Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Φωτιά και Λαύριο

Love-rio 16:07


38 βαθμοί υπό σκιά τέντας.


Οι δρόμοι αχνίζουν κάτω από τον ελληνικό ήλιο του Ιούνη. Η πλατεία της επαρχιακής κωμόπολης, κάνει ό,τι μπορεί για να αντεπεξέλθει στο - δύσκολο ομολογουμένως - ρόλο της. Προικισμένη με τα πατροπαράδοτα ορόσημα της ένδοξης ελληνικής υπο-πόλης, βρίθει πρωτοτυπίας. Περιφερειακά της πλατείας, στρατηγικά πεταμένα εδώ και κει, σε τυχαία σημεία, στέκουν επιβλητικά κτίρια αλλοτινών εποχών, με εμφανή διάσπαρτα σημάδια κατάρρευσης. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι σε χρώματα γήινα, ισόγεια και διώροφα κτίρια, μάρτυρες περασμένης ακμής. Εγκατάλειψη. Τριγύρω κυριαρχεί αραιή δόμηση χαμηλών κατοικιών σε αιγαιοπελαγίτικα μουσταρδί χρώματα με αιφνιδιαστικές εξαώροφες εμπνεύσεις γουοναμπί μεγαλείου. Σε κάποια τετραετία ένδοξης δημιουργίας, η δημοτική αρχή ανασκεύασε την πλατεία με γνώμονα το πρότυπο Νορβηγία - Παπούα, συνδυάζοντας τη φύτευση φοινικόδεντρων με ένα - κάποιο γρασίδι, που εξαχνώθηκε αύτανδρο τον πρώτο κιόλας Αύγουστο της σύντομης ζωής του. Έκτοτε αποφεύχθηκαν περαιτέρω παρεμβάσεις, εκτός από τη διοργάνωση της 20ετούς Μπιενάλε Πυλώνων Ηλεκτρισμού που φιλοξενήθηκε στον ευρύτερο χώρο, συμβάλλοντας στο συνολικό στιλιστικό πανηγύρι.


Η ελληνική επικράτεια βρίθει από τέτοιου είδους κωμοπόλεις, αγνώστου ιστορικής προελεύσεως αλλά παγκόσμιας πρωτοτυπίας ελληνικές εμπνεύσεις, με μοναδικά χαρακτηριστικά. Συνήθως χωρίς ιστορική και πολιτισμική αιτία θεμελίωσης, αλλά μάλλον δημιουργημένες από οικονομικά κριτήρια, αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής και χωροταξικής αισθητικής. Δημιουργημένες μάλλον από κάποια οικονομική συγκυρία του παρελθόντος ( καπνοκαλλιέργειες, χρυσωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, φήμες υποψίας ιδανικών συνθηκών παραγωγής κοπριάς, με τόσους φαντάρους ξέρεις τί λεφτά θα βγάλουμε; κλπ)  οι οποίες όμως έχουν εκλείψει προ πολλού, πασχίζουν να κρατήσουν τις όποιες παραδόσεις πρόλαβαν να δημιουργήσουν μέσα στα τελευταία 50 χρόνια και 2 μήνες.

Το θαυμασμό προκαλεί η επιμελής επιλογή του στείρου τσιμέντου για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, διάσπαρτα πεταμένων σε τυχαία σημεία του χώρου. Ανεξάρτητα αν υπάρχει άπλετος χώρος ανάπτυξης κτιρίων, πάρκων, δημόσιων χώρων κλπ, είναι φανερό πως έχει επιλεγεί η στριμωγμένη καθ' ύψος ανάπτυξη και η επιμελής αποψίλωση των πράσινων εκτάσεων από κήπο μέχρι άλσος και γενικότερα οτιδήποτε μπορεί να φωτοσυνθέσει. Η παρουσία των κτιρίων συνοδεύεται από την απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης καλλωπισμού τους, βαψίματος, σοβατίσματος, υποστύλωσης κλπ. Προβληματισμό επίσης προκαλεί στους ερευνητές η ύποπτη συνεχής παρουσία σκόνης στις υπο-πόλεις του είδους αυτού, η προέλευση της οποίας παραμένει μυστήριο. Εικάζεται πως η σκόνη οφείλεται στη σταδιακή διάλυση των κτιρίων, ενώ κατ' άλλους οφείλεται σε πειράματα που διεξάγουν μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες.



Στο χώρο επικρατεί νεκρική σιγή, λες κι ο ήχος δε μεταδίδεται σε τέτοιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Είναι προφανώς η ώρα της σιέστα. Μόνο ένα - δυο γάτες τριγυρίζουν αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Ξαφνικά η κίνησή τους παγώνει μονομιάς και το βλέμμα καρφώνεται στην άκρη της πλατείας, ακριβώς στην είσοδο του ράουντ-αμπάουτ. Το αργό τσιτσίρισμα της σιωπής διακόπτεται από το συριγμό των φρένων. Σε ένα σύννεφο σκόνης εμφανίζεται μουγκρίζοντας μια γκριαπότηβρώμα μπε-εμ-βε με ζαντολάστιχα νεοδμιδίου, φιμέ τζάμια, με τα απαραίτητα για το κλίμα μπλε φώτα θυέλλης, υπό τους εκκωφαντικούς λαρυγγισμούς του Soti Volani. Στο βολάν με το Βολάνη πρωταγωνιστεί ένας γνήσιος απόγονος ελληνορθόδοξων Αχαιών, ευγενές μέλος της ενδημικής φυλής που εμφανίζεται με έντονη συχνότητα σε κωμοπόλεις, υπο-πόλεις και άλλες τέτοιες κοινότητες.

Μπαίνει με τις μπάντες στη στροφή και γλιστρώντας στην ίδια του την αδρεναλίνη, βγαίνει τσιρίζοντας με το τιμόνι ανάστροφα και ιαχές θριάμβου, σημειώνοντας νέο ρεκόρ πλατείας, με άνεση.

Απλός θεατής, περιμένω υπομονετικά για το χειροκρότημα. Η ησυχία επιστρέφει. Το γεγονός φαίνεται να προκάλεσε την προσοχή των θαμώνων κοντινού καφεμπιστρο-πιτσερί-κρεπαρία. Τρία πρόσωπα με εμφανώς αδιάφορες εκφράσεις αντιμετωπίζουν τη διαταραχή της γαλήνης με στωικότητα, καθώς  "πάλι ο ίδιος κάφρος, ρε Σωτήρη..." περνούσε μπροστά τους. Τρεις φραπέδες αναδεύτηκαν νωχελικά. Κι η ώρα κυλούσε κατάκοπη...




Πατάω το φαστ φοργουορντ (γρήγορα μπροστά):

ώρα 17:00

Λες και έπεσε το σύνθημα άρχισε να εμφανίζεται κόσμος από παντού. Η κωμο-πλατεία της υπο-πόλης ζωντάνεψε μονομιάς και η σκόνη και πάλι ανακατεύτηκε στον αέρα. Ο σερίφης εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεπερί με ύφος "ξεκουράστηκα", γυαλιά ηλίου, σαγιονάρα, κοντό παντελόνι με ισχυρή τσάκιση, κροκοδειλέ ζώνη, χρυσή αλυσίδα και πουκάμισο του θανατά. Χαιρετάει τους "μεγάλους" τριγύρω του και αράζει σε τρεις καρέκλες στο διπλανό τραπέζι από μένα. Παραγγέλνει το γνωστό και βγάζει το γυαλί ηλίου που ξεκουράζεται πλέον στην αραιή του κόμμωση. Στη ζώνη του και σε ειδική θήκη εξάσφαιρου φιγουράρει καινούριο κινητό, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να απαντήσει σε κλήσεις πιο γρήγορα κι από τη σκιά του. Πετάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου μπροστά του, αλλά όχι πολύ μακριά. Το αμάξι παρκαρισμένο πίσω του σε απόσταση 173 εκατοστών. Και το απόγευμα κυλά γλυκά.

Αποδείξεις, διπλά εσπρεσσο, αυτοκίνητα σε αέναη κίνηση, τσίκεν κεσαντίγια, σίζαρ σάλαντ (κότα-μαρούλι λέμε) και τιμές του χάρου. Η σωτήρια θάλασσα, η σωτήρια αγάπη, το σωτήριο στοίχημα, ο φρέντο, ο φρόντο και η ελληνική λεβεντιά. Ένα καράβι ακόμα κι ένα ακόμα, οι αγαπημένες πατουσίτσες, το σοκολατένιο δέρμα των κοριτσιών, η καλλιτεχνική απόδοση των κουρεμάτων, οι δουλειές που δεν υπάρχουν και οι θείες που σε πετυχαίνουν στο δόξα πατρί.

-         «Εσύ παιδί μου γύρω στα 30 είσαι;»

-         (σκατά με εντόπισε) «ναι.. εκεί κοντά»

-         « Σε βλέπω σαν το γιο μου. Σπουδάζεις ακόμα;»

-         «Ναι..»

-         «Ααααχ τα καημένα τα παιδιά τι τραβάνε Γεωργία» (πληθύναμε). «Διαβάζουν, διαβάζουν, και μετά δε βρίσκουν δουλειά. Τα ξέρω αυτά από το γιο μου. Όλη μέρα σπίτι το παιδί, δουλειά δε βρίσκει (άρχοντας). Μέχρι τα τσιγάρα του αγοράζω. Τι να κάνει το παιδί; (λεβέντης). Όσοι βρήκαν μια θέση σώθηκαν. Εντάξει είναι. Οι άλλοι (απόσπασμα, θάνατος). Τώρα πια είμαστε να ξενιτευτούμε όλοι. Ελπίδα καμιά. Και να θες δε γλιτώνεις.»

-         «Θα τη βρούμε την άκρη. Μη στεναχωριέστε»

-         «Δεν ξέρεις που να ξέρεις.. τι σε περιμένει…»

Μου λένε πως έρχονται χρόνια ανεργίας, τρομερά και φοβερά χρόνια. Μου αναλύουν τις κακουχίες, την αδικία, την αναπόδραστη μείωση μιας εσφαλμένα υπερτιμημένης ποιότητας ζωής. Μου εξηγούν τη ματαιότητα της πίστης στο μέλλον, τη δύναμη του μοιραίου, τη συντριβή της μιζέριας, του ενοχοποιημένου μέλλοντος, του εύκολου, του ένδοξου, του απλούστερου και ευτυχισμένου αλλά απύθμενα, απέραντα βαρετού παρελθόντος που θεοποίησαν αλλά δεν έζησαν, δεν τόλμησαν. Απλά πέρασαν με μειωμένη ταχύτητα προσέχοντας τη διάβαση.

Οι θείες που καταπιεσμένες, αλεσμένες, φθαρμένες από μια ζωή μίζερης αφαίρεσης, ανεκπλήρωτων θέλω, αυτοκαταπιεσμένων ονείρων, ονείρων που δεν έγιναν λόγια, γράμματα σε χαρτί, έλιωσαν βασανιστικά στην πηχτή γλίτσα τηλεοπτικών σειρών, φόβου για τόλμη, για ζωή, καταραμμένης ασφάλειας, απλώνουν το μέλλον μου τώρα μπροστά μου σα βάναυσες χαρτορίχτρες, κλέβουν χαιρέκακα τα όνειρά μου, υποδύονται ψυχρούς πραγματιστές και έμπειρους ζωιστές, ποιοί, ποιές; Αυτοί που φοβήθηκαν τη γκρι σκιά, μέσα στην ομπρέλα του βολέματος, της ασφάλειας, του χωσίματος, του ρουσφετιού, της μειωμένης σύνταξης - μειωμένου ωραρίου - μειωμένης προσπάθειας, για να θερίσουν τώρα μειωμένους καρπούς αναμνήσεων, ανύπαρκτες χαρές χαμένες σε φωτογραφίες πολαρόιντ, βυθισμένοι σε δάνεια, χεσμένοι από το φόβο, το φόβο, το φόβο.

Το φτερό της λερωμένης μπε-εμ-βε έγραφε ΝO FEAR κυρία μου. Και σε τελική ανάλυση, ποιος σας ρώτησε;

1 σχόλιο:

Zoi Mare είπε...

Εξάδλφε, πολύ καλά τα λες... Πίσω έχωμε οι αχλάδες τις ουρές!