Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 4ο)




- Στη Θεσσαλονίκη. Είχε προπόνηση για τους ημιτελικούς. Η εμπειρία του κρίθηκε πολύτιμη και η παρουσία του απαραίτητη.

Οι μπαρμπάδες αλληλοκοιτάχθηκαν και μετά κάρφωσαν τα βλέμματά τους πάνω στον Ηλία. Ο (αιμόφυρτος) Τυρόπιτας τους αγνόησε τρώγοντας ένα στραγάλι. Δεν ήταν ώρα για τέτοια. Είχαμε άλλα στο νου μας.

Ο Νίκος ήπιε τσίπουρο. Τον είδα και ζήλεψα. Ήπια και γω. Κακή ιδέα. Επέστρεψα στα στραγάλια και έσπασα λίγο από τον δεξιό κάτω τραπεζίτη. Πράξη αντικαπιταλιστική, με ένα κάποιο κόστος.

Η κουβέντα συνεχίστηκε με θέρμη. Ανταλλάξαμε διάσπαρτες κουβέντες για να μη μας πούνε και πολυλογάδες. Μας είχανε πει ότι οι βουνίσιοι γουστάρουν λίγα λόγια και καλά. Είπαμε λοιπόν λίγα λόγια και καλά. Η προσπάθεια όμως έπεσε στο κενό με τα μούτρα, γυμνή και χωρίς αλεξίπτωτο. Οι μπαρμπάδες, παρασυρμένοι από τις θειάδες έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στην ανταλλαγή απόψεων. Στο κάτω κάτω, οι άνθρωποι είχανε σιχαθεί να βλέπουν τις ίδιες φάτσες. Ήτανε καιρός για απ-ντεητ. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχηδών και εμείς αμέριμνοι και έρμαιοι μέσα στη βροχή. Κολυμπήσαμε ρωμαλαία και δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας. Οι ακρίτες αξίζουν το καλύτερο. Σωσίβιο στη λίμνη των ερωτήσεων, ο παντός καιρού οικοδεσπότης μας.

- Ώρα να πηγαίνουμε. Να μη μένει και η γιαγιά μόνη της.

-Τόσους μήνες μόνη είναι, αντέτεινε ο μπακαλοκαφετζοανακριτής.

- Όχι όμως απόψε, είπε και ελάλησε ο Λαβασκυρι και σηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα

Ακολουθήσαμε στη σκιά του. Τα χέρια ξαναπλώθηκαν, χειραψίες, σφιξήματα, γραπώματα, ιδρώτας, φιλιά στις θείες, σταυρωμένα χέρια, "χαχα αρραβώνες αρραβώνες", "άντε να μας ξανάρθετε" και τέτοια. Με μια αστραπιαία κίνηση, βροντήξαμε την πόρτα πίσω μας. Είχαν φάει τη σκόνη μας.

Το μικρό καφενειάκι επέστρεψε στην προηγούμενη συμπαντική του κατάσταση. Διαταράξαμε για λίγο το βαρυτικό πεδίο και τώρα πια η δυναμική των αναμνήσεων άλλαξε για πάντα. Όλα όμως έμοιαζαν ίδια. Μέσα από το τζάμι, είδα τον καφετζή να βάζει ένα ξύλο στη σόμπα και να επιστρέφει στην ησυχία του.

Η βραδιά έξω, όπως και να το έβλεπες, ήταν όμορφη. Αστερόσκονη παντού και φεγγαρόφως να μας δείχνει τα βήματα. Δεν έμενε παρά μια βόλτα στον επαρχιακό δρόμο, λίγο έξω από το χωριό, για να ολοκληρώσει την ευτυχία μας. Ορμήξαμε με αποφασιστικότητα στον ανήφορο. Καθώς τα λιγοστά φώτα του χωριού χάθηκαν πίσω από την τελευταία στροφή, άρχισαν και οι σοβαρές συζητήσεις, που συνοδεύουν μάταια κάθε προσπάθεια ένωσης με τη φύση.

Ίσως είναι μια άμυνα του homo-urbanus να προσπαθεί να σχολιάζει, να εκφράζει και να περιγράφει - φωναχτά - την ομορφιά της φύσης, που -ομολογουμένως- είναι ανείπωτη. Βαλθήκαμε λοιπόν στην άμυνα ζώνης. Ο Νικόλας, πρώτο βιολί, περιέγραφε αναλυτικά τα συναισθήματά του, προσθέτοντας τις κατάλληλες καταλήξεις (άκι, ούλα κλπ), διορθώνοντας το συντακτικό και αναδεικνύοντας τις ομορφιές που βλέπαμε - ακούγαμε. Ο Χαλούμης σταθερός ακροατής και εγώ στο πλάι της άμυνας, έτοιμος να ανακόψω κάθε έννοια σιωπηλής ένωσης με το περιβάλλον, συμφωνώντας και επαυξάνοντας τον προλαλήσαντα.

Στον κουβά με τα φεγγάρια-σκοτάδια-ηρεμία-ουρανό-αστέρια, πετάξαμε και μια πρέζα ανησυχίας για τα κρυμμένα αγρίμια πίσω από τις φυλλωσιές. Κάποιος είχε την έμπνευση να προσθέσει και ηχητικά εφέ γρυλισμάτων και έκτοτε η βόλτα έγινε ανήσυχος περίπατος. Με σιγουριά πως πίσω από την επόμενη στροφή κρύβεται τουλάχιστον ο άνθρωπος των Ιμαλαΐων, πορευτήκαμε σφιγμένοι πλάι στο δάσος. Άξαφνα και αιφνιδίως, χωρίς όμως να το περιμένουμε καθόλου, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Σοκαρισμένοι από την απόφαση αυτή, αλλά παραδομένοι στην πείνα που ροκάνιζε το συναισθηματισμό της στιγμής, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Η κατηφόρα... Δώρο θεού στον βασανισμένο οδοιπόρο. Σου λέει, θα φτιάξω τις ανηφόρες, θα τους δώσω να καταλάβουν, θα τεστάρω την υπομονή, τη σύνεση, τις αντοχές τους. Θα λιώσω τα λίπη, θα λαδώσω τις κλειδώσεις, θα πάρουν φωτιά τα πνευμόνια. Στο καπάκι όμως θα τους προσφέρω τη δροσιά της κατηφόρας. Μας πέταξε λοιπόν και ένα αεράκι κόντρα και στο βάθος, έβαλε τη γιαγιά του Γκούντα να μας περιμένει.

Επιστροφή στο σπιτάκι της γιαγιάς. Σκηνή θεατρική.

Χαμηλός φωτισμός, τα τηλεοπτικά λόγια κάποιου ταξιδεύουν στο χώρο, ένα απαλό κρίτσι κρίτσι από τα ξύλα που κατανάλωνε αδηφάγα ο Τζάκης. Στο μικρό διάδρομο, κολλητά με το τζακοσαλονάκι, αράζει μια σόμπα. Χωράνε ακριβώς τέσσερα άτομα. Πέντε με τη σόμπα. Έξι με τον Τζάκη. Τόσοι ακριβώς αναμένονται σε 2,4 δευτερόλεπτα, οπότε και θα ανοίξει η πόρτα και θα εισβάλλει η βραδινή δροσιά.

Η πόρτα ανοίγει και τρεις μαντράχαλοι ξεπροβάλουν. Μια μυρωδιά τυριού κατακλύζει το χώρο και η γιαγιά αναδεύεται στην καρέκλα της.
-(γιαγιά) Βρε καλώς τους. Κι έλεγα σας κράτησαν για λύτρα.
- (Νίκος) Το αλλάζουμε το σπιτάαααααα α κι;
- (Ηλίας) Ε να, μας ρώταγαν τίνος είμαστε και τέτοια. Δεν αργήσαμε έ;
- (Μουά) Γκρμχγφ (δεινός ομιλητής)

Μπουαχαχα και τέτοια, ακούστηκαν. Τα χάχανα ακολούθησε σειρά από στομαχικές διαμαρτυρίες σε φα μείζονα και τέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Το νόημα όμως ήταν σαφές. Έπρεπε να πέσει μάσα. Ανεξάρτητα ποιότητας, θερμοκρασίας και είδους. Αρκεί να είχε και λίγο τυράκι παραδίπλα. Το κακό είχε παραγίνει και τα στραγάλια δεν κάνουν τίποτα σε τέτοιο υψόμετρο (Κατούνοβιτς κ.α., 2005).

- Παιδιά θα πεινάσατε μέχρι τώρα. Καθίστε να σας βάλω να φάτε.

-Κάτι λίγο γιαγιά, μη σε βάζουμε και σε κόπο, πρόλαβε να ψελίσει ο Νικολάαααααακης.

Η γιαγιά όμως ήταν πιο γρήγορα από τη σκιά της. Σε απάντηση της πολύγλωσσης στομαχικής διαμαρτυρίας, είδε τη μπάλα να έρχεται και σηκώθηκε (σε δεύτερο χρόνο), καρφώνοντας μέσα στα μούτρα του ντεμέκ ευγενικού, πάντα όμως πειναλέου Άαααακη.

-Να βοηθήσω γιαγιά; πρότεινε ο σεφ, και θα τον αφήναμε, καθώς μια σούπα έλεγε τη στιγμή εκείνη. Η γιαγιά όμως τα είχε όλα έτοιμα.

-Έχω κρεατάκι στη σόμπα και θα κόψω και σαλατούλα.

Έπεσα συγκινημένος στην αγκαλιά του Έμενταλ. Καθώς κρατιόμασταν σφιχτά, ξεπρόβαλε η γιαγιά με ένα μπουκαλάκι κρασί. Από το καλό. Ενα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Νικόλα. Η στιγμή ήταν τουλάχιστο συγκινητική. Τα πράγματα ήταν (συμπαντικά πάντοτε) σε κρίσιμο σημείο, εντούτοις έδειχναν ισορροπημένα.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια ιστορική απόφαση, αντάξια των προσδοκιών μας. Να μεταφερθούμε πάραυτα στην πηγή του φαγητού, στη γλυκιά μήτρα που το προετοίμαζε αργά όση ώρα νωρίτερα παλεύαμε με τα στραγάλια. Παραταχθήκαμε στις καρέκλες γύρω από τη σόμπα, στριμωγμένοι στο διαδρομάκι, που όμως ήταν σίγουρο πως είχε κατασκευαστεί με σκοπό αυτή ακριβώς τη χρήση. Στη ζέστη του περιβάλλοντος, χαζογελούσαμε αντάμα σα βλαμμένοι. Και με το δίκιο μας, καθώς η κατάσταση είχε υπερβεί το πραγματικό και έπλεε στον αιθέρα. Σύντομα θα έληγε η αγωνία. Τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα, είχαν φτάσει στην αγκαλιά μου, που χρησίμευε πλέον και ως τραπεζάκι - χώρος αναμονής.

Η γιαγιά με κίνηση χορευτικού καράτε, αιφνιδίασε το φούρνο και γέμισε τα πιάτα σε κάποια κλάσματα του πικοσεκόντ. Λογικό αν δει κανείς το βιογραφικό της. Οι διαμαρτυρίες είχαν πρωτοφανή ένταση σε ρυθμούς βραζιλιάνικους και βάλε. Αλληλοκοιταχθήκαμε για πολλοστή φορά στην ιστορία αυτή. Δε με νοιάζει. Αφού αλληλοκοιταχθήκαμε. Δε βγήκε νόημα κι έτσι ορμήξαμε στα πιάτα. Περιστρεφόμενες παντσέτες, ντοματολάχανα και κρεμμύδι ξερό, στροβιλίζονται στη μνήμη μου γύρω από το σημείο μηδέν. Τη ζεστή σομπίτσα. Ο Ηλίας δεν κρατήθηκε και έβγαλε ένα λυγμό. Στη στροφή του σαλονιού φάνηκε η άκρη ενός πιάτου, γεμάτου φέτα μέχρι τα μπούνια. Κάτι μέσα του έσπασε. Το ακούσαμε όλοι πεντακάθαρα. Στη σύγχυση επάνω, είχα χάσει το προσανατολισμό μου και μια κλοτσούσα το κρασί, μια την καρέκλα του Ηλία. Ο Νίκος, είχε πάθει αμόκ σε φούλ του αααακη με καρέ της γλύκας και ξεστόμιζε υποκοριστικά των υποκοριστικών προς όλους, με πολύ πάθος. Η γιαγιά κρατούσε την ψυχραιμία της παρακολουθώντας από κοντά το παιχνίδι, σε ρόλο διαιτητή, σφυρίζοντας όποτε έβλεπε άδειο ποτήρι ή επικίνδυνα λευκό πιάτο. Συμπυκνωμένη ευτυχία έσταζε από τις χαραμάδες προς τα έξω. Το αξίζαμε να πάρει. Είχαμε περάσει τόσα. Όλοι.

Το φαγητό μας οδήγησε δειλά - δειλά σε όμορφες κουβέντες, ήρεμες και άχρηστες, στη βάση της φιλοσοφίας, όπως αυτή ορίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Το κρασάκι δεν τελείωνε ποτέ και το δωμάτιο όλο και μίκραινε σα ζεστή αγκαλιά. Το μπουκάλι συνεχώς έπεφτε στο πάτωμα, αλλά δεν ένοιαζε κανέναν και η γιαγιά είχε πολύ γλύκα ακόμα να μοιραστεί. Επάνω στην ανάπαυλα της μάχης, μπούκαρε από το σαλόνι κραδαίνοντας απειλητικά γλυκό συκαλάκι.

Ε, δε γινότανε, πάει και τελείωσε. Μας την είχανε φέρει άνανδρα. Σε τέτοιες στιγμές έγιναν οι σημαντικότερες δολοφονίες. Τη στιγμή που ο άνθρωπος γονατίζει και δε δίνει σημασία τριγύρω του. Έτσι φάγανε τον Καίσαρα. Τον βρίσκανε στα μαλακά, απρόσμενα και άδικα.

Ξαναμανά πανικός και πανηγύρι, ο Νίκος να βαράει παλαμάκια, εγώ να συζητώ με τον Ηλία για τη σημασία της οικολογικής αρχιτεκτονικής σε άπταιστα Γερμανικά και η γιαγιά να κοιτάει το ρολόι της έτοιμη να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα.

Πάνω στην ευτυχία της ευτυχισμένης στιγμής, χτύπησε ένα τηλέφωνο μέσα στην τσέπη μου. Ηταν το τηλέφωνό μου.









Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 3ο)


Στις παρυφές του Κλειστού, σε μια κλειστή στροφή, με κλειστές (ευτυχώς) τις πόρτες και κλειστά παράθυρα, κλείσαμε τη μουσική για να απολαύσουμε τον ήχο του χωριού. Βελάσματα, κικι-ρίκου, τιτιβίσματα, μπινελίκια και άλλες ξένες γλώσσες κατέκλυσαν τα πολιτισμένα και κιθαροκρατούμενα αυτιά μας.

Ααα, η γαλήνη του χωριού.. Στιγμές χαλάρωσης. Στιγμές ανείπωτης ηρεμίας. Η φασαρία της πόλης έδωσε τη θέση της στη ραστώνη της φύσης. Ο ήχος της σιωπής μας κατέκλεισε.

Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγκλισαν καθώς ο φίλος μας τα πάτησε με το αριστερό πόδι για δραματικό εφέ. Βγήκα από το κόρσα και έφτυσα λίγη μοκέτα καθίσματος. Το χωριό με περιέβαλε σα ζεστή αγκαλιά. Ψυχή στο δρόμο, στην αυλή του σπιτιού, στα κλαριά των δέντρων. Ίσως επειδή δεν υπήρχαν δέντρα τριγύρω, ίσως επειδή η ζεστή αγκαλιά είχε 4 βαθμούς Κελσίου. Η γιαγιά του Ηλία μας είχε χεσμένους και καλά μας έκανε, καθώς ούτε σκύλοι δεμένοι δεν κάθονταν έξω στο παγωμένο σούρουπο. Ο Ηλίας άδειασε το αμάξι από τα σακ-βουα-γιαζ και το τρέιλερ από τη φέτα που κουβαλούσε για περίπτωση ανάγκης.

Παρένθεση να πάρω δείγμα και συνεχίζω την εξιστόρηση, καθώς δεν αντέχω το βάρος τόσων ανθρώπων να κρέμονται από τα χείλη μου. Ξεχείλωσαν.

Η γιαγιά είχε αράξει μπροστά στον Τζάκη, το γνώριμο, θερμό και πέτρινο φίλο της για το χειμώνα. Μας περίμενε χαμογελαστή να μας μπουκώσει με τα γλυκά και τα κεράσματά της. Πριν την επισκεφτούμε ορμήξαμε στο σπίτι του Ηλία. Ξαναορμήξαμε έξω, γιατί στην αυλή είχε περισσότερη ζέστη. Το φωτάκι στο δωμάτιο της γιαγιάς μας φαινόταν ονειρικό. Ένα δωμάτιο τόσο επί τόσο (δείχνω μια σταλιά τώρα, αλλά δε φαίνεται) με παράθυρο προς την κοιλάδα, άδα, άδα , άδα... Στρατηγικά τοποθετημένος ο Τραπεζάκης δίπλα στο παράθυρο και απέναντι από τον Τζάκη.

Στη θέα του αγαπημένου της Τυρά, η γιαγιά έλαμψε. Ο Ροκφόρ της απάντησε με ανάλογη λάμψη. Ύστερα βγάλαμε τα γυαλιά ηλίου και καθίσαμε στο δωμάτιο, ανταλλάσσοντας γλύκες. Πλακωθήκαμε στο γλυκό καρύδι σα να ήτανε το τελευταίο βάζο του κόσμου και ρουφήξαμε το γάργαρο νερό, ειδική παραγγελία από την πλατεία του χωριού, βοήθειά μας. Η γιαγιά ήθελε να μάθει τα πάντα για μας και (για να μην σας απογοητεύσω) της είπαμε τα πάντα και τα κοάλα.

Στο δίλημμα που έθεσε ο οδηγός, περί βόλτας στο καφενείο, ο Κασέρης απάντησε αρνητικά και κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ, που στέναξε χαμηλόφωνα από το βάρος του. Συνηθισμένος να διαβάζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου, άρπαξα τον «Κήρυκα του Κλειτσού» και διάβασα για τις τελευταίες δραστηριότητες του τόπου. Μεταξύ άλλων, βρήκαμε τα γεννητούρια, του θανάτους και τους γάμους του τελευταίου τριμήνου, τα αγροτικά νέα και ιστορικές αναδρομές σε ένδοξες εποχές του τόπου.

Υπό το βάρος της πίεσης του οδηγού μας, υποκύψαμε. Το αίτημα ήταν να πάμε στο καφενείο του χωριού για να δοκιμάσουμε το τοπικό τσίπουρο, ή στη ντοπιολαλιά «Γδάρτη». Παρά τις ικεσίες της γιαγιάς, παρά το βλέμμα αποδοκιμασίας και παρά το σκοινί που χρησιμοποίησα για να δέσω το πόδι μου στον Τραπέζη, δυστυχώς έχασα. Απρόθυμα και με σκυμμένο το κεφάλι, ξεκόλλησα από τον Τραπέζη και βγήκα από το σπίτι, στο σκοτάδι. Έβρεχε σιγά. Αργά και χωρίς θόρυβο. Έτσι ήθελε έτσι έκανε. Βουνό σου λέει ο άλλος. Περπατώντας στα σοκάκια οδηγηθήκαμε στη μικρή πλατειούλα, που φιλοξενούσε το καφενείο-παντοπωλείο και τη βρύση με το τρεχούμενο νερό βουνού (αλήθεια).

Μπήκαμε άνετοι στο καφενείο, με άνετο ύφος και άνετες χαιρετούρες. Ακροβολισμένοι στις γωνιές του καφενέ, καθόνταστε πέντε γλυκύτατοι μπαρμπάδες και δυο θειάδες (και αυτές γλυκύτατες). Άκυρος συνδυασμός, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες μια χαρά τα βολεύανε. Βαλθήκαμε να δώσουμε χειραψία σε όλους, όλοι. Δύσκολα. Αφού καταθέσαμε διαβατήρια και οικογενειακό δέντρο, αρχίσαμε κάπως να βολευόμαστε στης γλυκιά ζεστασιά της Σόμπας (θηλυκού γένους άνω των 500μ υψόμετρο). Αίφνης κατέφθασε ο καφετζής με τη μπουκάλα τσίπουρο ανα χείρας και ένα πιατάκι σκληρά στραγάλια. Ανάλατα. Γέμισε τα ποτηράκια με σηκωμένο το δεξί του φρύδι και έβαλε και στον εαυτό του. Τί στην ευχή; Επισκέπτες έχουμε.

Σηκώνει ένα ποτήρι.

- «Και πως από τα μέρη μας παιδιά;»

Ο Παρμεζάνας μίλησε πρώτος, λόγω εντοπιότητας.

- «Ήρθα να δω τη γιαγιά και να ζεστάνουμε το σπίτι.»

Δεν τους είπε με τι και δεν τους είπε τι δουλειά είχανε οι υπόλοιποι χασομέρηδες που έσερνε μαζί του. Ίσως τους φλόμωσε η μυρωδιά του τυριού.

- «Πολύ καλά κάνατε. Ο παππούς είναι καλά;»

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 2ο)




....με αστραπιαίες κινήσεις και αποφασιστικότητα ο οδηγός μας δεν έκανε απολύτως τίποτα. Για καλή μας τύχη, ο άλλος συνεπιβαίνων του ΙΧ, διάσημος τέκτων Τσηζηλίας, πήρε μια ιστορική απόφαση. Εγκατέλειψε τη μυστική του ταυτότητα για να σώσει τις μέτριες ζωές μας και με μια αστραπιαία κίνηση έσκισε το πουκάμισό του (για εντυπωσιασμό). Το σήμα της τυρόπιτας άστραψε στο στήθος του και τύφλωσε τον οδηγό, που με ένα λουπ-τολουπ εξέθεσε ανεπανόρθωτα τους ισχυρισμούς της όπελ ότι το κόρσα αντέχει και έχει κρατήματα. Βρεθήκαμε στη σωστή λωρίδα από καθαρή τύχη και συνεχίσαμε αμέριμνοι το ταξίδι, προσπαθώντας να χωνέψουμε τις γλώσσες μας.

Ξαφνικά και χωρίς κανένας να το περιμένει, εμφανίστηκε ο Κέδρος, το πρώτο χωριό της ορεινής διαδρομής προς τον ένδοξο να χιλιοτραγουδισμένο Κλειτσό. Στον Κέδρο ξεδιψάσαμε το τρομαγμένο όπελ, κάναμε το τουρ με το δίπατο λεοφωρείο του υπουργείου τουρισμού και παρακολουθήσαμε σκηνές καρναβαλικής έκστασης. Στο δρόμο μάλιστα απονεμήθηκε και το όσκαρ για το καλύτερο κοστούμι και τα καλύτερα ηχητικά εφέ, τον ποδηλάτη κρος με πλήρη στολή ανωμάλου (όχι δρόμου).

Αποχαιρετώντας το τελευταίο κουρείο του πολιτισμένου κόσμου, τοποθετήσαμε το δισκάκι των Μοντ Πλαγκάλ στο μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής και κάναμε το σταυρό μας να μη μας πετάξει σε καμιά ρεματιά η κακιά η ώρα... Στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Τα χάλκινα χρώματα του χειμώνα έσβησαν καθώς μπήκαμε μέσα στο σύννεφο - σκηνικό λουκούμι για τέτοιες οδηγάρες. Απόδειξη ότι υπάρχει θεός και μας αγαπάει, τελικά βγήκαμε πάνω από τα σύννεφα σε ένα πυκνό χαλί από έλατα με το φιδωτό δρόμο να ελίσσεται ανάμεσά τους.

Σταδιακά ο άρχοντας του τυριού άλλαζε βλέμμα, κορμοστασιά, ακόμα και προφορά, καθώς ρήμαζε και το τελευταίο πτι-φουρ. Βρισκόταν πλέον στα χώματα των παππούδων του και η μυρωδιά τους (των χωμάτων) του γύρισε το μάτι. Σωστός Ευρυτιτάνας, γέμισε τη θέση δίπλα στον οδηγό λες και δε θα χωρούσε πια σ' αυτήν. Γυρνάει τότε και του λέει:
- Ρε Νικόλα δε μου δίνεις το τιμόνι γιατί ζαλίζομαι λιγάκι;
- Ζαλίζεσαι Κουτάκη ; (υποσημείωση 3)
Ένα μουγκρητό ακούστηκε από τα σπλάχνα του θεριού και αίφνης μουλώξαμε σιωπηλοί στις θέσεις μας.

Μια μόνο εμπειρία είναι αξεπέραστη στην αγκαλιά της φύσης. Μέσα σε ένα πυκνό και σκοτεινό θόλο από έλατα, δροσερή μυρωδιά χώματος και πυκνή υγρασία. Δίπλα στο αυτοκίνητο και τη χαμηλή μουσική που αντηχεί από τα ηχεία του. Αγναντεύοντας τον πυκνό βαμβά (βαμβάκι - βαμβάκι, είναι κολλητικό) από σύννεφα στο βάθος του ορίζοντα. Το κατούρημα. Άνδρες, παράταξη, ανακούφιση, χορευτική κίνηση, αναστεναγμός.

Ο δρόμος μετά από τραμπαλίσματα και κλυδωνισμούς μας οδήγησε στον Κλειτσό, ο οποίος είναι χτισμένος απέναντι από τα μισητά Φουρνά (επιδεικτικό φτύσιμο στο έδαφος) και ακουμπισμένος στις πλάτες της μυτερής Τσούκας, όπου και γυρίστηκαν σκηνές του διαφημιστικού σποτ νεσκαφετοξημέρωμα. Από σχεδιαστικό λάθος προφανώς, ο δρόμος μας οδηγεί στον Κλειτσό μέσα από τα εμετικά Φουρνά, όπου όλα είναι ξινά, ψυχρά και ανάποδα. Περνώντας το φιδωτό δρομάκι που μας οδηγεί στην ποθητή έξοδο του χωριού, φοράμε αγριεμένα μούτρα, σχολιάζουμε επιδεικτικά τα άσχημα σπίτια, τα μπανάλ παράθυρα, τις στραβοκάνες γίδες, την έλλειψη ποδηλατόδρομου και τους αντιπαθητικούς κατοίκους. Δεν ανοίξαμε ούτε το παράθυρο για να μην εισπνεύσουμε τον δηλητηριώδη αέρα του λαϊκοποπ αυτού χωριού. Τέτοιες ήταν οι παλαϊκές αντιδράσεις που η κεντρική διοίκηση αποφάσισε τη χάραξη και κατασκευή πορφυριακού δρόμου για να παρακάμψει το έκτρωμα της Ευρυτανίας. Ο Ηλίας μας είχε προειδοποιήσει για το τζαναπέτικο λαό των Φουρνών και είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα. Και φυσικά οι φίλοι αλληλοϋποστηρίζονται, ειδικά αν είναι να πέσει φάπα.

Απέναντί μας στεκόταν το χαρντκορ-μπλουζ. Το έπος των 322 σελίδων. Η πατησιά όλων των αρχέγονων μύθων. Ο Κλειτσός.

Υποσημείωση 3:
η έμφυτη τάση του Νικόλα να χρησιμοποιεί το υποκοριστικό γνωστών ουσιαστικών, επιθέτων, επιρρηματικών προσδιορισμών και γενικά το υποκοριστικό από ό,τι κινείται (και μη), πηγάζει προφανώς από τις Κρητικές του ρίζες (εξού και η συνεχής κατάληξη -άκη/ - άκι) και από την καταπίεση του Ποντιακού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε. Μη τολμώντας να διεκδικήσει το πατρογονικό του όνομα, που προφανώς τελειώνει σε -άκι ή -άκη (π.χ. Ξανθοπουλάκης από εμφανή ιδιότητα του χρώματος του πέους προγόνου του), καταφεύγει σε άμεσες επικκλήσεις του Κρητικού του παρελθόντος.
Άλλη εκδοχή, που βρίσκεται στο στάδιο της μελέτης, αντιπροτείνει την έλλειψη προσοχής του στο μάθημα της Γλώσσας Β' Δημοτικού, οπότε και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τα υποκοριστικά. Την εκδοχή αυτή υποστηρίζουν και λάθη του όπως:
"Τί νόστιμος γιουβαρλάς" ή "Ένα χωράφι γεμάτο βαμβά" αντί για τα ορθά γιουβαρλάκι και βαμβάκι αντιστοίχως.


Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 1ο)




ή όταν το αυτοκίνητο σφαδάζει.

Κάπου στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, μια παρέα ατρόμητων μετεφήβων, διανύσαμε τις κορυφές των Ευρυτανικών ορέων προς αναζήτηση του Φαραγγιού ΠανταΒρέχει. Στο δρόμο συναντήσαμε τον ΒόσκειΠρόβατα, τους ΟδηγάωΤζιπ, τους ΠαίζωΚλαρίνο, τους δολοφόνους του Αστερίξ και τον μοναδικό ΠάνταΠίνει. Αυτή είναι η εξιστόρηση όσων συνέβησαν πραγματικά και όσων πράγματι συνέβησαν, αλήθεια σου λέω.

Περιμένω γωνία Εγνατία με ΕίσοδοΠανεπιστημίου. Ακουμπησμένος στο πόδι μου, ένας μικρός σάκος με τα απολύτως απαραίτητα (σημείωση 1). Δυο σώβρακα, δυο κοντομάνικα, δυο φούτερ, μια φόρμα (περίεργο), δυο παντελόνια, ένα καπέλο, γυαλιά ηλίου, πουκάμισο, μάλλινη (σωβρακοφανέλα), δυο ζευγάρια κάλτσες (το ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένο) και φυσικά το χάρτη του βουνού (χάρτης των Τζουμέρκων-άσχετος με τον προορισμό μου-αλλά πού θα πάει θα πάω και εκεί). Η "απόδραση" από το αστικό τοπίο είχε προγραμματιστεί με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου και απόλυτη εχεμύθεια καθώς γενικά στις πόλεις η φύλαξη είναι πολύ αυστηρή. Λίγοι έχουν αποδράσει να πουν την ιστορία. Εμείς, ως βετεράνοι του είδους, γνωρίζαμε το μυστικό πέρασμα της Τσιμισκή και τους τρόπους αντιπερισπασμού των δημοτόμπατσων, μιας νέας φυλής μετοίκων που είχαν καταλάβει την πόλη, σπέρνοντας τον τρόμο κάθε άνοιξη ώστε να φυτρώσει το καλοκαίρι και να καρπίσει αγανάκτηση τον Οκτώ(μμμμ)βριο.

Συνεχίζω να περιμένω το γνωστό ασημί Όπελ που θα μας μεταφέρει στον ορεινό παράδεισο. Και περιμένω ακόμα. Καλά μου κάνανε, συνήθως εγώ τους στήνω. Συγκεκριμένα έχω υπολογίσει ότι αν μαζεύανε το χρόνο καθυστέρησης που έχω συλλέξει τόσα χρόνια και μου το ανταποδίδανε σήμερα με τους τόκους, θα περίμενα 4 μήνες να "πάμε γιακαφέ". Πολλές φορές όταν τους περιμένω, ένα μέρος του εαυτού μου πιστεύει πως δε θα έρθουν ποτέ ή ότι με περιμένουν απέναντι και απλά διασκεδάζουν με την αναμονή μου. Τραγικές σκηνές.

Το ασημί όπελ αγκομαχά καταφθάνοντας στη λιγοστή κίνηση του κέντρου. Ο νεότευκτος οδηγός του, φίλος μου αδερφικός, αρνητής της οδήγησης επί χρόνια, υπόσχεται πλέον ότι θα μας δολοφονήσει χωρίς τραυματισμούς και αναπηρίες. Μια κι έξω, μ' έναν πόνο. Καθώς το αμάξι πλησιάζει βήχοντας, διακρίνω τον ΜίκαελΝικόλα σκυφτό, να παλεύει με το μοχλό των ταχυτήτων και τον Ηλάια σε εκρού απόχρωση να γκαρίζει κάτι, με το χέρι προτεταμένο στο τιμόνι. Κλασσικές στιγμές κόκα κόλα.

Επιβιβάζομαι στο πίσω κάθισμα και χαιρετώ φιλικά καθώς προσπαθώ να καθαρίσω το κάθισμα και τον πισινό μου από χαρτοκούτια, μπουκάλια, μπαστούνια του γκολφ, κουτιά με πτι-φουρ, ξινογάλατα, βατραχοπέδιλα και σιντι (μπλουουουουουζ ρε φίλε), τα οποία θα αποτελέσουν και τους συντρόφους μου στις επόμενες ώρες, καθώς ήδη δεν ακούω Χριστό από το διάλογο των μπροστινών (σημείωση 2).

Το αυτοκίνητο καταπίνει χιλιόμετρα, ο δρόμος κυλάει κάτω από τα πόδια μας, ο οδηγός το σανιδώνει και άλλα τέτοια, ενώ ο Ηλίας προσομοιάζει ουράνιο τόξο αλλάζοντας χρώματα σα φωτορυθμικό και ο οδηγός μας συνεχίζει να αλλάζει σιντί, ταχύτητες και κουβέντες σαν ημίθεος. Στάση Λάρισα. Για το πατροπαράδοτο πτι-φουρ και τα απαραίτητα ψώνια από τον παραδοσιακό Μασούτη της γειτονιάς. Δέκα λεπτά, ένα κιλό φέτα, ένα λίτρο γάλα, πιπεροντοματομαρούλια και πολλά μπισκότα μετά, επιστρέφουμε και πάλι στο αυτοκίνητο. Η παρέα μου στο πίσω κάθισμα πλήθυνε και τώρα μπορώ να συζητήσω με τα λουκάνικα Βουργουνδίας που αγοράσαμε με σκοπό να τους γνωρίσουμε τις ορεινές ομορφιές του τόπου μας (μέχρι τώρα γνώριζαν μόνο θάλασσα, ήλιος και γκρικ λαβερζ). Ξεκινάμε εκ νέου με χάχανα και ερωτισμό.

Υπάρχουν κάποιες στιγμές που ο χρόνος σταματά. Τα χαμόγελα παγώνουν, η μουσική μπαίνει μόνη της στο πάουζε και τα αγγουράκια γίνονται αγγούρια.

Κάπου στα απόκρυφα στενά έξω από τη Λάρισα και ενώ ο Ηλίας πασχίζει να γλιτώσουμε κανένα χιλιόμετρο και τη ζωή μας (και των λουκανίκωνε) προτείνει στροφή - φουρκέτα. Διασταύρωση. Πάμε με γαμιώντας χλμ/ώρα και στρέφουμε την πορεία μας προς "ο Θεός ξέρει πού", με μέτωπο προς τον τάφο. Πατήσαμε διπλή γραμμή, στρίψαμε χωρίς φλας, μπήκαμε από το αντίθετο ρεύμα, αυτό των -220Volt. Δεν κάναμε τίποτα σωστό. Ήταν λογικό η κατηφόρα να συνεχιστεί. Ο οδηγός κοίταξε έντρομος πίσω (εν κινήσει) να δει τί άφησε, τί στιγμές έζησε, τί θα εξιστορεί στα εγγόνια του και τέτοια, όταν του υπενθύμισα ότι δε θα έχει εγγόνια να διηγηθεί παραμύθια εάν με τη συγκεκριμένη ταχύτητα, πορεία και ορμή πέσουμε πάνω στη διερχόμενη νταλίκα των 18 τόνων TIR. Κλαίγοντας από τη χαρά μου που θα ξαναγκάλιαζα τον παππούλη μου στα μαρμαρένια αλώνια, του έδειξα με τρεμάμενο δάχτυλο το φορτηγό-διαμέρισμα που υποσχόταν σίγουρο τέλος...(συνεχίζεται)


Σημείωση 1. Η τύχη του σακιδίου: αυτόνομη ιστορία που θα δημοσιευτεί εν καιρώ προς ευχαρίστηση κάθε ανεύθυνου αλλά αγανακτισμένου θυρωρού που κατέχει το νέο μοντέλο της αυτόματης τσουγκράνας για ξεκούραστο ξύσιμο.

Σημείωση 2. Η προσωρινή κώφωση των πισινών στο αυτοκίνητο και άλλες πρόσφατες ανακαλύψεις:
Ξεκινά με μερικά "Εεεεε;", "Τίίίί;", "Χαμήλωσε λίγο ρε" και άλλα τέτοια από μεριάς των πισινών κατά τη διάρκεια ταξιδιού με ΙΧ. Οι μπροστινοί αρχικά δείχνουν την απαραίτητη κατανόηση και χαμηλώνουν τη μουσική, επαναλαμβάνουν τα όσα ελέχθησαν, ξαναλένε το τέλος του ανέκδοτου, γκαρίζουν κλπ, ώσπου έρθει το πλήρωμα του χρόνου (139,34€ ακριβώς) οπότε και σου κλάνουν μια μάντρα και σε αφήνουν στη μακάρια κώφωση που επιβάλει ο βώμβος του ΙΧ.

Απάντηση καταπέλτης



Στις έντεχνα συγκαλυμμένες επικρίσεις του φίλου μου Ηλάιας, έχω να αντιπαραθέσω το πολυσχιδές και εποικοδομητικό έργο των συμπολιτών μας δημοτικών αστυνομικών. Φίλτατε συγγραφέα, αποκυρήσσω μετά βδελυγμίας τη συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε συμμετοχή μου σε περιστατικό έμμεσου εξτσιφτετελισμού δημοτικού μπάτσου. Υποστηρίζω το θεάρεστο έργο τους και μάλιστα τη στιγμή αυτή παράγγειλα 1000 γκασμάδες από ανοξείδωτο μέταλλο και χερούλι καρυδιάς, ώστε ανεπηρέαστοι να συνεχίσουν την κατανάλωση σερβιετώνε.

Θέλω επίσης να επισημάνω την ύπαρξη του δημοτόμπατσου ως ανθρώπου, ως συμπολίτη και συνανθρώπου που συναποφασίζει με μια και μόνο κοφτή και απάνθρωπη κίνηση: ρίχνει την ψήφο του ακέραια και αντικειμενική, χωρίς να συγκινείται από πρόσκαιρα οφέλη (επιδόματα, μεταθέσεις, νέους αυτόματους γκασμάδες, απορροφητικότερες σερβιέτες). Φίλε δημοτόμπατσε θα με έχεις πάντα σύμμαχο. Όταν οι μέρες τελειώνουν, όταν φοβάσαι για τη θέση σου, όταν το μπλοκάκι των κλήσεων σώνεται. Στο κρύο, στο αγιάζι, στη βροχή, ο δημοτόμπατσος είναι εκεί, άφοβος προστάτης των ποδηλάτων και των καφετεριώνε. Ριψοκίνδυνος και ρωμαλέος, κατουρά κόντρα στον άνεμο της λογικής.

Κατά τα άλλα θέλω να σε συγχαρώ γιατί ανέδειξες ένα μείζων ζήτημα όπως αυτό της διέλευσης καμικάζι και δολοφονικών πιτσιρικάδων στα άδυτα των κρατικών νοσοκομείων (καλλιεργώ το μύθο σου ανερυθρίαστα). Επίσης από αύριο μοιράζουμε μπλουζάκια με το σήμα του συγγραφέα και το σύνθημα Think Out Of The Box.