Κατεβάστε το νέο τεύχος και γρήγορα.
Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
To αριστερό μας άλλοθι.
Η κεντρική έννοια του κέρδους, η σύγχρονης μορφή οικονομία και τα παρακλάδια της, οι ριψοκίνδυνες ιδέες της ελεύθερης οικονομίας και γενικά ό, τι σχετίζεται με έννοια του καπιταλισμού έχει χρόνια τώρα δαιμονοποιηθεί από την πλειοψηφία των Ελλήνων . Ενώ στην πορεία της ιστορίας του ο Έλληνας επέδειξε ιδιαίτερο ταλέντο και κλίση στην παραγωγή ιδεών, στη δημιουργία κέρδους, στο εμπόριο, στην κίνηση κεφαλαίων κλπ, εντούτοις στη μεταπολεμική ψυχή του νεοέλληνα, κρύβεται μια κοινή πεποίθηση πως σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούμε μέρος των δυτικών κοινωνιών που έκαναν σημαία τους τον καπιταλισμό σε όλες τις εκφάνσεις του - αχαλίνωτου και παντοδύναμου με ολέθρια αποτελέσματα ή διακριτικά παρόντα ως κινητήριο δύναμη ενός κοινωνικού κράτους-.
Οι περισσότεροι Έλληνες από την καθημερινή πολιτική και κοινωνική κριτική που εκφράζουν, τις προτάσεις που ανταλλάσσονται σε έντυπα και από τη συνολική τους στάση, δείχνουν σα να συμμετέχουν σε ένα οικονομικό σύστημα χωρίς τη θέληση τους, όντας σιωπηλοί συμμέτοχοι αλλά μάλλον δυσαρεστημένοι πάντοτε από τις προεκτάσεις της ελεύθερης οικονομίας στη χώρα ή τον εαυτό τους. Εντούτοις, ψηφίζουν κατά διαστήματα κυβερνήσεις ανάλογης ιδεολογίας (ή καλύτερα ανάλογου προκαλύμματος), απαιτούν μεγαλύτερη παραγωγή από την οικονομία της χώρας τους, κατακεραυνώνουν την κεντρική διοίκηση για τη δυσπραγία και τη δυσκινησία που την διακρίνει, θαυμάζουν δυτικές κυβερνήσεις για τα επιτεύγματα που τους παρέχει η δύναμη της οικονομίας τους, για το κοινωνικό τους κράτος που τροφοδοτείται από τους φόρους (συμμετοχή και όχι τιμωρία) των παραγωγικών δυνάμεων (μέσα σε αυτές είναι και οι εταιρίες που στη δική μας χώρα συμβολίζονται με κέρατα και φλόγες στο στόμα). Επίσης χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας μας είναι η επίτευξη γρήγορου αποτελέσματος, κέρδους, πλουτισμού και κοινωνικής αναγνώρισης, με όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνες προσπάθειες και χωρίς υπομονή. Έχουμε ακόμα αποδείξει ότι αποτελούμε μια αξιόλογη μερίδα των δυτικών καταναλωτών διεκδικώντας μάλιστα πρωτεία στον τομέα αυτό. Είμαστε μάλιστα ικανοί να υποθηκεύσουμε το μισθό μας, ή άλλη μορφή περιουσίας μας για την απόκτηση υλικών αγαθών που πιθανώς να μη μας χρειάζονται. Απασχολούμε μαζικά, οικονομικούς μετανάστες εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες τους και υποκλέπτοντας το δικαίωμά τους στην εργασιακή ασφάλιση για να μεγαλώσουμε το κέρδος μας. Κερδίζουμε από την πολεοδομία αποκρύπτοντας στοιχεία ή ακάλυπτους, παραποιώντας την πραγματικότητα, κερδίζουμε από τις ευκαιριακές μεταβολές τους Χρηματιστηρίου, κερδίζουμε από τη στάθμευση του αυτοκινήτου μας καθώς δεν επιλέγουμε το πάρκινγκ (αν αυτό υπάρχει), είμαστε πρωτοπόροι στην αντιγραφή από cd μέχρι απαντήσεις στις πανελλήνιες για το κέρδος που μπορεί να έχουμε, κερδίζουμε από την εφορία γιατί είναι προσβολή σε προσωπικό επίπεδο να δώσουμε απόδειξη για το προϊόν που μόλις πουλήσαμε, κερδίζουμε δουλεύοντας μειωμένα ωράρια στις δημόσιες υπηρεσίες, ανακαλύπτοντας αργίες από το πουθενά, κολλώντας ημέρες για να αυξήσουμε τις ημέρες των αδειών. Γενικά έχουμε ένα συναισθηματικό δεσμό με το κέρδος, πιθανώς λόγο συλλογικής ανασφάλειας των προηγούμενων γενεών, ή έλλειψης βασικών αγαθών που μας άφησαν κατάλοιπα άμεσης αρπαγής όσων βρίσκονται μπροστά μας και μάλιστα γρήγορα, αλλά αυτό είναι το θέμα ενός άλλου κειμένου.
Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς τόσα χρόνια ενώ είναι πασιφανές ότι θεωρούμε το κέρδος επιθυμητό, ότι είναι απαραίτητο για την ευημερία μας, εντούτοις δεν το αποδεχόμαστε ως νόμιμη μορφή της οικονομίας μας, δεν παραδεχόμαστε ότι είναι απαραίτητο λιπαντικό της ανάπτυξης μας όπως την αποδεχτήκαμε σαν καταναλωτικά όντα και ζώντας σε αυτό το οικονομικό σύστημα που όλοι έχουμε χρόνια τώρα αποδεχτεί. Αντ’ αυτού κρυβόμαστε. Προφασιζόμαστε τη τα σοσιαλιστικά μας ανακλαστικά, σβησμένες κραυγές παλαιότερων χρόνων όπου μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός μπορούσες να είσαι και έπρεπε να είσαι κάτι. Αλλιώς ήσουν ύποπτος. Δεν αποδεχόμαστε την αλήθεια όπως είναι. Δεν αποδεχόμαστε το καταναλωτικό μας προφίλ, την ανάγκη της οικονομίας για κέρδος, τη σημασία της πρωτοβουλίας, των νέων ιδεών, των ιδιωτών, των επαγγελματιών, του ρίσκου στην πραγματοποίηση μια επιχείρησης, μιας ιδέας, τη δυσκολία μιας επιτυχημένης πώλησης, τη σημασία της επιτυχημένης παραγωγής ενός σύγχρονου, πρωτότυπου, χρήσιμου και ποιοτικού προϊόντος.
Χρόνια τώρα οι πολιτικοί μας διαισθάνθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν το αριστερό μας άλλοθι. Την υποκρισία του παλικαρά έλληνα που στην ησυχία του καναπέ του κατακεραυνώνει τα δεινά της ελεύθερης οικονομίας ενώ σκαρφίζεται τρόπους να πολλαπλασιάσει το γρήγορο κέρδος του, ονειρεύεται μια κοινωνία ίσων πολιτών ενώ διατηρεί ανασφάλιστους νέους στην εργασία του, διακηρύττει την αξιοκρατία ενώ διεκδικεί θέσεις σε νεανικές κομματικές παρατάξεις με την ελπίδα ενός μελλοντικού διορισμού, διατρανώνει τα δεινά της ανεργίας προσλαμβάνοντας για λιγοστούς μήνες άνεργους πολίτες για να κερδίσει τα χρήματα των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, κραυγάζει για ελευθερία λόγου και επιδιώκει όχι να ανταλλάξει απόψεις αλλά να επιβάλει τη γνώμη του σε κάθε συζήτηση που συμμετέχει. Άσχετα αν γνώριζε πως τα κόμματα προφασίζονται ανθρωπιστικά και σοσιαλιστικά ιδεώδη κατά καιρούς εντούτοις μαζοχιστικά σχεδόν τα ενέκρινε με την ψήφο του.
Είναι σύμφωνα με τα πιστεύω του άμοιρος ευθυνών γιατί έχει άλλοθι. Θεωρεί εαυτόν ανθρωπιστή και προοδευτικό γιατί ποτέ δε συμπάθησε και δεν υποστήριξε τον καπιταλισμό. Πάντοτε συμπαθούσε το μετανάστη, τον ανήμπορο, το συνάνθρωπό του σε ανάγκη. Τον κοιτούσε και τον συμπονούσε από απόσταση. Πάντα γκρίνιαζε και αντιδρούσε για τις περικοπές σε μισθούς τις απολύσεις, την εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους, για τα προβλήματα των αναπήρων για το ρατσισμό για όλα όσα στο σχολείο του μάθανε πως είναι άσχημα και αρνητικά. Τα έριχνε στην κακή διαχείριση, το τέρας του κεφαλαίου και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Άλλο αν ζει σε αυτόν και λειτουργεί με βάση τους κανόνες τους. Τα δεινά του Έλληνα προέρχονται σύμφωνα με τον ίδιο από τη σύγκρουση των πολιτικών του πεποιθήσεων με το σατανικό αυτό σύστημα. Που του το επέβαλαν κάποιοι χωρίς τη θέλησή του. Ποιοί ; Εκείνοι.
Θεωρούμε για όλα υπεύθυνο ένα ανώνυμο κράτος. Που έχει αυτόνομη και μάλλον κακόβουλη θέληση. Θέλει να μας κοροϊδέψει να μας τα φάει να μας πιάσει κορόιδα. Μάλλον λοιπόν πρέπει να το ξεπεράσουμε σε πονηριά. Να του τα φάμε πρώτοι. Υποκρίνεται σε όλες τις εκφάνσεις του αριστερού προφίλ που θέλει να πιστεύει πως έχει. Για να έχει τη συνείδηση του ήσυχη και να κρύβει το κεφάλι βαθιά στην άμμο. Δεν είχε ποτέ μαζικά να διατρανώσει αυτές τις πεποιθήσεις του. Δεν δείξαμε στο μεγάλο μας σύνολο πως η αίσθηση του δικαίου που διακατέχει τον Έλληνα θα μας οδηγήσει σε λαϊκή επανάσταση σε αλλαγή του συστήματος και έξοδό μας από τη δύση και την οικονομίας της.
Απαιτούμε λοιπόν με έναν ουτοπικό και μάλλον αφελή τρόπο να παράγουμε ως σύνολο πολιτών, δηλαδή ως κράτος, ένα μεγάλο ποσό χρημάτων για να τροφοδοτήσουμε τις κοινωνικές μας υπηρεσίες. Για να έχουν χρήματα τα Πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, οι δημόσιες υπηρεσίες, για να χρηματοδοτείται το κοστοβόρο τέρας της Εθνικής Άμυνας (που θα έπρεπε να είναι Ευρωπαϊκή Άμυνα). Για να έχουμε χρήματα για συντάξεις και νέες προσλήψεις, για δρόμους και συγκοινωνίες, για παροχές σε νησιά και ακριτικά μέρη, για χρήματα που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να αποκτήσουμε επιπλέον εισαγόμενα προϊόντα, να κατασκευάσουμε επιπλέον σπίτια και να ζήσουμε με περισσότερα από αυτά που έζησαν οι προηγούμενες γενεές. Και αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Είναι θεμιτό. Εάν το επιλέγουμε και διασφαλίζουμε ότι τίποτα δεν θα λείψει από τις επόμενες γενεές που περιμένουν από εμάς μια σκυτάλη. Αρκεί να μη μας πέσει.
Ας μην παρεξηγηθώ (γιατί και εγώ έχω το μερίδιο του αριστερού άλλοθι που μου αναλογεί). Με γοητεύουν και με εξέφραζαν ανέκαθεν οι αρχές της δημοκρατικής αριστεράς σχετικά με την ισονομία, την αξιοκρατία, τη σημασία της ανθρώπινης ολοκλήρωσης που υπερτερεί της επιδίωξης του τυφλού κέρδους. Πίστευα πάντοτε πως ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, πχ με τη μορφή μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας, είναι ένα ακέφαλο τέρας που μιας και δημιουργείται από τα αμέτρητα θέλω, εξίσου αμέτρητων επενδυτών που απαρτίζουν ένα απρόσωπο μετοχικό συμβούλιο, αναπόφευκτα δεν έχει θέσει ανώτατους στόχους κέρδους ούτε έχει προσωπικούς ηθικούς φραγμούς. Θέλει λοιπόν συνεχώς περισσότερα, και τα αντλεί χωρίς να βλέπει μπροστά του τον πόνο και τη δυστυχία που μπορεί να προκαλέσει. Γιατί ενώ θεωρείται κατ' ευφημισμό ως ένα οικονομικός "οργανισμός" δεν είναι όμως ένας ανθρώπινος "οργανισμός" με αισθήσεις και αξίες. Συνεπώς απαιτεί όρια και έλεγχο.
Δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω γιατί η συζήτηση γίνεται πάντα με όρους παλαιών νεκρών εποχών. Εποχών που δίδαξαν αλλά χάθηκαν. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί είναι ανύπαρκτος ένας μέσος χώρος όπου η εκμετάλλευση των κερδών της ελεύθερης οικονομίας προς όφελος μας. Αποδεχόμενοι την αλήθεια πως ζούμε σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον και της ιδιαίτερης φύσης και κλίσης μας, συμφιλιωνόμαστε με την πραγματικότητα. Όσα θέλουμε εξαιτίας του αριστερού μας άλλοθι μπορούμε να τα επιτύχουμε χρησιμοποιώντας τα κέρδη μιας επιτυχημένης προοδευτικής κοινωνίας για κοινωνικές παροχές. Δε θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Και πάλι ερχόμαστε τελευταίοι. Οι Βορειοευρωπαίοι το ανακάλυψαν χρόνια πριν. Δεν κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Αντιλήφθηκαν τα πλαίσια της νέας οικονομίας και χωρίς ουτοπίες αποφάσισαν πως οι πολίτες τους θα έπαιρναν το κέρδος των φόρων πίσω με τη μορφή υψηλής ποιότητα υπηρεσιών. Βρήκαν τα χρήματα από προϊόντα, υπηρεσίες με κίνητρο και το κέρδος. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να χαρακτηριζόμαστε από την προτίμησή μας σε οικονομικά συστήματα και όχι σε συστήματα αξιών. Η ειλικρινής αγάπη σε κάποιες ανθρωπιστικές αξίες κι όχι η πρόφαση και το άλλοθι του καθενός για να γίνει αποδεκτός ως ανθρωπιστής, ορίζουν την ποιότητα του σύγχρονου πολίτη σε αυτή τη μεριά του πλανήτη. Στη μεριά που χορτάτη και πλούσια, σχοινοβατεί ανάμεσα στην υπερβολή της κατανάλωση και την προσωπική ουσιαστική ελευθερία.
Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010
Ο πικρά
Το βιβλίο είναι πλέον διαθέσιμο για όποιον θέλει να περάσει ευχάριστα και εγκυκλοπαιδικά τις ώρες του. Επίσης για όποιον θέλει να τις σκοτώσει ανελέητα. Στοιχίζει 5 ευρώ για να μη μπούμε μέσα (να μείνουμε έξω).
Επικοινωνείστε μαζί μου για να το προμηθευτείτε:
cchristophoros@hotmail.com
Σάββατο 10 Ιουλίου 2010
Φωτιά και Λαύριο
Love-rio 16:07
38 βαθμοί υπό σκιά τέντας.
Οι δρόμοι αχνίζουν κάτω από τον ελληνικό ήλιο του Ιούνη. Η πλατεία της επαρχιακής κωμόπολης, κάνει ό,τι μπορεί για να αντεπεξέλθει στο - δύσκολο ομολογουμένως - ρόλο της. Προικισμένη με τα πατροπαράδοτα ορόσημα της ένδοξης ελληνικής υπο-πόλης, βρίθει πρωτοτυπίας. Περιφερειακά της πλατείας, στρατηγικά πεταμένα εδώ και κει, σε τυχαία σημεία, στέκουν επιβλητικά κτίρια αλλοτινών εποχών, με εμφανή διάσπαρτα σημάδια κατάρρευσης. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι σε χρώματα γήινα, ισόγεια και διώροφα κτίρια, μάρτυρες περασμένης ακμής. Εγκατάλειψη. Τριγύρω κυριαρχεί αραιή δόμηση χαμηλών κατοικιών σε αιγαιοπελαγίτικα μουσταρδί χρώματα με αιφνιδιαστικές εξαώροφες εμπνεύσεις γουοναμπί μεγαλείου. Σε κάποια τετραετία ένδοξης δημιουργίας, η δημοτική αρχή ανασκεύασε την πλατεία με γνώμονα το πρότυπο Νορβηγία - Παπούα, συνδυάζοντας τη φύτευση φοινικόδεντρων με ένα - κάποιο γρασίδι, που εξαχνώθηκε αύτανδρο τον πρώτο κιόλας Αύγουστο της σύντομης ζωής του. Έκτοτε αποφεύχθηκαν περαιτέρω παρεμβάσεις, εκτός από τη διοργάνωση της 20ετούς Μπιενάλε Πυλώνων Ηλεκτρισμού που φιλοξενήθηκε στον ευρύτερο χώρο, συμβάλλοντας στο συνολικό στιλιστικό πανηγύρι.
Η ελληνική επικράτεια βρίθει από τέτοιου είδους κωμοπόλεις, αγνώστου ιστορικής προελεύσεως αλλά παγκόσμιας πρωτοτυπίας ελληνικές εμπνεύσεις, με μοναδικά χαρακτηριστικά. Συνήθως χωρίς ιστορική και πολιτισμική αιτία θεμελίωσης, αλλά μάλλον δημιουργημένες από οικονομικά κριτήρια, αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής και χωροταξικής αισθητικής. Δημιουργημένες μάλλον από κάποια οικονομική συγκυρία του παρελθόντος ( καπνοκαλλιέργειες, χρυσωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, φήμες υποψίας ιδανικών συνθηκών παραγωγής κοπριάς, με τόσους φαντάρους ξέρεις τί λεφτά θα βγάλουμε; κλπ) οι οποίες όμως έχουν εκλείψει προ πολλού, πασχίζουν να κρατήσουν τις όποιες παραδόσεις πρόλαβαν να δημιουργήσουν μέσα στα τελευταία 50 χρόνια και 2 μήνες.
Το θαυμασμό προκαλεί η επιμελής επιλογή του στείρου τσιμέντου για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, διάσπαρτα πεταμένων σε τυχαία σημεία του χώρου. Ανεξάρτητα αν υπάρχει άπλετος χώρος ανάπτυξης κτιρίων, πάρκων, δημόσιων χώρων κλπ, είναι φανερό πως έχει επιλεγεί η στριμωγμένη καθ' ύψος ανάπτυξη και η επιμελής αποψίλωση των πράσινων εκτάσεων από κήπο μέχρι άλσος και γενικότερα οτιδήποτε μπορεί να φωτοσυνθέσει. Η παρουσία των κτιρίων συνοδεύεται από την απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης καλλωπισμού τους, βαψίματος, σοβατίσματος, υποστύλωσης κλπ. Προβληματισμό επίσης προκαλεί στους ερευνητές η ύποπτη συνεχής παρουσία σκόνης στις υπο-πόλεις του είδους αυτού, η προέλευση της οποίας παραμένει μυστήριο. Εικάζεται πως η σκόνη οφείλεται στη σταδιακή διάλυση των κτιρίων, ενώ κατ' άλλους οφείλεται σε πειράματα που διεξάγουν μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες.
Στο χώρο επικρατεί νεκρική σιγή, λες κι ο ήχος δε μεταδίδεται σε τέτοιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Είναι προφανώς η ώρα της σιέστα. Μόνο ένα - δυο γάτες τριγυρίζουν αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Ξαφνικά η κίνησή τους παγώνει μονομιάς και το βλέμμα καρφώνεται στην άκρη της πλατείας, ακριβώς στην είσοδο του ράουντ-αμπάουτ. Το αργό τσιτσίρισμα της σιωπής διακόπτεται από το συριγμό των φρένων. Σε ένα σύννεφο σκόνης εμφανίζεται μουγκρίζοντας μια γκριαπότηβρώμα μπε-εμ-βε με ζαντολάστιχα νεοδμιδίου, φιμέ τζάμια, με τα απαραίτητα για το κλίμα μπλε φώτα θυέλλης, υπό τους εκκωφαντικούς λαρυγγισμούς του Soti Volani. Στο βολάν με το Βολάνη πρωταγωνιστεί ένας γνήσιος απόγονος ελληνορθόδοξων Αχαιών, ευγενές μέλος της ενδημικής φυλής που εμφανίζεται με έντονη συχνότητα σε κωμοπόλεις, υπο-πόλεις και άλλες τέτοιες κοινότητες.
Μπαίνει με τις μπάντες στη στροφή και γλιστρώντας στην ίδια του την αδρεναλίνη, βγαίνει τσιρίζοντας με το τιμόνι ανάστροφα και ιαχές θριάμβου, σημειώνοντας νέο ρεκόρ πλατείας, με άνεση.
Απλός θεατής, περιμένω υπομονετικά για το χειροκρότημα. Η ησυχία επιστρέφει. Το γεγονός φαίνεται να προκάλεσε την προσοχή των θαμώνων κοντινού καφεμπιστρο-πιτσερί-κρεπαρία. Τρία πρόσωπα με εμφανώς αδιάφορες εκφράσεις αντιμετωπίζουν τη διαταραχή της γαλήνης με στωικότητα, καθώς "πάλι ο ίδιος κάφρος, ρε Σωτήρη..." περνούσε μπροστά τους. Τρεις φραπέδες αναδεύτηκαν νωχελικά. Κι η ώρα κυλούσε κατάκοπη...
Πατάω το φαστ φοργουορντ (γρήγορα μπροστά):
ώρα 17:00
Λες και έπεσε το σύνθημα άρχισε να εμφανίζεται κόσμος από παντού. Η κωμο-πλατεία της υπο-πόλης ζωντάνεψε μονομιάς και η σκόνη και πάλι ανακατεύτηκε στον αέρα. Ο σερίφης εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεπερί με ύφος "ξεκουράστηκα", γυαλιά ηλίου, σαγιονάρα, κοντό παντελόνι με ισχυρή τσάκιση, κροκοδειλέ ζώνη, χρυσή αλυσίδα και πουκάμισο του θανατά. Χαιρετάει τους "μεγάλους" τριγύρω του και αράζει σε τρεις καρέκλες στο διπλανό τραπέζι από μένα. Παραγγέλνει το γνωστό και βγάζει το γυαλί ηλίου που ξεκουράζεται πλέον στην αραιή του κόμμωση. Στη ζώνη του και σε ειδική θήκη εξάσφαιρου φιγουράρει καινούριο κινητό, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να απαντήσει σε κλήσεις πιο γρήγορα κι από τη σκιά του. Πετάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου μπροστά του, αλλά όχι πολύ μακριά. Το αμάξι παρκαρισμένο πίσω του σε απόσταση 173 εκατοστών. Και το απόγευμα κυλά γλυκά.
Αποδείξεις, διπλά εσπρεσσο, αυτοκίνητα σε αέναη κίνηση, τσίκεν κεσαντίγια, σίζαρ σάλαντ (κότα-μαρούλι λέμε) και τιμές του χάρου. Η σωτήρια θάλασσα, η σωτήρια αγάπη, το σωτήριο στοίχημα, ο φρέντο, ο φρόντο και η ελληνική λεβεντιά. Ένα καράβι ακόμα κι ένα ακόμα, οι αγαπημένες πατουσίτσες, το σοκολατένιο δέρμα των κοριτσιών, η καλλιτεχνική απόδοση των κουρεμάτων, οι δουλειές που δεν υπάρχουν και οι θείες που σε πετυχαίνουν στο δόξα πατρί.
- «Εσύ παιδί μου γύρω στα 30 είσαι;»
- (σκατά με εντόπισε) «ναι.. εκεί κοντά»
- « Σε βλέπω σαν το γιο μου. Σπουδάζεις ακόμα;»
- «Ναι..»
- «Ααααχ τα καημένα τα παιδιά τι τραβάνε Γεωργία» (πληθύναμε). «Διαβάζουν, διαβάζουν, και μετά δε βρίσκουν δουλειά. Τα ξέρω αυτά από το γιο μου. Όλη μέρα σπίτι το παιδί, δουλειά δε βρίσκει (άρχοντας). Μέχρι τα τσιγάρα του αγοράζω. Τι να κάνει το παιδί; (λεβέντης). Όσοι βρήκαν μια θέση σώθηκαν. Εντάξει είναι. Οι άλλοι (απόσπασμα, θάνατος). Τώρα πια είμαστε να ξενιτευτούμε όλοι. Ελπίδα καμιά. Και να θες δε γλιτώνεις.»
- «Θα τη βρούμε την άκρη. Μη στεναχωριέστε»
- «Δεν ξέρεις που να ξέρεις.. τι σε περιμένει…»
Μου λένε πως έρχονται χρόνια ανεργίας, τρομερά και φοβερά χρόνια. Μου αναλύουν τις κακουχίες, την αδικία, την αναπόδραστη μείωση μιας εσφαλμένα υπερτιμημένης ποιότητας ζωής. Μου εξηγούν τη ματαιότητα της πίστης στο μέλλον, τη δύναμη του μοιραίου, τη συντριβή της μιζέριας, του ενοχοποιημένου μέλλοντος, του εύκολου, του ένδοξου, του απλούστερου και ευτυχισμένου αλλά απύθμενα, απέραντα βαρετού παρελθόντος που θεοποίησαν αλλά δεν έζησαν, δεν τόλμησαν. Απλά πέρασαν με μειωμένη ταχύτητα προσέχοντας τη διάβαση.
Οι θείες που καταπιεσμένες, αλεσμένες, φθαρμένες από μια ζωή μίζερης αφαίρεσης, ανεκπλήρωτων θέλω, αυτοκαταπιεσμένων ονείρων, ονείρων που δεν έγιναν λόγια, γράμματα σε χαρτί, έλιωσαν βασανιστικά στην πηχτή γλίτσα τηλεοπτικών σειρών, φόβου για τόλμη, για ζωή, καταραμμένης ασφάλειας, απλώνουν το μέλλον μου τώρα μπροστά μου σα βάναυσες χαρτορίχτρες, κλέβουν χαιρέκακα τα όνειρά μου, υποδύονται ψυχρούς πραγματιστές και έμπειρους ζωιστές, ποιοί, ποιές; Αυτοί που φοβήθηκαν τη γκρι σκιά, μέσα στην ομπρέλα του βολέματος, της ασφάλειας, του χωσίματος, του ρουσφετιού, της μειωμένης σύνταξης - μειωμένου ωραρίου - μειωμένης προσπάθειας, για να θερίσουν τώρα μειωμένους καρπούς αναμνήσεων, ανύπαρκτες χαρές χαμένες σε φωτογραφίες πολαρόιντ, βυθισμένοι σε δάνεια, χεσμένοι από το φόβο, το φόβο, το φόβο.
Το φτερό της λερωμένης μπε-εμ-βε έγραφε ΝO FEAR κυρία μου. Και σε τελική ανάλυση, ποιος σας ρώτησε;
38 βαθμοί υπό σκιά τέντας.
Οι δρόμοι αχνίζουν κάτω από τον ελληνικό ήλιο του Ιούνη. Η πλατεία της επαρχιακής κωμόπολης, κάνει ό,τι μπορεί για να αντεπεξέλθει στο - δύσκολο ομολογουμένως - ρόλο της. Προικισμένη με τα πατροπαράδοτα ορόσημα της ένδοξης ελληνικής υπο-πόλης, βρίθει πρωτοτυπίας. Περιφερειακά της πλατείας, στρατηγικά πεταμένα εδώ και κει, σε τυχαία σημεία, στέκουν επιβλητικά κτίρια αλλοτινών εποχών, με εμφανή διάσπαρτα σημάδια κατάρρευσης. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι σε χρώματα γήινα, ισόγεια και διώροφα κτίρια, μάρτυρες περασμένης ακμής. Εγκατάλειψη. Τριγύρω κυριαρχεί αραιή δόμηση χαμηλών κατοικιών σε αιγαιοπελαγίτικα μουσταρδί χρώματα με αιφνιδιαστικές εξαώροφες εμπνεύσεις γουοναμπί μεγαλείου. Σε κάποια τετραετία ένδοξης δημιουργίας, η δημοτική αρχή ανασκεύασε την πλατεία με γνώμονα το πρότυπο Νορβηγία - Παπούα, συνδυάζοντας τη φύτευση φοινικόδεντρων με ένα - κάποιο γρασίδι, που εξαχνώθηκε αύτανδρο τον πρώτο κιόλας Αύγουστο της σύντομης ζωής του. Έκτοτε αποφεύχθηκαν περαιτέρω παρεμβάσεις, εκτός από τη διοργάνωση της 20ετούς Μπιενάλε Πυλώνων Ηλεκτρισμού που φιλοξενήθηκε στον ευρύτερο χώρο, συμβάλλοντας στο συνολικό στιλιστικό πανηγύρι.
Η ελληνική επικράτεια βρίθει από τέτοιου είδους κωμοπόλεις, αγνώστου ιστορικής προελεύσεως αλλά παγκόσμιας πρωτοτυπίας ελληνικές εμπνεύσεις, με μοναδικά χαρακτηριστικά. Συνήθως χωρίς ιστορική και πολιτισμική αιτία θεμελίωσης, αλλά μάλλον δημιουργημένες από οικονομικά κριτήρια, αποτελούν μνημεία αρχιτεκτονικής και χωροταξικής αισθητικής. Δημιουργημένες μάλλον από κάποια οικονομική συγκυρία του παρελθόντος ( καπνοκαλλιέργειες, χρυσωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, φήμες υποψίας ιδανικών συνθηκών παραγωγής κοπριάς, με τόσους φαντάρους ξέρεις τί λεφτά θα βγάλουμε; κλπ) οι οποίες όμως έχουν εκλείψει προ πολλού, πασχίζουν να κρατήσουν τις όποιες παραδόσεις πρόλαβαν να δημιουργήσουν μέσα στα τελευταία 50 χρόνια και 2 μήνες.
Το θαυμασμό προκαλεί η επιμελής επιλογή του στείρου τσιμέντου για την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, διάσπαρτα πεταμένων σε τυχαία σημεία του χώρου. Ανεξάρτητα αν υπάρχει άπλετος χώρος ανάπτυξης κτιρίων, πάρκων, δημόσιων χώρων κλπ, είναι φανερό πως έχει επιλεγεί η στριμωγμένη καθ' ύψος ανάπτυξη και η επιμελής αποψίλωση των πράσινων εκτάσεων από κήπο μέχρι άλσος και γενικότερα οτιδήποτε μπορεί να φωτοσυνθέσει. Η παρουσία των κτιρίων συνοδεύεται από την απαγόρευση οποιασδήποτε παρέμβασης καλλωπισμού τους, βαψίματος, σοβατίσματος, υποστύλωσης κλπ. Προβληματισμό επίσης προκαλεί στους ερευνητές η ύποπτη συνεχής παρουσία σκόνης στις υπο-πόλεις του είδους αυτού, η προέλευση της οποίας παραμένει μυστήριο. Εικάζεται πως η σκόνη οφείλεται στη σταδιακή διάλυση των κτιρίων, ενώ κατ' άλλους οφείλεται σε πειράματα που διεξάγουν μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες.
Στο χώρο επικρατεί νεκρική σιγή, λες κι ο ήχος δε μεταδίδεται σε τέτοιες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας. Είναι προφανώς η ώρα της σιέστα. Μόνο ένα - δυο γάτες τριγυρίζουν αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Ξαφνικά η κίνησή τους παγώνει μονομιάς και το βλέμμα καρφώνεται στην άκρη της πλατείας, ακριβώς στην είσοδο του ράουντ-αμπάουτ. Το αργό τσιτσίρισμα της σιωπής διακόπτεται από το συριγμό των φρένων. Σε ένα σύννεφο σκόνης εμφανίζεται μουγκρίζοντας μια γκριαπότηβρώμα μπε-εμ-βε με ζαντολάστιχα νεοδμιδίου, φιμέ τζάμια, με τα απαραίτητα για το κλίμα μπλε φώτα θυέλλης, υπό τους εκκωφαντικούς λαρυγγισμούς του Soti Volani. Στο βολάν με το Βολάνη πρωταγωνιστεί ένας γνήσιος απόγονος ελληνορθόδοξων Αχαιών, ευγενές μέλος της ενδημικής φυλής που εμφανίζεται με έντονη συχνότητα σε κωμοπόλεις, υπο-πόλεις και άλλες τέτοιες κοινότητες.
Μπαίνει με τις μπάντες στη στροφή και γλιστρώντας στην ίδια του την αδρεναλίνη, βγαίνει τσιρίζοντας με το τιμόνι ανάστροφα και ιαχές θριάμβου, σημειώνοντας νέο ρεκόρ πλατείας, με άνεση.
Απλός θεατής, περιμένω υπομονετικά για το χειροκρότημα. Η ησυχία επιστρέφει. Το γεγονός φαίνεται να προκάλεσε την προσοχή των θαμώνων κοντινού καφεμπιστρο-πιτσερί-κρεπαρία. Τρία πρόσωπα με εμφανώς αδιάφορες εκφράσεις αντιμετωπίζουν τη διαταραχή της γαλήνης με στωικότητα, καθώς "πάλι ο ίδιος κάφρος, ρε Σωτήρη..." περνούσε μπροστά τους. Τρεις φραπέδες αναδεύτηκαν νωχελικά. Κι η ώρα κυλούσε κατάκοπη...
Πατάω το φαστ φοργουορντ (γρήγορα μπροστά):
ώρα 17:00
Λες και έπεσε το σύνθημα άρχισε να εμφανίζεται κόσμος από παντού. Η κωμο-πλατεία της υπο-πόλης ζωντάνεψε μονομιάς και η σκόνη και πάλι ανακατεύτηκε στον αέρα. Ο σερίφης εμφανίστηκε στην είσοδο της κρεπερί με ύφος "ξεκουράστηκα", γυαλιά ηλίου, σαγιονάρα, κοντό παντελόνι με ισχυρή τσάκιση, κροκοδειλέ ζώνη, χρυσή αλυσίδα και πουκάμισο του θανατά. Χαιρετάει τους "μεγάλους" τριγύρω του και αράζει σε τρεις καρέκλες στο διπλανό τραπέζι από μένα. Παραγγέλνει το γνωστό και βγάζει το γυαλί ηλίου που ξεκουράζεται πλέον στην αραιή του κόμμωση. Στη ζώνη του και σε ειδική θήκη εξάσφαιρου φιγουράρει καινούριο κινητό, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να απαντήσει σε κλήσεις πιο γρήγορα κι από τη σκιά του. Πετάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου μπροστά του, αλλά όχι πολύ μακριά. Το αμάξι παρκαρισμένο πίσω του σε απόσταση 173 εκατοστών. Και το απόγευμα κυλά γλυκά.
Αποδείξεις, διπλά εσπρεσσο, αυτοκίνητα σε αέναη κίνηση, τσίκεν κεσαντίγια, σίζαρ σάλαντ (κότα-μαρούλι λέμε) και τιμές του χάρου. Η σωτήρια θάλασσα, η σωτήρια αγάπη, το σωτήριο στοίχημα, ο φρέντο, ο φρόντο και η ελληνική λεβεντιά. Ένα καράβι ακόμα κι ένα ακόμα, οι αγαπημένες πατουσίτσες, το σοκολατένιο δέρμα των κοριτσιών, η καλλιτεχνική απόδοση των κουρεμάτων, οι δουλειές που δεν υπάρχουν και οι θείες που σε πετυχαίνουν στο δόξα πατρί.
- «Εσύ παιδί μου γύρω στα 30 είσαι;»
- (σκατά με εντόπισε) «ναι.. εκεί κοντά»
- « Σε βλέπω σαν το γιο μου. Σπουδάζεις ακόμα;»
- «Ναι..»
- «Ααααχ τα καημένα τα παιδιά τι τραβάνε Γεωργία» (πληθύναμε). «Διαβάζουν, διαβάζουν, και μετά δε βρίσκουν δουλειά. Τα ξέρω αυτά από το γιο μου. Όλη μέρα σπίτι το παιδί, δουλειά δε βρίσκει (άρχοντας). Μέχρι τα τσιγάρα του αγοράζω. Τι να κάνει το παιδί; (λεβέντης). Όσοι βρήκαν μια θέση σώθηκαν. Εντάξει είναι. Οι άλλοι (απόσπασμα, θάνατος). Τώρα πια είμαστε να ξενιτευτούμε όλοι. Ελπίδα καμιά. Και να θες δε γλιτώνεις.»
- «Θα τη βρούμε την άκρη. Μη στεναχωριέστε»
- «Δεν ξέρεις που να ξέρεις.. τι σε περιμένει…»
Μου λένε πως έρχονται χρόνια ανεργίας, τρομερά και φοβερά χρόνια. Μου αναλύουν τις κακουχίες, την αδικία, την αναπόδραστη μείωση μιας εσφαλμένα υπερτιμημένης ποιότητας ζωής. Μου εξηγούν τη ματαιότητα της πίστης στο μέλλον, τη δύναμη του μοιραίου, τη συντριβή της μιζέριας, του ενοχοποιημένου μέλλοντος, του εύκολου, του ένδοξου, του απλούστερου και ευτυχισμένου αλλά απύθμενα, απέραντα βαρετού παρελθόντος που θεοποίησαν αλλά δεν έζησαν, δεν τόλμησαν. Απλά πέρασαν με μειωμένη ταχύτητα προσέχοντας τη διάβαση.
Οι θείες που καταπιεσμένες, αλεσμένες, φθαρμένες από μια ζωή μίζερης αφαίρεσης, ανεκπλήρωτων θέλω, αυτοκαταπιεσμένων ονείρων, ονείρων που δεν έγιναν λόγια, γράμματα σε χαρτί, έλιωσαν βασανιστικά στην πηχτή γλίτσα τηλεοπτικών σειρών, φόβου για τόλμη, για ζωή, καταραμμένης ασφάλειας, απλώνουν το μέλλον μου τώρα μπροστά μου σα βάναυσες χαρτορίχτρες, κλέβουν χαιρέκακα τα όνειρά μου, υποδύονται ψυχρούς πραγματιστές και έμπειρους ζωιστές, ποιοί, ποιές; Αυτοί που φοβήθηκαν τη γκρι σκιά, μέσα στην ομπρέλα του βολέματος, της ασφάλειας, του χωσίματος, του ρουσφετιού, της μειωμένης σύνταξης - μειωμένου ωραρίου - μειωμένης προσπάθειας, για να θερίσουν τώρα μειωμένους καρπούς αναμνήσεων, ανύπαρκτες χαρές χαμένες σε φωτογραφίες πολαρόιντ, βυθισμένοι σε δάνεια, χεσμένοι από το φόβο, το φόβο, το φόβο.
Το φτερό της λερωμένης μπε-εμ-βε έγραφε ΝO FEAR κυρία μου. Και σε τελική ανάλυση, ποιος σας ρώτησε;
Πέμπτη 27 Μαΐου 2010
Ο πικραμένος, το παρδαλό κατσίκι και ο τελευταίος
Το βιβλίο που όλοι περιμένατε, με όλες τις ιστορίες - ανέκδοτα - ποιήματα, ακόμα και αυτά που απεχθάνεστε, βρίσκεται υπό έκδοση. Δηλαδή σε λίγο θα εκδοθεί. Το ψάχνουμε. Μέχρι τέλη Ιουνίου το έχετε.
Σε λίγο θα αποκαλυφθεί το εξώφυλλο.
Σάββατο 22 Μαΐου 2010
Έκθεση φωτογραφίας Μικρόπολις - Χριστοφορίδης Χριστόφορος
Στο χώρο του Micropolis (Βενιζέλου και Βασ. Ηρακλείου) πραγματοποιείται έκθεση φωτογραφίας του αγαπημένου σας συγγραφέα με τρελό θέμα, απίστευτες εμπνεύσεις, τέτοιο πράμα δεν έχετε ξαναδεί και άλλα τέτοια.
Μην το χάσετε, δεν κάνει.
www.flickr.com/cchristophoros
www.flickr.com/cchristophoros
Τρίτη 11 Μαΐου 2010
Ας είναι κι έτσι...
Αυτοί που φεύγουν, αφήνουν πίσω τους
και βλέπουν μπροστά
και φοβούνται γλυκά
και ξεχνούν γρήγορα.
Κι ο ποιητής;
άσ' τον να βγάζει τα σωθικά του:
honey you are the rock, upon which I stand
Brown eyes..
honey you are the sea, upon which I float
I think you should know
Το μυστικό λέει είναι να κουνάς δυνατά το κεφάλι, να διώχνεις τις σκέψεις, να μένεις μόνος. Να χαμογελάς.
Κι αν δεν είσαι νησί; Κι αν είσαι κύτταρο; Που ζει στο σύννεφο των σκέψεων των άλλων, που περιμένει τη γνώμη τους, που νοιάζεται; Κι αν δουλεύεις για την ομάδα; Κι αν περιμένεις πάσα, αλλά μένεις να κοιτάς τον αγώνα; Κι αν είναι έτσι;
Με ένα σώμα κούτσουρο να σε ακολουθεί, ούτε οι αγκαλιές ζεσταίνουν πια.
Κι όλοι οι ποιητές του κόσμου, στεγνοί στα πόδια σου τρέμουν.
Δίχως έμπνευση, άδειοι.
Απόψε.
Δε σε βλέπω. Καιρό τώρα, δε σε βλέπω.
Πιο βαρύς και χθεσινός, κάθε μέρα.
Νομίζω. Δεν πιστεύω.
Αυτός που φεύγει, έχει τον άερα στο πρόσωπο.
Και τις σκέψεις και τα λόγια και τις μνήμες
ο αέρας τα παίρνει
όλα.
Αυτός που φεύγει, τον αέρα έχει στο πρόσωπο.
Και μάτια στην πλάτη δεν έχει. Και δεν κοιτάει.
Honey you are the sea upon which I stand
An I float and I float
until you tell me not to..
Ας είναι κι έτσι.
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
Σκέψου φίλε μου
Κι όπως είπε ο Βασίλης Ανδρεόπουλος:
αυτό τον κόσμο τον παλιό, τον χιλιομπαλωμένο
ράβε - ξήλωνε, ράβε - ξήλωνε
δουλειά να μη σου λείπει
αυτό τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον είχαν πρώτα
γέλα φίλε μου
δεν είναι και για λύπη
αυτό τον κόσμο τον καλό
σε μας τον παραδώσανε
τρέχα φίλε μου
και μη βαριά τον παίρνεις
αυτό τον κόσμο τον καλό
άλλοι τον καρτεράνε
σκέψου φίλε μου
την ώρα που θα φεύγεις.
Τρίτη 13 Απριλίου 2010
Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 7)
Τσουλάμε στον κατήφορο. Πτώση υψομέτρου. Το αυτοκίνητο στοχεύει με μαθηματική ακρίβεια το μικρό χωριό στο βάθος της πεδιάδας που απλώνεται μπροστά μας. Γηγενείς ήχοι του Ευρυτανικού τοπίου ξεπηδούν σε φα ματζόρε από τις κοιλιές μας, ενώ το σκοτάδι καλπάζει προς το μέρος μας. Το μέλλον φαντάζει ζοφερό και πεινασμένο. Είναι οι στιγμές εκείνες που η φύση έδωσε ότι είχε να δώσει, το τοπίο είναι καλό, το αμάξι βρουμ βρουμ, αλλά άντε να φάμε τίποτα γιατί έχω ρέψει όλη μέρα με ένα κρουασάν.
Κινηματογραφικό σκηνικό. Είσοδος του γκρι όπελ κόρσα στο μικρό χωριό μέσα από το φιδωτό δρόμο.
Λιγοστά φώτα μαρτυρούν την παρουσία κατοίκων στο μικρό χωριό. Παντού τριγύρω στο μικρό χωριό, διακρίνονται σημάδια σβησμένης γιορτής και ληγμένου γλεντιού. Υπολείμματα θορύβου, μουσικής και απομεινάρια καρναβαλιού κάνουν βόλτες (στο μικρό χωριό). Γιρλάντες, πλαστικά μπουκάλια, γυάλινα μπουκάλια, μπουκάλια σαμπάνιας, κονφετί, μοναχικές καρέκλες, μισοστρωμένα τραπεζομάντιλα. Κι όλα αυτά, στο - έκπληξη - μικρό χωριό...
Ακούσια, σβήνουμε τη μουσική του αυτοκινήτου, να αφουγκραστούμε την ησυχία του τοπίου. Οι αισθήσεις στη διαπασών για οποιαδήποτε κίνηση. Στρίβουμε απαλά
-"Σταμάτα, ταβέρνα είναι!" προστάζω.
Ο οδηγός μας υπακούει και μας προσφέρει ένα φρέσκο καρούμπαλο στον καθένα.
Βγαίνουμε με εμφανή ταλαιπωρία από το αυτοκίνητο. Οι φιγούρες μας στο ημίφως τεντώνονται και λυγούν μπας και ξαναβρούν το πραγματικό τους σχήμα. Προσεγγίζουμε την ταβέρνα, η οποία σφύζει από νέκρα και ερημιά. Κοιτάμε τριγύρω με το απορημένο βλέμμα του απορημένου, όταν ξάφνου από την κουζίνα προβάλει μια σκιά διαγράφοντας ελαφρύ εξάρι, βρίσκει ψυγείο, ακουμπάει στην καρέκλα και με προσπάθεια ισιώνει:
- "Καλώς τα παιδιά!" φωνάζει σε ύφος ηρωικό και πένθιμο και η αίθουσα φωτίζεται από τα ερωτηματικά που αναβοσβήνουν πάνω από τα κεφάλια μας.
- "Καλησπέρα σας. Έχει τίποτα για φαγητό; Μήπως κλείσατε;" και ο ιδιοκτήτης της σκιάς βραχυκυκλώνει καθώς πέσανε πολλές ερωτήσεις μαζεμένες.
Ο μπάρμπας-σκιά μας απαντά σε άπταιστη σιωπή και μια φανερή προσπάθεια να εστιάσει στην πηγή των ερωτήσεων.
Ο Γιώργος, άριστα εκπαιδευμένος σε τέτοιες καταστάσεις (5 χρόνια στην ξενιτιά) επαναλαμβάνει στα ελληνικά με άψογο ηχόχρωμα τις ερωτήσεις. Ο μπάρμπας σιγουρεύεται πως κινείται ο ίδιος και όχι το δωμάτιο, βαστιέται από τον πάγκο και με προτεταμένο δείκτη πυροβολά:
- "Να φας θέλετε; Έχω τσίπορο, κρασσσσί δκό 'μ, να πιεις να δεις, εγώ μέσα έχω.."
- "Ναι αλλά για φαγητό έμεινε τίποτα;"
Συγχυσμένος από το δεύτερο ομιλητή, ο μπάρμπας αποφασίζει να επαναλάβει
- "κρασσσί δ'κόμ. Να δεις εσύ."
Η ασίγαστη επιμονή του επιστήμονα επιμένει.
- "Ναι αλλά έχετε κάτι να φάμε, μην κατέβει ξεροσφύρι."
Τακ! Χτυπήσαμε φλέβα. Το βλέμμα άλλαξε. Τον είχαμε και μας είχε.
- "Γουρνόπουλο - λοκούμι" και ακούστηκε μουσική στα αυτιά μας.
Αρπάζει ένα τραπεζομάντιλο από τα άπλυτα και βουτάει στο τραπέζι μπροστά στο σβησμένο τζάκι.
Ααααα η θαλπωρή της σβησμένης στάχτης... Ο μπάρμπας σηκώνει το κεφάλι, μυρίζει τον αέρα και ορμάει έξω στα σκοτάδια. Τον κυνηγάμε και πιάνουμε τραπέζι - γωνία - πεζοδρόμιο. Ωραία.
- "Να φέρω γουρνο..."
-" καλησπέεεερααα" τον διακόπτει ο Νικόλας, "έχεις τίποτα για φαγάκι; Ωραία είστε εδώ. Χωριουδάκι, ταβερνάκι, αεράκι.... " και συνέχισε για κανένα δίλεπτο σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ Ακισμού σε μεγάλο υψόμετρο.
Αυτό ήταν. Ο μπάρμπας μας έχασε για λίγο. Σύγχυση. Δεν ήταν και λίγο πράμα αυτό που του συνέβαινε. Η μέρα είχε περάσει κα προφανώς το πανηγύρι τελείωσε. Είχε εξυπηρετήσει πελάτες, περαστικούς και φίλους. Είχε πιει από ένα ποτηράκι για κάθε τραπέζι και άλλα τόσα γιατί ήτανε ζόρικο ποτήρι. Είχε πέσει η νύχτα και το μαγαζί είχε αδειάσει. Και τώρα που τα πιρούνια σβήσανε και τα ποτήρια αδειάσανε, άντε πάλι από την αρχή.
Σταματάει προς στιγμή και εμείς τον κοιτάμε. Χυμάει στο μαγαζί και ξαναβγαίνει δυο λέβελ πιο μεθυσμένος. Κρατάει κρασί και ποτήρια. Όπως όπως τα μοιράζει στο τραπέζι. Κερνάει τον εαυτό του και μας αφήνει με άδεια ποτήρια. Κοιταζόμαστε. Υψώνει το ποτήρι του και μείς για να μη μείνουμε πίσω πλακωνόμαστε να γεμίσουμε τα ποτήρια μας..
Πίνουμε στο τίποτα και σε όλα. Πίνουμε και τον ακούμε. Τον ακούμε και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε και θαυμάζουμε. Τα γεγονότα που ακολούθησαν αποτελούν υλικό πεντάτομου αυτοβιογραφικού συγγράμματος, που προτίθεμαι να εκδώσω πριν το θάνατό μου. Μπορώ μόνο να αποκαλύψω πως περιείχε απόκρυφες συνομιλίες με τετράποδα ζώα, ζεστό γουρουνόπουλο, αλήθειες ζωής και θανάτου, πίκρα και γέλιο μαζί σε ένα χαρμάνι, βρισιές αγαπησιάρικες, τρελό χορό με τους εναπομείναντες Εβραίους ταξιδιώτες της Ευρυτανίας και πολιτικές παρατηρήσεις, όπως μόνο οι καφενόβιοι συνάνθρωποι μια άλλης γενιάς μπορούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Και τους αγαπάμε. Πολύ.
Όλοι λεγόμασταν Νικολάδες για το μπάρμπα.
- "Κρασσσσί ρε Νικόλα, ωραίο, βουνίσιο, δδδκό 'μ"
- "Ναι" του απαντάω
- " Εσύ τί είπαμε ότι κάνεις;"
- " Χημεία, χημικός που λένε"
- "Δηλαδή από κρασιά ξέρεις;"
- "Εεε.."
-" Τί έεε, αρχ...δια χημικός είσαι. Πιες εδώ να καταλάβεις. Δεν έχεις πιει τέτοιο πράμα".
Και δώστου να κατεβάζει.
Και δώστου να κατεβάζει.
-"Εσύ Νικόλα είπαμε είσαι αρχιτέκτονας;"
- "Ναι."
- "σα να λέμε, καλός στα σχέδια"
- "αμέ"
- "Ξέρεις τί θέλω; Είναι εκείνος ο ωραίος, στα παλιακά τραγούδια. Έβγαλε εκείνο το τραγούδι. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία."
- "Θα σου φέρω μια φωτογραφία του να τη βάλεις στο μαγαζί"
- "Έτσι λέω και γω. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Χε. Θα μου το κάνεις ταμπέλα να το 'χω από δω πάνω να το βλέπω. Να πω έτσι το μαγαζί."
Ο δρόμος ήτανε μπροστά μας και από ιστορίες άλλο τίποτα. Μες το ποτήρι όλες.
Πιο κει ο παππούς μας κοιτούσε και ήταν ευχαριστημένος. Ήταν εδώ. Τριγύρω. Γύρω μας. Ήταν στην αυλή όταν ψήναμε και (απο)δοκίμαζε τα παϊδάκια. Ήταν λίγο πιο πίσω όταν ξεκινήσαμε να σκαρφαλώνουμε στην κορυφή της Τσούκας. Μου μίλησε για τον Άρη, για το Ζαχαριάδη και για το λαγούμι που χώθηκε ζωντανός-νεκρός, για τα πέρα-δώθε, το ψεύτικο λουλούδι και το αιώνιο θάρρος. Είναι η φωνή που σου ψιθυρίζει για τη βουτιά του παπά και τα τρομακτικά μέρη από τα οποία λίγοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώοι και να διηγηθούν τις ιστορίες που έζησαν.
Είναι εκείνη η φωνή που ακούγαμε στο δάσος, όταν γυρίσαμε από την Τσούκα. Χαμένη κάπου στην πλαγιά να αντηχεί τριγύρω και μείς ανίκανοι να την εντοπίσουμε. Δίπλα μας, δίπλα στον Ηλία. Βροντερή, σαρκαστική, ζωηρή και ξύπνια, κρύβει ένα χαμόγελο για την παιδική σκανδαλιά να ξεστρατίσει πιο κει, να χαθεί μέσα στο γνώριμο δάσος και τελικά να καλεί για βοήθεια τον μικρό, που μέχρι τώρα πρόσεχε και συμβούλευε.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 6ο)
Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε στην ανηφόρα. Ο φιδωτός δρόμος ξετυλιγόταν κάτω από τα πόδια μας. Καταπίναμε τα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Στις παρυφές του δρόμου λίγο χιονάκι έλιωνε σιγά σιγά, υπόλοιπο από το χειμώνα που μας αποχαιρετούσε. Το Βελούχι επιτηρούσε από ψηλά τη διαδρομή μας. Μουσική έπαιζε στο κασετόφωνο. Μια ελαφριά βροχή από βλακείες και ανέκδοτα επικρατούσε μέσα στο αμάξι. Το αμάξι κυλούσε. Γενικά, πράγματα γίνονταν(στε).
Μπήκαμε σε βαθιά ομίχλη. Ο οδηγός δε μάσησε. Το χιόνι στις παρυφές του δρόμου έκανε την εμφάνισή του, πυκνότερο . Ο οδηγός δε μάσησε. Συνέχισε να ανηφορίζει με στροφές και στροφές και λίγες στροφές ακόμα. Ο οδηγός αμάσητος. Μπήκαμε σε πυκνό δάσος ψηλών δέντρων, πράσινων, με κλαδιά. Ο οδηγός ακόμα να μασήσει. Ο Ηλίας μάσησε.
- "Σταμάτα, θα το πάρω εγώ"
- "Μα γιατί ρε Ηλιάκι; Το 'χω μέχρι επάνω" απάντησε ο Νικόλας και κατέβασε το ξεχασμένο εδώ και 20 χιλιόμετρα χειρόφρενο.
- "Σταμάτα ρε. Ζαλίστηκα. Θα το πάρω εγώ." είπε και ελάλησε ο Ηλίας, μυρίζοντας το καμένο φρένο.
Λόγω εντοπιότητας, όγκου και επιβλητικότητας στην προφορά (είναι γνωστό ότι όποιος περνά τα σύνορα του νομού Ευρυτανίας, άξαφνα και ανεπιστρεπτί αρχίζει να ομιλεί την ντόπια διάλεκτο βλαχωριάτικα με πάθος αλλά υποσυνείδητα), ο Νικόλας εγκατέλειψε την προσπάθεια και 200 μέτρα παρακάτω έφερε το αυτοκίνητο σε στάση.
Με την ευκαιρία της στάσης, βγήκανε όλοι όπως-όπως από το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν τη φύση, τη δραματική ατμόσφαιρα και την υγρασία στα ρουθούνια. Βαθιές εισπνοές, εν δυο τρία, το Βελούχι από πάνω, δέντρα ομίχλες. Ορμάμε στο δάσος για βόλτα και κατούρημα. Γλυκό κρύο, αέρας που σου καίει τα ρουθούνια, επικίνδυνο οξυγόνο. Αμίλητοι. Τί να πεις τέτοιες στιγμές. Για τον ΠΑΟΚ; Απολαμβάνεις.
Με οδηγό τον Ηλία βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε πάνω από τα σύννεφα, σε αλπικό ύψος. Στο βάθος παρακολουθούσαμε τη θέα. ο λαμπρός ήλιος διέλυε τα σύννεφα που έδιναν τη θέση τους σε ένα φωτεινό ουράνιο τόξο. Ερημιά παντού και άνεμος. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο έφτανε το μισό μέτρο και 32 χιλιοστά. Μετά τη ράχη ακολουθούσε η κατηφόρα. Και ο δρόμος οδηγούσε στα Κοκκάλια.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω το χιόνι χάθηκε, ο ήλιος κέρδισε τη μάχη και τα παράθυρα άνοιξαν για τις μυρωδιές (τις μέσα). Σε ένα σημείο κάπως απρόσμενα, φανερώθηκε η ταμπέλα με την ηρωική επιγραφή "Κοκκάλια". Στο σημείο αυτό, μας είχαν πληροφορήσει πως στην ύστερη αρχαιότητα (ναι ύστερη), οι ντόπιο Αιτωλοί έδωσαν την τελειωτική μάχη με τους Γαλάτες πολεμιστές, που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και σε μια πολεμοχαρή και άνιση στιγμή της ιστορίας, όρμησαν προς την Ανατολή προς εύρεση πλούτου και δόξας. Χαρακτηριστική νοημοσύνη ζαντολάστιχου, καθώς στην εξόρμηση προς την Ανατολή, θαλασσοδαρμένοι, ελεεινοί και μόνοι, συνάντησαν μόνο τις εύφορες χαράδρες της Πίνδου και την πεισματώδη αντίσταση των Αιτωλών που δε λέγανε να δουν την εισβολή ως πολιτισμική ανταλλαγή και χαλαρό καφεδάκι. Έπεσαν λοιπόν μαχόμενοι μέχρι που, σύμφωνα με το μύθο, μόνο κόκαλα έμειναν να θυμίζουν τη θυσία αυτή. Απογοητευμένοι οι Γαλάτες που τέτοιους ατρόμητους δεν είχαν ξαναδεί (εκτός από τους Βίκινγκς), επέστρεψαν στην πατρίδα τους με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Φαντασιόπληκτοι και φευγάτοι, παρκάρουμε το αμάξι επιτόπου και ανηφορίζουμε το μονοπάτι που χάραζε φιδωτό την πλαγιά μέσα στο δάσος. Το πρωινό εξελισσόταν σε ηλιόλουστο απόγευμα, καθώς ανεβαίναμε υψόμετρο. Ησυχία παντού. Μικρές σκιερές γωνιές κρατούσαν ακόμα το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Δράση και αδρεναλίνη. Η κουβέντα πήρε φωτιά όταν ο Νικόλας μας ξύπνησε από το λήθαργο με ένα "Χιονάααααακι" τρέξιμο όπου φύγει - φύγει μέσα στο χιόνι. Η θέα του απάτητου χιονιού για το μέσο νεοαστό αποτελεί ιδανική εναλλακτική απόδειξη πως υπάρχει ζωή μετά την Τρίτη Λυκείου και μάλιστα κοντά στη "Φύση". Η "Φύση" ως ασαφής και θολή έννοια αποκαλύπτεται στα όνειρα του σύγχρονου φυλακισμένου ουρμπάνου ως σχέδιο απόδρασης από τα κτίσματα που τον κρατούν και τα δεσμά που τόσο αγαπά. Και άλλα τέτοια μας απασχολούσαν καθώς ανηφορίζαμε την ανηφόρα με ανηφορικά βήματα, όταν, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ο Ηλίας, άρχισε να μας τυλίγει μια γκρίζα μορφή, ένα υγρό και θολό πέπλο, το καμουφλάζ του βουνού, ένα σύννεφο, για όσους δεν παρακολουθούν στο μάθημα.
Η θερμοκρασία κατρακυλούσε, ενώ ανεβαίναμε στο μονοπάτι και ο δρόμος γέμισε λάσπες, πού είναι το κράτος. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχή, οι κουκούλες επιστρατεύτηκαν και τα λόγια λιγόστεψαν καθώς εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μνημείο της μάχης δεν υπήρχε κι ότι όλα είναι μια απάτη, μια φαινάκη, μια πνοή. Επέμενα πως στην άκρη του δρόμου υπάρχει ο Ανδριάντας του αρχαίου Αιτωλού, γιου του Ευρυτιτάνα Κουτιάδη, που σφάζει στο γόνατο τον ανερμάτιστο και αιμοδιψή Αστερίξ, με τα δόντια του Ιντερφίξ καρφωμένα στον πισινό του.
Τη στιγμή που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, και τίποτα δεν το προμήνυε, ούτε το ανακοίνωνε, άρχισε να χιονίζει. Στη αρχή λίγο, μετά περισσότερο και μετά έγινε χαμός. Κάτι παλατίνια σα βερύκοκα έσκαγαν στα μούτρα μας και σε λίγο όλα άσπρισαν σα χιόνι. Τουρτουρίζοντας αλλά πάντα επίμονοι να αποτίσουμε φόρο τιμής στον τόπο της ιερής σφαγής, συνεχίσαμε την ανηφόρα ώσπου η βλάστηση αραίωσε και το μονοπάτι άνοιξε. Στο τέλος του ξέφωτου και με θέα στα μακρινά βουνά στεκόταν το μνημείο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση Αστερίξ δεν υπήρχε. Υπήρχε μια όμορφη ιστορία και μια φωτογραφία μας να τη θυμίζει.
Το αμάξι των μουσκεμένων ταξιδιωτών συνεχίζει μέσα στη βροχή (τί Χάιλαντς και πράσινα άλογα) και πλησιάζει στη Δομνίστα, γιατί εκεί βγάζει ο δρόμος. Σταματούμε για παραδοσιακά προϊόντα των γιαγιάδων μας, όπως καρτ-ποστάλ, δερμάτινα πορτοφόλια και λουκούμια και κοιτούμε εγκλωβισμένοι το βροχερό απόγευμα.
Μπήκαμε σε βαθιά ομίχλη. Ο οδηγός δε μάσησε. Το χιόνι στις παρυφές του δρόμου έκανε την εμφάνισή του, πυκνότερο . Ο οδηγός δε μάσησε. Συνέχισε να ανηφορίζει με στροφές και στροφές και λίγες στροφές ακόμα. Ο οδηγός αμάσητος. Μπήκαμε σε πυκνό δάσος ψηλών δέντρων, πράσινων, με κλαδιά. Ο οδηγός ακόμα να μασήσει. Ο Ηλίας μάσησε.
- "Σταμάτα, θα το πάρω εγώ"
- "Μα γιατί ρε Ηλιάκι; Το 'χω μέχρι επάνω" απάντησε ο Νικόλας και κατέβασε το ξεχασμένο εδώ και 20 χιλιόμετρα χειρόφρενο.
- "Σταμάτα ρε. Ζαλίστηκα. Θα το πάρω εγώ." είπε και ελάλησε ο Ηλίας, μυρίζοντας το καμένο φρένο.
Λόγω εντοπιότητας, όγκου και επιβλητικότητας στην προφορά (είναι γνωστό ότι όποιος περνά τα σύνορα του νομού Ευρυτανίας, άξαφνα και ανεπιστρεπτί αρχίζει να ομιλεί την ντόπια διάλεκτο βλαχωριάτικα με πάθος αλλά υποσυνείδητα), ο Νικόλας εγκατέλειψε την προσπάθεια και 200 μέτρα παρακάτω έφερε το αυτοκίνητο σε στάση.
Με την ευκαιρία της στάσης, βγήκανε όλοι όπως-όπως από το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν τη φύση, τη δραματική ατμόσφαιρα και την υγρασία στα ρουθούνια. Βαθιές εισπνοές, εν δυο τρία, το Βελούχι από πάνω, δέντρα ομίχλες. Ορμάμε στο δάσος για βόλτα και κατούρημα. Γλυκό κρύο, αέρας που σου καίει τα ρουθούνια, επικίνδυνο οξυγόνο. Αμίλητοι. Τί να πεις τέτοιες στιγμές. Για τον ΠΑΟΚ; Απολαμβάνεις.
Με οδηγό τον Ηλία βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε πάνω από τα σύννεφα, σε αλπικό ύψος. Στο βάθος παρακολουθούσαμε τη θέα. ο λαμπρός ήλιος διέλυε τα σύννεφα που έδιναν τη θέση τους σε ένα φωτεινό ουράνιο τόξο. Ερημιά παντού και άνεμος. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο έφτανε το μισό μέτρο και 32 χιλιοστά. Μετά τη ράχη ακολουθούσε η κατηφόρα. Και ο δρόμος οδηγούσε στα Κοκκάλια.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω το χιόνι χάθηκε, ο ήλιος κέρδισε τη μάχη και τα παράθυρα άνοιξαν για τις μυρωδιές (τις μέσα). Σε ένα σημείο κάπως απρόσμενα, φανερώθηκε η ταμπέλα με την ηρωική επιγραφή "Κοκκάλια". Στο σημείο αυτό, μας είχαν πληροφορήσει πως στην ύστερη αρχαιότητα (ναι ύστερη), οι ντόπιο Αιτωλοί έδωσαν την τελειωτική μάχη με τους Γαλάτες πολεμιστές, που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και σε μια πολεμοχαρή και άνιση στιγμή της ιστορίας, όρμησαν προς την Ανατολή προς εύρεση πλούτου και δόξας. Χαρακτηριστική νοημοσύνη ζαντολάστιχου, καθώς στην εξόρμηση προς την Ανατολή, θαλασσοδαρμένοι, ελεεινοί και μόνοι, συνάντησαν μόνο τις εύφορες χαράδρες της Πίνδου και την πεισματώδη αντίσταση των Αιτωλών που δε λέγανε να δουν την εισβολή ως πολιτισμική ανταλλαγή και χαλαρό καφεδάκι. Έπεσαν λοιπόν μαχόμενοι μέχρι που, σύμφωνα με το μύθο, μόνο κόκαλα έμειναν να θυμίζουν τη θυσία αυτή. Απογοητευμένοι οι Γαλάτες που τέτοιους ατρόμητους δεν είχαν ξαναδεί (εκτός από τους Βίκινγκς), επέστρεψαν στην πατρίδα τους με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Φαντασιόπληκτοι και φευγάτοι, παρκάρουμε το αμάξι επιτόπου και ανηφορίζουμε το μονοπάτι που χάραζε φιδωτό την πλαγιά μέσα στο δάσος. Το πρωινό εξελισσόταν σε ηλιόλουστο απόγευμα, καθώς ανεβαίναμε υψόμετρο. Ησυχία παντού. Μικρές σκιερές γωνιές κρατούσαν ακόμα το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Δράση και αδρεναλίνη. Η κουβέντα πήρε φωτιά όταν ο Νικόλας μας ξύπνησε από το λήθαργο με ένα "Χιονάααααακι" τρέξιμο όπου φύγει - φύγει μέσα στο χιόνι. Η θέα του απάτητου χιονιού για το μέσο νεοαστό αποτελεί ιδανική εναλλακτική απόδειξη πως υπάρχει ζωή μετά την Τρίτη Λυκείου και μάλιστα κοντά στη "Φύση". Η "Φύση" ως ασαφής και θολή έννοια αποκαλύπτεται στα όνειρα του σύγχρονου φυλακισμένου ουρμπάνου ως σχέδιο απόδρασης από τα κτίσματα που τον κρατούν και τα δεσμά που τόσο αγαπά. Και άλλα τέτοια μας απασχολούσαν καθώς ανηφορίζαμε την ανηφόρα με ανηφορικά βήματα, όταν, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ο Ηλίας, άρχισε να μας τυλίγει μια γκρίζα μορφή, ένα υγρό και θολό πέπλο, το καμουφλάζ του βουνού, ένα σύννεφο, για όσους δεν παρακολουθούν στο μάθημα.
Η θερμοκρασία κατρακυλούσε, ενώ ανεβαίναμε στο μονοπάτι και ο δρόμος γέμισε λάσπες, πού είναι το κράτος. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχή, οι κουκούλες επιστρατεύτηκαν και τα λόγια λιγόστεψαν καθώς εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μνημείο της μάχης δεν υπήρχε κι ότι όλα είναι μια απάτη, μια φαινάκη, μια πνοή. Επέμενα πως στην άκρη του δρόμου υπάρχει ο Ανδριάντας του αρχαίου Αιτωλού, γιου του Ευρυτιτάνα Κουτιάδη, που σφάζει στο γόνατο τον ανερμάτιστο και αιμοδιψή Αστερίξ, με τα δόντια του Ιντερφίξ καρφωμένα στον πισινό του.
Τη στιγμή που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, και τίποτα δεν το προμήνυε, ούτε το ανακοίνωνε, άρχισε να χιονίζει. Στη αρχή λίγο, μετά περισσότερο και μετά έγινε χαμός. Κάτι παλατίνια σα βερύκοκα έσκαγαν στα μούτρα μας και σε λίγο όλα άσπρισαν σα χιόνι. Τουρτουρίζοντας αλλά πάντα επίμονοι να αποτίσουμε φόρο τιμής στον τόπο της ιερής σφαγής, συνεχίσαμε την ανηφόρα ώσπου η βλάστηση αραίωσε και το μονοπάτι άνοιξε. Στο τέλος του ξέφωτου και με θέα στα μακρινά βουνά στεκόταν το μνημείο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση Αστερίξ δεν υπήρχε. Υπήρχε μια όμορφη ιστορία και μια φωτογραφία μας να τη θυμίζει.
Το αμάξι των μουσκεμένων ταξιδιωτών συνεχίζει μέσα στη βροχή (τί Χάιλαντς και πράσινα άλογα) και πλησιάζει στη Δομνίστα, γιατί εκεί βγάζει ο δρόμος. Σταματούμε για παραδοσιακά προϊόντα των γιαγιάδων μας, όπως καρτ-ποστάλ, δερμάτινα πορτοφόλια και λουκούμια και κοιτούμε εγκλωβισμένοι το βροχερό απόγευμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)