Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ο Αμερικάνος

Χορτασμένος από μια ορίτζιναλ καρμπονάρα με αυγό, αργογλύφω το περίτεχνο ασημί κουτάλι που σε λίγη ώρα θα δικαιολογήσει το υψηλό κουβέρ. Χαλάλι τους. Οργασμός και καταιγίδα γεύσεων. Στην καρδιά της Ρώμης και καλό φαγητό. Θα με βρείτε στη σελίδα 24 του περιοδικού Μάσα και Περίδρομος.

Συμπαθές ζευγάρι αμερικάνων ετ του οκλόκ. Δηλαδή σχεδόν τάλιρο μπροστά. Ο νεαρός μεσήλικας προσκαρεκλώθηκε πρόσφατα (έχει καμιά ώρα) και μαζί του και το θηλυκό του είδους του. Φαίνεται ντροπαλός αλλά δείχνει μια έκπληξη για το χώρο γύρω του. Σα να βρίσκεται σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό, φτιαγμένο μόνο για τον ίδιο.
Νεοφερμένος με σιδερωμένο καρό παντελόνι, φανελένιο ώστε να απορροφά το πρώτο ίχνος ιδρώτα άμα τη εμφανίσει του, φρεσκοξυρισμένος και με στάση «κατάπια στέκα μπιλιάρδου» αφοσιώνεται στον κατάλογο. Η κυρία κοιτά επίμονα το κενό. Έχει ανακαλύψει πού βρίσκεται. Γρηγοροποδαρούσα γκαρσόνα, ομιλούσα τρεις γλώσσες και λατινικά – σέρνονται και καλόγριες τριγύρω- ζητείται για μοδάτο εστιατόριο στη Ρώμη. Αν είχατε τα προσόντα θα σπεύδατε, όπως η φουκαριάρα που στέκεται τώρα κλαρίνο στο κενοζεύγαρο, εξηγώντας τις φωνολογικές ρίζες του νιόκι και ότι τέλος πάντων δε λέγεται νούκι. Ατάντσιον ολ πασαντζερς και τέτοια. Υπομονή γαϊδουρινή το κορίτσι. Σπάει κόκαλα.


Η κυρία ζητά σε σπαστά Αγγλικά (άγνωστο γιατί) ένα χάρτη ή έστω μια κάτοψη του ορόφου για να εντοπίσει τη γυναικεία τουαλέτα. Φυσικά την οδηγεί όπως τα σκυλιά των τυφλών, η ίδια πάλι ταλαίπωρη γκαρσόνα. Τα υπόλοιπα γκαρσόνια γίνανε καπνός, εντοπίζοντας από νωρίς ότι κάτι είναι πολύ λάθος στην εικόνα αυτή.

Ο κύριος εντωμεταξύ υπολογίζει τις κινήσεις του με την ευελιξία και την πονηριά που αρμόζει σε άνθρωπο της τάξης του (Τρίτη Δημοτικού). Το φιλέτο που πήρε (τι νιόκι και νούκι…σιγουριάαα) τον κοιτάζει λυπημένο, καθώς δεν ψήθηκε αρκετά ώστε να πεθάνει γενναία.
Τι ψυχρότις, τι σβελτάδα. Με σιγουριά το σημαδεύει και λιώνει τις ελπίδες του. Περιέργως, παρόλη τη φρίκη που σκορπίζει στα γύρω ιόντα, η κυρία ατάραχη με ψυχρό επαγγελματισμό, βασανίζει μέχρι διαμελισμού ένα βραστό μπρόκολο και τσιμπά από το φιλετάκι του κυρίου (τζαστ ε μπαιτ ντιαρ). Είναι φανερό πως δεν πρόκειται για ερασιτέχνες.



Εν τω μεταξύ η εν λόγω ταλαιπωρημένη γκαρσόνα, ξεθάβει το πιο σκονισμένο κρασί από το κελάρι για να του προσφέρει στο γευσιγνώστη από τη Νεβάδα. Η γκαρσόνα του το πλασάρει στη μούρη για να το ελέγξει. Τρομαγμένος αλλά κρατώντας την ψυχραιμία του στο αριστερό του χέρι, ελέγχει την ετικέτα. Σιγουρεύεται πως πράγματι δεν έχει ιδέα τι στην ευχή του προσφέρουν και με αργές κινήσεις δοκιμάζει μια γουλιά. Γκλουπ. Ναι είναι η ζωηρότερη βυσσινάδα που έχει δοκιμάσει. Αξίζει το μισθό του ολόκληρο.


Τα μαγουλάκια κοκκίνισαν. Εντούτοις παραμένει ατσαλάκωτος αλλά με εύθραυστο δέρμα, έντονο ανδροπρεπές πηγούνι και δυο μάτια κουμπάκια.


Πιστεύω πως πασχίζει να διακρίνει την ιστορία του χώρου από το μύθο των παραμυθιών. Νομίζει πως σε λίγες μέρες θα φύγει από το χολιγουντιανό σκηνικό και θα πετάξει πίσω στην πραγματικότητα. Ενώ μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Κι έτσι αναιρεί την αξία του χώρου. Τον θαυμάζει σα σκηνικό θεάτρου, σαν ψεύτικη εικόνα. Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον πεπερασμένης ιστορίας; Στις σχολικές του εκδρομές θαύμασε τη φύση και χρόνια πάσχιζε να αποστηθίσει 200 ονόματα προέδρων. Αντίθετα η Ιταλίδα γκαρσόνα που τον σερβίρει ένιωσε το βάρος του τόμου της ιστορίας στη σάκα της για αρκετά χρόνια και γκρίνιαξε άπειρες φορές για την αγγαρεία της μάθησης. Περπάτησε στα βήματα εκατοντάδων γενεών, ζει και δουλεύει σε κτίρια-δημιουργήματα παλιότερων δικών της ανθρώπων, περπατάει σε δρόμους χαραγμένους πολύ πριν, όταν οι ιδέες δεν είχαν ακόμα δοκιμαστεί.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Σπρώξε και φτάσαμε (μέρος 5ο)




-"Πρκαλώ" σφύριξα στο ακουστικό του κινητού, χωρίς να έχω πατήσει το πράσινο πλήκτρο. Το τηλέφωνο συνέχισε να κουδουνίζει ζωηρά. Επανέλαβα μέχρι που ήρθε σε βοήθεια ο άνθρωπος-καμαμπέρ να με σώσει.

- "Πάτα το πράσινο ρε μπούφο". Το πάτησα. Ήταν η Γιώτα. Η Γιωτούλα. Άκου τώρα. Κάτι στιγμές που διαλέγει. Πάντα το είχε αυτό. Ήταν κομμάτι της χαράς ακόμα και από μεγάλη απόσταση. Απόδειξη πως η διάδοση της χαράς ακολουθεί τη φύση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.

-"Έπ! έρχομαι αύριο με το λεωφορείο" ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου και το γλυκό έδεσε σφιχτά.



6:59 το πρωί. Αχνό πρωινό φως εισβάλλει από το κουρτινάκι, βολτάρει τριγύρω, χορεύει με τη σκόνη και σηκώνει αργά τα βλέφαρά μου. Μακάριος ύπνος παντού, όλοι ησυχάζουν. Σηκώνομαι, ρίχνω δυο σταγόνες παγωμένο νερό στα μάτια μου. Νιώθω ήδη ξεκούραστος. Βγαίνω στην αυλή να δω το ξημέρωμα. Ανηφορίζω τα σκαλιά και φτάνω στο δρόμο. Πρωινά τιτιβίσματα και μακρινοί ήχοι από το ποτάμι. Ο ήλιος βγαίνει νωχελικά πίσω από την πλαγιά και φανερώνει τις σκιές και τις γωνίες. Παρατηρώ έναν τρυποκάρυδο που παίζει μουσική. Γραπωμένος στον τηλεφωνικό στύλο, χτυπάει επαναλαμβανόμενα το σκληρό ξύλο. Χαρντ ροκ. Μετακινείται πιο πάνω και χτυπάει ένα μεταλλικό αντικείμενο. Θρας Μέταλ.

Πίσω στο κρύο δωμάτιο. Εγώ και τα πτώματα. Κάθομαι ακίνητος και παρατηρώ τα σκεπάσματα που αργοκινούνται με τους ρυθμούς της ανάσας τους. Κατεβαίνω πάλι στο ισόγειο. Ανοίγω προσεκτικά όλα τα συρτάρια και επιτέλους ανακαλύπτω τις καρφίτσες. Παίρνω δυο για ασφάλεια.

Πάνω στο δωμάτιο ξανά. Μια καρφίτσα στο ένα χέρι μου. Ακουμπάω με χάρη τη μύτη της πάνω στο συννεφάκι που σκεπάζει μακάρια το ψηλό. Ζζζζζζζ - Παφ! Ένας σωρός από τυριά, κασέρια, ριζόγαλα και τυρόπιτες τον σκεπάζουν ολοσχερώς. Ο θόρυβος ξυπνάει αμέσως τον παρακείμενο Άαααακη. Ευτυχώς. Ποιος ξέρει τί θα έπεφτε από το δικό του συννεφάκι και αν αυτό θα ήταν σαρκοφάγο.

32 κιλά μπινελίκια μετά...

Έξω στην αυλή κλασικά εικονογραφημένα. Πουλιά βελάζουν, πρόβατα τιτιβίζουν, γιαγιάδες σκουπίζουν, παπάδες σαλτάρουν από ύψος *(διαχρονικά). Τα σύννεφα λευκοί καβαλάρηδες στις λεωφόρους του φωτός και τέτοια. Μια συστάδα ηλιοφάνειας βολτάριζε στους γύρω λόφους και περιστασιακά φώτιζε τα μισητά Φουρνά. Ένα γρύλισμα
ακουγόταν κάθε φορά στο τραπεζάκι που πρόχειρα στήθηκε στην αυλή και κόντευε να λυγίσει από το ελαφρύ πρωινό που έφερε η νταλίκα νωρίτερα.
Η δραστήρια γιαγιά είχε ήδη τακτοποιήσει τον Τζάκη, είχε ετοιμάσει φαγητό, είχε πιει τρεις καφέδες, είχε κόψει ξύλα, είχε σκαλίσει τον κήπο και είχε ήδη ελέγξει την κίνηση των μετοχών της στο χρηματιστήριο. Ώρα για καφέ με τη γειτόνισσα, όπως έλεγε το στάτους της στο Φέισμπουκ.

Ενέργεια, οξυγόνο,
φόρμες, παπούτσια. Χοπ στο αυτοκίνητο, βρουμ για τη νησιωτική πρωτεύουσα των βουνών, το Καρπενήσι, γνωστή παρεξήγηση απανταχού των αγεωγράφητων. Με δαντελωτές χιονισμένες παραλίες στον ουρανό, δροσερά βαθιά φαράγγια και φρέσκο αγριογούρουνο να σπαρταράει. Λαγονήσι, Γαϊδουρονήσι, Καρπενήσι. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των παρεξηγήσεων σαν το ψαρονέφρι, μια άλλη πονεμένη ιστορία. Έτσι και το Καρπενήσι, μια όαση αστικού πολιτισμού στη θάλασσα του ορεινού τοπίου. Και άλλα παρόμοια. Φτάσαμε αργοπορημένοι. Λογικό. Ήμουν στο αυτοκίνητο.

Τοπίο ΚΤΕΛ σε επαρχιακή πόλη. Το μεγαλείο τη ελληνικής επινοητικότητας σε πρώτο πλάνο. Αποσπασμένο, ξέχωρο ισόγειο κτίριο, σε περίπλοκο σχήμα (κουτί ή πιο μεγάλο κουτί). Παράθυρα από αλουμίνιο. Ντουβάρι χάρτινο. Προσεκτικά επιλεγμένες αποχρώσεις του γκρι και ενθουσιώδεις πινελιές αχνού πρασίνου στο εσωτερικό. Βασικά το κουτί ήταν γκρι. Ο πάγκος του ψυγείου ξεκουραζόταν κατά μήκος της μιας πλευράς του χώρου. Μια και μόνη τυρόπιτα λαγοκοιμόταν (καιρό τώρα) μόνη και έρημη ακριβώς στη μέση της βιτρίνας, που φωτιζόταν περιοδικά από πολύχρωμα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια (κινέζικα). Δεκατρείς καρέκλες ακροβολισμένες στο χώρο και δυο τραπεζάκια για ξεκάρφωμα, αφαιρετικά τοποθετημένα. Η κατασκευαστική εταιρία που το ανέλαβε πρόσφερε ως δώρο τον κυλικειάρχη, μορφή ακίνητη και γνώριμη, ίδια σε όλους τους σταθμούς ΚΤΕΛ. Μοντέλο δοκιμασμένο και ανθεκτικό.
Το βρήκαμε όρθιο, πίσω από το ταμείο να κοιτάει με απλανές βλέμμα τη σβηστή τηλεόραση. Κατάματα και άφοβα. Φύλακας του ψυγείου και καλή παρέα στις δύσκολες ώρες της αναμονής. Γοητευμένη η Γιώτα προσπαθούσε να αποσπάσει μια πορτοκαλάδα. Μάταια.

Από το βάθος του χώρου, εκεί στο βάθος, πίσω, εκεί, φάνηκε μια γνωστή φιγούρα. Το χαμόγελο κολλημένο με ούχου, το στρατιωτικό κούρεμα και η αισθησιακή κίνηση, δε άφηναν περιθώριο λάθους. Ήταν ο Γιωργάκης, ..άκης, ..άκης...

Φοβερή είσοδος στο τελευταίο λεπτό και επάνω που ο κυλικειάρχης θα σφύραγε τη λήξη. Μπήκε στο γήπεδο χαμογελώντας, άνετος. Η ομάδα είχε πλέον τα πάντα. Δύναμη, τόλμη, δημιουργικότητα, αυθορμητισμό, μια δόση τίποτα και μουντού κενού, αλλά και γυναικείο άγγιγμα. Μείναμε πιασμένοι στις γωνίες του χώρου να αλληλοκοιταζόμαστε. Οι ήχοι εξαφανίστηκαν, ο χρόνος πούντιασε. Μόνο ο απόηχος από το καζανάκι του Γιωργάκη ταξίδευε στον μεγάλο κενό χώρο.

- "Ο Γιωργάκης μόλις γύρισε με άδεια από Ξάνθη. Ήρθαμε μαζί, δεν κάνει να λείπει", μας εξήγησε η Γιώτα.
- "Πάμε για μπάλα;" ρώτησε ο φάνταρος με το αυτοκόλλητο διάπλατο χαμόγελο και όλοι σιγουρεύτηκαν ότι δεν επρόκειτο για το σατανικό σωσία του.
Χωρίς σύνθημα η ατμόσφαιρα έκανε κρακ και ορμήσαμε αλληλοδιαδόχως. Αγκαλιές, φιλιά, ερωτόλογα και ενθουσιασμός. Η έκπληξη ήταν καθολική - διαμαρτυρόμενη. Επικρατούσε μια γενικότερη σύγχυση, καθώς η ιστορία έμπλεκε με πολλούς χαρακτήρες πλέον, αρκετά ετερόκλητους αλλά πάντοτε πολυαγαπημένους. Ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάτι του κυλικειάρχη, που για λόγους αρχής παρέμενε ακίνητος στο πόστο του.

* Η ψιθυριστή ιστορία του παπά "που έπεσε εδώ από πίσω".
Στους ομιχλώδεις διαδρόμους του χρόνου διασώζεται η ιστορία του ιερωμένου - αθλητή ύψους, που είχε την ατυχία να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος 145 εκατοστών σε στάση κάθετης εφόρμησης με το κεφάλι. Μη προλαβαίνοντας να κάνει διπλό τολουύ προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος. Για κακή του τύχη υπήρξε γείτονας του Ηλία και της οικογένειάς του, που επέλεξαν να μνημονεύουν το μακαρίτη και τον τραγικό τόπο μαρτυρίου του πάντοτε ψιθυρίζοντας.