- Στη Θεσσαλονίκη. Είχε προπόνηση για τους ημιτελικούς. Η εμπειρία του κρίθηκε πολύτιμη και η παρουσία του απαραίτητη.
Οι μπαρμπάδες αλληλοκοιτάχθηκαν και μετά κάρφωσαν τα βλέμματά τους πάνω στον Ηλία. Ο (αιμόφυρτος) Τυρόπιτας τους αγνόησε τρώγοντας ένα στραγάλι. Δεν ήταν ώρα για τέτοια. Είχαμε άλλα στο νου μας.
Ο Νίκος ήπιε τσίπουρο. Τον είδα και ζήλεψα. Ήπια και γω. Κακή ιδέα. Επέστρεψα στα στραγάλια και έσπασα λίγο από τον δεξιό κάτω τραπεζίτη. Πράξη αντικαπιταλιστική, με ένα κάποιο κόστος.
Η κουβέντα συνεχίστηκε με θέρμη. Ανταλλάξαμε διάσπαρτες κουβέντες για να μη μας πούνε και πολυλογάδες. Μας είχανε πει ότι οι βουνίσιοι γουστάρουν λίγα λόγια και καλά. Είπαμε λοιπόν λίγα λόγια και καλά. Η προσπάθεια όμως έπεσε στο κενό με τα μούτρα, γυμνή και χωρίς αλεξίπτωτο. Οι μπαρμπάδες, παρασυρμένοι από τις θειάδες έδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο στην ανταλλαγή απόψεων. Στο κάτω κάτω, οι άνθρωποι είχανε σιχαθεί να βλέπουν τις ίδιες φάτσες. Ήτανε καιρός για απ-ντεητ. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχηδών και εμείς αμέριμνοι και έρμαιοι μέσα στη βροχή. Κολυμπήσαμε ρωμαλαία και δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας. Οι ακρίτες αξίζουν το καλύτερο. Σωσίβιο στη λίμνη των ερωτήσεων, ο παντός καιρού οικοδεσπότης μας.
- Ώρα να πηγαίνουμε. Να μη μένει και η γιαγιά μόνη της.
-Τόσους μήνες μόνη είναι, αντέτεινε ο μπακαλοκαφετζοανακριτής.
- Όχι όμως απόψε, είπε και ελάλησε ο Λαβασκυρι και σηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα
Ακολουθήσαμε στη σκιά του. Τα χέρια ξαναπλώθηκαν, χειραψίες, σφιξήματα, γραπώματα, ιδρώτας, φιλιά στις θείες, σταυρωμένα χέρια, "χαχα αρραβώνες αρραβώνες", "άντε να μας ξανάρθετε" και τέτοια. Με μια αστραπιαία κίνηση, βροντήξαμε την πόρτα πίσω μας. Είχαν φάει τη σκόνη μας.
Το μικρό καφενειάκι επέστρεψε στην προηγούμενη συμπαντική του κατάσταση. Διαταράξαμε για λίγο το βαρυτικό πεδίο και τώρα πια η δυναμική των αναμνήσεων άλλαξε για πάντα. Όλα όμως έμοιαζαν ίδια. Μέσα από το τζάμι, είδα τον καφετζή να βάζει ένα ξύλο στη σόμπα και να επιστρέφει στην ησυχία του.
Η βραδιά έξω, όπως και να το έβλεπες, ήταν όμορφη. Αστερόσκονη παντού και φεγγαρόφως να μας δείχνει τα βήματα. Δεν έμενε παρά μια βόλτα στον επαρχιακό δρόμο, λίγο έξω από το χωριό, για να ολοκληρώσει την ευτυχία μας. Ορμήξαμε με αποφασιστικότητα στον ανήφορο. Καθώς τα λιγοστά φώτα του χωριού χάθηκαν πίσω από την τελευταία στροφή, άρχισαν και οι σοβαρές συζητήσεις, που συνοδεύουν μάταια κάθε προσπάθεια ένωσης με τη φύση.
Ίσως είναι μια άμυνα του homo-urbanus να προσπαθεί να σχολιάζει, να εκφράζει και να περιγράφει - φωναχτά - την ομορφιά της φύσης, που -ομολογουμένως- είναι ανείπωτη. Βαλθήκαμε λοιπόν στην άμυνα ζώνης. Ο Νικόλας, πρώτο βιολί, περιέγραφε αναλυτικά τα συναισθήματά του, προσθέτοντας τις κατάλληλες καταλήξεις (άκι, ούλα κλπ), διορθώνοντας το συντακτικό και αναδεικνύοντας τις ομορφιές που βλέπαμε - ακούγαμε. Ο Χαλούμης σταθερός ακροατής και εγώ στο πλάι της άμυνας, έτοιμος να ανακόψω κάθε έννοια σιωπηλής ένωσης με το περιβάλλον, συμφωνώντας και επαυξάνοντας τον προλαλήσαντα.
Στον κουβά με τα φεγγάρια-σκοτάδια-ηρεμία-ουρανό-αστέρια, πετάξαμε και μια πρέζα ανησυχίας για τα κρυμμένα αγρίμια πίσω από τις φυλλωσιές. Κάποιος είχε την έμπνευση να προσθέσει και ηχητικά εφέ γρυλισμάτων και έκτοτε η βόλτα έγινε ανήσυχος περίπατος. Με σιγουριά πως πίσω από την επόμενη στροφή κρύβεται τουλάχιστον ο άνθρωπος των Ιμαλαΐων, πορευτήκαμε σφιγμένοι πλάι στο δάσος. Άξαφνα και αιφνιδίως, χωρίς όμως να το περιμένουμε καθόλου, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Σοκαρισμένοι από την απόφαση αυτή, αλλά παραδομένοι στην πείνα που ροκάνιζε το συναισθηματισμό της στιγμής, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Η κατηφόρα... Δώρο θεού στον βασανισμένο οδοιπόρο. Σου λέει, θα φτιάξω τις ανηφόρες, θα τους δώσω να καταλάβουν, θα τεστάρω την υπομονή, τη σύνεση, τις αντοχές τους. Θα λιώσω τα λίπη, θα λαδώσω τις κλειδώσεις, θα πάρουν φωτιά τα πνευμόνια. Στο καπάκι όμως θα τους προσφέρω τη δροσιά της κατηφόρας. Μας πέταξε λοιπόν και ένα αεράκι κόντρα και στο βάθος, έβαλε τη γιαγιά του Γκούντα να μας περιμένει.
Επιστροφή στο σπιτάκι της γιαγιάς. Σκηνή θεατρική.
Χαμηλός φωτισμός, τα τηλεοπτικά λόγια κάποιου ταξιδεύουν στο χώρο, ένα απαλό κρίτσι κρίτσι από τα ξύλα που κατανάλωνε αδηφάγα ο Τζάκης. Στο μικρό διάδρομο, κολλητά με το τζακοσαλονάκι, αράζει μια σόμπα. Χωράνε ακριβώς τέσσερα άτομα. Πέντε με τη σόμπα. Έξι με τον Τζάκη. Τόσοι ακριβώς αναμένονται σε 2,4 δευτερόλεπτα, οπότε και θα ανοίξει η πόρτα και θα εισβάλλει η βραδινή δροσιά.
Η πόρτα ανοίγει και τρεις μαντράχαλοι ξεπροβάλουν. Μια μυρωδιά τυριού κατακλύζει το χώρο και η γιαγιά αναδεύεται στην καρέκλα της.
-(γιαγιά) Βρε καλώς τους. Κι έλεγα σας κράτησαν για λύτρα.
- (Νίκος) Το αλλάζουμε το σπιτάαααααα α κι;
- (Ηλίας) Ε να, μας ρώταγαν τίνος είμαστε και τέτοια. Δεν αργήσαμε έ;
- (Μουά) Γκρμχγφ (δεινός ομιλητής)
Μπουαχαχα και τέτοια, ακούστηκαν. Τα χάχανα ακολούθησε σειρά από στομαχικές διαμαρτυρίες σε φα μείζονα και τέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Το νόημα όμως ήταν σαφές. Έπρεπε να πέσει μάσα. Ανεξάρτητα ποιότητας, θερμοκρασίας και είδους. Αρκεί να είχε και λίγο τυράκι παραδίπλα. Το κακό είχε παραγίνει και τα στραγάλια δεν κάνουν τίποτα σε τέτοιο υψόμετρο (Κατούνοβιτς κ.α., 2005).
- Παιδιά θα πεινάσατε μέχρι τώρα. Καθίστε να σας βάλω να φάτε.
-Κάτι λίγο γιαγιά, μη σε βάζουμε και σε κόπο, πρόλαβε να ψελίσει ο Νικολάαααααακης.
Η γιαγιά όμως ήταν πιο γρήγορα από τη σκιά της. Σε απάντηση της πολύγλωσσης στομαχικής διαμαρτυρίας, είδε τη μπάλα να έρχεται και σηκώθηκε (σε δεύτερο χρόνο), καρφώνοντας μέσα στα μούτρα του ντεμέκ ευγενικού, πάντα όμως πειναλέου Άαααακη.
-Να βοηθήσω γιαγιά; πρότεινε ο σεφ, και θα τον αφήναμε, καθώς μια σούπα έλεγε τη στιγμή εκείνη. Η γιαγιά όμως τα είχε όλα έτοιμα.
-Έχω κρεατάκι στη σόμπα και θα κόψω και σαλατούλα.
Έπεσα συγκινημένος στην αγκαλιά του Έμενταλ. Καθώς κρατιόμασταν σφιχτά, ξεπρόβαλε η γιαγιά με ένα μπουκαλάκι κρασί. Από το καλό. Ενα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Νικόλα. Η στιγμή ήταν τουλάχιστο συγκινητική. Τα πράγματα ήταν (συμπαντικά πάντοτε) σε κρίσιμο σημείο, εντούτοις έδειχναν ισορροπημένα.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια ιστορική απόφαση, αντάξια των προσδοκιών μας. Να μεταφερθούμε πάραυτα στην πηγή του φαγητού, στη γλυκιά μήτρα που το προετοίμαζε αργά όση ώρα νωρίτερα παλεύαμε με τα στραγάλια. Παραταχθήκαμε στις καρέκλες γύρω από τη σόμπα, στριμωγμένοι στο διαδρομάκι, που όμως ήταν σίγουρο πως είχε κατασκευαστεί με σκοπό αυτή ακριβώς τη χρήση. Στη ζέστη του περιβάλλοντος, χαζογελούσαμε αντάμα σα βλαμμένοι. Και με το δίκιο μας, καθώς η κατάσταση είχε υπερβεί το πραγματικό και έπλεε στον αιθέρα. Σύντομα θα έληγε η αγωνία. Τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα, είχαν φτάσει στην αγκαλιά μου, που χρησίμευε πλέον και ως τραπεζάκι - χώρος αναμονής.
Η γιαγιά με κίνηση χορευτικού καράτε, αιφνιδίασε το φούρνο και γέμισε τα πιάτα σε κάποια κλάσματα του πικοσεκόντ. Λογικό αν δει κανείς το βιογραφικό της. Οι διαμαρτυρίες είχαν πρωτοφανή ένταση σε ρυθμούς βραζιλιάνικους και βάλε. Αλληλοκοιταχθήκαμε για πολλοστή φορά στην ιστορία αυτή. Δε με νοιάζει. Αφού αλληλοκοιταχθήκαμε. Δε βγήκε νόημα κι έτσι ορμήξαμε στα πιάτα. Περιστρεφόμενες παντσέτες, ντοματολάχανα και κρεμμύδι ξερό, στροβιλίζονται στη μνήμη μου γύρω από το σημείο μηδέν. Τη ζεστή σομπίτσα. Ο Ηλίας δεν κρατήθηκε και έβγαλε ένα λυγμό. Στη στροφή του σαλονιού φάνηκε η άκρη ενός πιάτου, γεμάτου φέτα μέχρι τα μπούνια. Κάτι μέσα του έσπασε. Το ακούσαμε όλοι πεντακάθαρα. Στη σύγχυση επάνω, είχα χάσει το προσανατολισμό μου και μια κλοτσούσα το κρασί, μια την καρέκλα του Ηλία. Ο Νίκος, είχε πάθει αμόκ σε φούλ του αααακη με καρέ της γλύκας και ξεστόμιζε υποκοριστικά των υποκοριστικών προς όλους, με πολύ πάθος. Η γιαγιά κρατούσε την ψυχραιμία της παρακολουθώντας από κοντά το παιχνίδι, σε ρόλο διαιτητή, σφυρίζοντας όποτε έβλεπε άδειο ποτήρι ή επικίνδυνα λευκό πιάτο. Συμπυκνωμένη ευτυχία έσταζε από τις χαραμάδες προς τα έξω. Το αξίζαμε να πάρει. Είχαμε περάσει τόσα. Όλοι.
Το φαγητό μας οδήγησε δειλά - δειλά σε όμορφες κουβέντες, ήρεμες και άχρηστες, στη βάση της φιλοσοφίας, όπως αυτή ορίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Το κρασάκι δεν τελείωνε ποτέ και το δωμάτιο όλο και μίκραινε σα ζεστή αγκαλιά. Το μπουκάλι συνεχώς έπεφτε στο πάτωμα, αλλά δεν ένοιαζε κανέναν και η γιαγιά είχε πολύ γλύκα ακόμα να μοιραστεί. Επάνω στην ανάπαυλα της μάχης, μπούκαρε από το σαλόνι κραδαίνοντας απειλητικά γλυκό συκαλάκι.
Ε, δε γινότανε, πάει και τελείωσε. Μας την είχανε φέρει άνανδρα. Σε τέτοιες στιγμές έγιναν οι σημαντικότερες δολοφονίες. Τη στιγμή που ο άνθρωπος γονατίζει και δε δίνει σημασία τριγύρω του. Έτσι φάγανε τον Καίσαρα. Τον βρίσκανε στα μαλακά, απρόσμενα και άδικα.
Ξαναμανά πανικός και πανηγύρι, ο Νίκος να βαράει παλαμάκια, εγώ να συζητώ με τον Ηλία για τη σημασία της οικολογικής αρχιτεκτονικής σε άπταιστα Γερμανικά και η γιαγιά να κοιτάει το ρολόι της έτοιμη να σφυρίξει τη λήξη του αγώνα.
Πάνω στην ευτυχία της ευτυχισμένης στιγμής, χτύπησε ένα τηλέφωνο μέσα στην τσέπη μου. Ηταν το τηλέφωνό μου.