωγική τους αξία.

(Βίβλος, κεφάλαιο ΙΧ, εδάφιο 2, πάνω από τη ζωγραφιά με τις ζέβρες).
Sorofotsirx 2009

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Μπουρνοβαλιός Μανές


Γιώργος Κατσαρός ή Θεολογίτης

Ο Κατσαρός γεννήθηκε το 1895 στην Αμοργό και το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Θεολογίτης. Το παρατσούκλι Κατσαρός προέρχεται από τη χαρακτηριστική σγουρή κόμη του, την οποία διατηρούσε πλούσια μέχρι το θάνατό του, το 1997 σε ηλικία 102 ετών.

Του αποδίδεται το τραγούδι
"Και γιατί δε μας το λες" εμπνευσμένο προφανώς από το Μπουρνοβαλιό Μανέ. Τα δυο τραγούδια διαφέρουν στους στίχους.

Μπουρνόβας ήταν ένα προάστειο της Σμύρνης που γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί μάλιστα γίνονταν και οι Πανιώνιοι αγώνες, καθώς υπήρχε Στάδιο και τρεις ελληνικοί αθλητικοί σύλλογοι. Η τούρκικη ονομασία σήμερα είναι Bornova.

Δείτε τον Γ. Κατσαρό στο 1:38. Μπλουζ

Μάρκος


"Ολος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν..... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μου΄χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή."