Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Αναζητώντας τα ίχνη μου




Αθροίζω αποδείξεις. Καλά κάνω. Μπας και πάρω πίσω κανένα φράγκο. Πρόσεξε τον όρο «πάρω πίσω». Ακόμα και εκεί ο νεοέλληνας μέσα μου βαράει κόκκινο και επαναστατεί: δηλαδή μου τα πήρανε προ πολλού (αυτοί εκεί στο Κράτος) και οι αποδείξεις είναι κόλπο να τα πάρω πίσω. Λες και το κράτος είναι Α.Ε. που διοικείται από κάποιο Πρόεδρο, αλλά δικές του είναι οι μετοχές και άντε κούνα τον τώρα.

Ίσως οι σκέψεις αυτές θα έπρεπε αυτό να είναι μια παράμετρος διαπίστωσης του βαθμού ελληνικότητας, όπως ζητά το τμήμα του ΣτΕ για τους μετανάστες στην Ελλάδα.

Με απλές ερωτήσεις τύπου:

Είστε στην εφορία και σας ζητούν επιπλέον 43€ για καθυστερημένη καταβολή του τέτοιου. Πώς αντιδράτε; α) ρίχνω πινελίκια, απειλώ και υπενθυμίζω «ποιος είμαι εγώ» β) ζητώ εξηγήσεις για το ποσό γ) το καταβάλω ασυζητητί
Φυσικά αν έχεις εδραιωμένη ελληνικότητα θα απαντήσεις (α) βρίζοντας τον εξεταστή.

Ποιες είναι οι σωστές εκφράσεις: (α) μου κρατήσανε τόσα στη φορολογική δήλωση (β) ο καθηγητής με έκοψε (γ) κόπηκα στο μάθημα (δ) δεν καθαρίζουν και ποτέ τους δρόμους (ε) ναι ρε φίλε αλλά φταίμε και μεις
Φυσικά οι σωστές είναι α, β, δ σα γνήσιος Έλλην που ξέρει από δικαιολογίες και καλό λάδι.

Τι λέγαμε; Α ναι, αποδείξεις. Τις αθροίζω και τις κατηγοριοποιώ ανά μήνα. Με την ευκαιρία βλέπω τα έξοδά μου και θυμάμαι τη μακαρίτισσα την εγκράτεια με τη φίλη της την οικονομία, που ορκίστηκα να τηρήσω την πρωτοχρονιά και τώρα τις κάνω πρόχειρο μνημόσυνο. Επίσης βλέπω τις αηδίες που έφαγα μέχρι τώρα και αγχώνομαι για τα κιλά που πήρα, την ανθυγιεινή διατροφή που η καθημερινότητα «με ανάγκασε» (Έλλην) να κάνω. Βλέπω τί ώρα και πού ήπια καφέ (καλά δουλειά δεν είχα;), με ποιον ήμουν τότε και τι καιρό να έκανε άραγε. Βλέπω πόσες φορές μπήκα σε βιβλιοπωλείο και πόσες φορές επισκέφτηκα περίπτερο και αναλογίζομαι τις εργασιακές ευκαιρίες που προσφέρει η δραστήρια και αποδοτική δουλειά του περιπτερά σε σχέση με τον απόφοιτο φιλοσοφικής ιχθυολογίας (αν εξαιρέσεις τους κινδύνους που διατρέχουν οι περιπτεράδες με τόσους εγκληματίες εκεί έξω, αλλά και τον κίνδυνο ισχαιμικού επεισοδίου την επόμενη φορά που θα πρέπει να χαλάσουν πενηντάευρω).

Κάνω τη σούμα και πέφτω σε σύγχυση. Πώς είναι δυνατό τα έξοδα να υπερβαίνουν τα έσοδα; Κάπου το ‘χω ξανακούσει τελευταία…

Ο χρυσοθήρας




Έχουμε μάθει στα λόγια.
Έχουμε συνηθίσει σε κουβέντες γεμάτες με (υποτιθέμενο) νόημα, στο συναίσθημα, στην ένταση, στις βαθυστόχαστες εκφράσεις τις στιγμής. Ψάχνουμε γνωμικά και στιχάκια που να περιγράφουν τη ζωή μας όπως είναι ή όπως θα θέλαμε να γίνει. Αναζητούμε αρχές και κανόνες εκφρασμένους με λίγες κουβέντες,  για να μας συντροφεύουν κάθε στιγμή και να δίνουν τη λύση παντού. Πασχίζουμε να ταιριάξουμε ανατολικές φιλοσοφίες, αρχαία γνωμικά και στιχάκια πασπαρτού στο καθημερινό, το ανεξήγητο ή το αναμενόμενο. Μπορεί αυτό να είναι απόρροια της καταιγίδας πληροφοριών που βιώνουμε, μιας καταρρακτώδους πρόσληψης εικόνων και ήχων ή του συνδρόμου μειωμένης συγκέντρωσης και συνεχούς διάσπασης που μας χαρακτηρίζει.
Οι σύγχρονες ταινίες μας περιγράφουν. Προσφέρουν λαχανιασμένες εικόνες, κοφτές ματιές και διαστήματα ανάπαυλας. Ο ηθοποιός ερμηνεύει χαρακτήρες με τις εκφράσεις του προσώπου και διανύει χιλιόμετρα διαλόγων. Κι έχει όλα τα εργαλεία στη διάθεσή του για να το επιτύχει. Η ταχύτητα των διαλόγων και ο χρονισμός τους δίνει ένταση και δύναμη, οι χροιές της φωνής σκιαγραφούν χαρακτήρες, η μουσική χτίζει το υπόβαθρο, ενισχύει ή γκρεμίζει τις στιγμές. Κι όλα αυτά για μια ιστορία. Μια ιστορία είναι η αρχή όλων και πρέπει να λεχθεί με κάθε μέσο.
Ήταν κάποτε μια εποχή που οι ιστορίες λέγονταν χωρίς λόγια. Μια πολύ σύντομη περίοδος του παγκόσμιου κινηματογράφου, τα παιδικά χρόνια ενός μωρού που θα μεγαλουργούσε. Από τη σκηνή του θεάτρου, ο ηθοποιός μεταπήδησε σε ένα τρισδιάστατο σκηνικό χωρίς όρια, στα εργοστάσια ονείρων του κινηματογράφου. Ο ηθοποιός ήταν ερμηνευτής με όλο του το σώμα, με κάθε μυ του προσώπου, χωρίς την συνδρομή της κουβέντας, της επεξήγησης. Έπρεπε να πει μια ιστορία χωρίς λόγια. Έπρεπε να δείξει αγωνία, ελπίδα, απογοήτευση, ζήλια ή ενθουσιασμό χωρίς να γίνει γελοίος, χωρίς να ισοπεδώσει τη φόρμα της ιστορίας. Κι είναι δύσκολο να πεις σ’ αγαπώ χωρίς λόγια. Ή μήπως όχι;
Στα χρόνια της υπερβολής που ακολούθησε η υπερδραματοποίηση και η γελιοποίηση κυριάρχησαν. Μέχρι που ήρθε ένας μικρόσωμος χαρακτήρας, γνωστός ως Σαρλώ, να πει τις ιστορίες με το δικό του τρόπο. Με όλα τα στοιχεία του μύθου. Με σήματα κατατεθέν και μοναδική εμφάνιση για να ξεχωρίζει στις λαϊκές μάζες. Αστείος, αδέξιος, αξιαγάπητος και γκαφατζής. Ταυτόχρονα όμως αξιοπρεπής, ειλικρινής, πονηρός και φιλόδοξος. Ό, τι δηλαδή είμαστε όλοι. Ό, τι ήμασταν όλοι από την εποχή εκείνη. Οι χαρακτήρες του κουβαλούν αυτή τη συνεχή αντίθεση, την εναλλαγή την ακινησία ακόμα και όταν ήταν ακίνητος. Από τον Σαρλώ ξεπηδά ο ατζαμής και άχαρος τεμπελάκος, ο ευκίνητος σαν χορευτής εργάτης, ο γλεντζές και ο οικογενειάρχης, ο δειλός και ο παλικαράς. Και πάντα ακούγεται η εκκωφαντική σύγκρουση της ανέχειας του αλητάκου με την έμφυτη αβρότητα της ευγένειας. Ακόμα και η φορεσιά – σήμα κατατεθέν, με το χιλιομπαλωμένο φαρδύ παντελόνι, τα τεράστια παπούτσια, το στρογγυλό καπελάκι και το μπαστούνι, είναι μια συλλογή αντιθέσεων. Φτωχός αλλά στυλάτος σε κάθε περίπτωση. Ολόκληρος μια μεγάλη μαριονέτα χωρίς σκοινιά, στην υπηρεσία μιας απλής ιστοριούλας. Μιας αφορμής ουσιαστικά για να πει φωναχτά ο χαρακτήρας, η μαριονέτα του Τσάρλι Τσάπλιν, όσα ήθελε. Για την κοινωνική αδικία της εποχής του, για την υποκρισία του πλούτου και την αγαθή αγάπη χωρίς επεξηγήσεις και περιπλοκές.
Με ένα μεγάλο όμως σύμμαχο. Τη μουσική, τη μελωδία και τους ήχους. Εδώ η μουσική δεν είναι απλό υπόβαθρο, ή ενισχυτικό μέσο. Είναι ο παράλληλος αφηγητής. Σα να ακούς το παραμύθι από τον παππού με νοήματα και στόμφο και να συμπληρώνει η γιαγιά με λεπτομέρειες και ήχους. Η μελωδία ορίζει το ρυθμό, συμπληρώνει τον άλαλο αφηγητή, δίνει το νόημα που ο θεατής επιλέγει. Ακόμα και οι σιωπές μπορεί να είναι εκκωφαντικές. Δε χρειάζονται μεγάλα λόγια. Ο Σαρλώ ακουμπά το χέρι της κοπέλας και την κοιτά στοχαστικά και τρυφερά. Η μουσική είναι δίπλα σου και δίπλα του. Κανείς δε λέει πώς νιώθει. Γιατί κανένας δεν μπορεί να το περιγράψει ακριβώς. Μόνο η μουσική μπορεί, με τη δική της γλώσσα.
Στο Χρυσοθήρα ο Τσάρλι Τσάπλιν, τα δίνει όλα. Ακολουθεί τον πυρετό του χρυσού στις παγωμένες ερημιές της Αλάσκας και από την πρώτη σκηνή, δεσμεύει το θεατή, τον μαγνητίζει με μια τεράστια αντίθεση. Ένας αστειούτσικος ανθρωπάκος, χωρίς εφόδια και ένα μπαστούνι ακροβατεί σε μια παγωμένη χαράδρα χορεύοντας στη μελωδία του αφηγητή – μουσικής. Χωρίς σκοπό και σχέδιο, όπως ο μέσο αμερικάνος του μεσοπολέμου, ακολουθεί την επιδίωξη μιας ακαθόριστης ευτυχίας. Η πορεία μετράει. Και σε αυτή την πορεία ο Σαρλώ μας μιλάει για πολλά και διάφορα. Για τη φυσιολογική φιλοδοξία καθενός να πλουτίσει, για το δικαίωμα στην ευτυχία, για τα σημαντικά και τα πιο απλά, για την απληστία και την τρέλα της στα πέρατα του κόσμου, για την καλοσύνη χωρίς αντάλλαγμα, για την εμπιστοσύνη στην τύχη και για τη γελοιότητα της σοβαροφάνειάς μας.
Μας ανεβάζει σε ένα τρενάκι με απότομες κλίσεις. Εναλλάσσει τη χαρά, τον ενθουσιασμό και την ελπίδα, με τη μοναξιά, την απογοήτευση και το φόβο. Μας προσφέρει μοναδικές σεκάνς που θα μείνουν στην ιστορία. Ξορκίζει την πείνα απολαμβάνοντας ένα γεύμα με βραστή αρβύλα, χορεύει εντυπωσιακά κρατώντας το τσουβαλιασμένο του παντελόνι, απομένει μόνος μέσα σε δεκάδες ανθρώπους και διασκεδάζει φτιάχνοντας μικρές μαριονέτες από ψωμί (η μαριονέτα που παίζει μαριονέτες).
Πάνω απ’ όλα όμως μας μιλάει για μια απελπισμένη ιστορία αγάπης με ένα αίσιο τέλος, που είναι όμως δεδομένο και κανείς δεν ενδιαφέρεται για αυτό. Ενδιαφέρεται μόνο για όσα μεσολαβούν, για τον τρόπο που όλα γίνονται και τα ευφυέστατα ευρύματα που χρησιμοποιεί για να φτάσει εκεί. Και τα καταφέρνει με φυσικότητα. Γιατί δε λέει την ιστορία, αλλά τη δείχνει.