Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε στην ανηφόρα. Ο φιδωτός δρόμος ξετυλιγόταν κάτω από τα πόδια μας. Καταπίναμε τα χιλιόμετρα με το κουτάλι. Στις παρυφές του δρόμου λίγο χιονάκι έλιωνε σιγά σιγά, υπόλοιπο από το χειμώνα που μας αποχαιρετούσε. Το Βελούχι επιτηρούσε από ψηλά τη διαδρομή μας. Μουσική έπαιζε στο κασετόφωνο. Μια ελαφριά βροχή από βλακείες και ανέκδοτα επικρατούσε μέσα στο αμάξι. Το αμάξι κυλούσε. Γενικά, πράγματα γίνονταν(στε).
Μπήκαμε σε βαθιά ομίχλη. Ο οδηγός δε μάσησε. Το χιόνι στις παρυφές του δρόμου έκανε την εμφάνισή του, πυκνότερο . Ο οδηγός δε μάσησε. Συνέχισε να ανηφορίζει με στροφές και στροφές και λίγες στροφές ακόμα. Ο οδηγός αμάσητος. Μπήκαμε σε πυκνό δάσος ψηλών δέντρων, πράσινων, με κλαδιά. Ο οδηγός ακόμα να μασήσει. Ο Ηλίας μάσησε.
- "Σταμάτα, θα το πάρω εγώ"
- "Μα γιατί ρε Ηλιάκι; Το 'χω μέχρι επάνω" απάντησε ο Νικόλας και κατέβασε το ξεχασμένο εδώ και 20 χιλιόμετρα χειρόφρενο.
- "Σταμάτα ρε. Ζαλίστηκα. Θα το πάρω εγώ." είπε και ελάλησε ο Ηλίας, μυρίζοντας το καμένο φρένο.
Λόγω εντοπιότητας, όγκου και επιβλητικότητας στην προφορά (είναι γνωστό ότι όποιος περνά τα σύνορα του νομού Ευρυτανίας, άξαφνα και ανεπιστρεπτί αρχίζει να ομιλεί την ντόπια διάλεκτο βλαχωριάτικα με πάθος αλλά υποσυνείδητα), ο Νικόλας εγκατέλειψε την προσπάθεια και 200 μέτρα παρακάτω έφερε το αυτοκίνητο σε στάση.
Με την ευκαιρία της στάσης, βγήκανε όλοι όπως-όπως από το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν τη φύση, τη δραματική ατμόσφαιρα και την υγρασία στα ρουθούνια. Βαθιές εισπνοές, εν δυο τρία, το Βελούχι από πάνω, δέντρα ομίχλες. Ορμάμε στο δάσος για βόλτα και κατούρημα. Γλυκό κρύο, αέρας που σου καίει τα ρουθούνια, επικίνδυνο οξυγόνο. Αμίλητοι. Τί να πεις τέτοιες στιγμές. Για τον ΠΑΟΚ; Απολαμβάνεις.
Με οδηγό τον Ηλία βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε πάνω από τα σύννεφα, σε αλπικό ύψος. Στο βάθος παρακολουθούσαμε τη θέα. ο λαμπρός ήλιος διέλυε τα σύννεφα που έδιναν τη θέση τους σε ένα φωτεινό ουράνιο τόξο. Ερημιά παντού και άνεμος. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο έφτανε το μισό μέτρο και 32 χιλιοστά. Μετά τη ράχη ακολουθούσε η κατηφόρα. Και ο δρόμος οδηγούσε στα Κοκκάλια.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω το χιόνι χάθηκε, ο ήλιος κέρδισε τη μάχη και τα παράθυρα άνοιξαν για τις μυρωδιές (τις μέσα). Σε ένα σημείο κάπως απρόσμενα, φανερώθηκε η ταμπέλα με την ηρωική επιγραφή "Κοκκάλια". Στο σημείο αυτό, μας είχαν πληροφορήσει πως στην ύστερη αρχαιότητα (ναι ύστερη), οι ντόπιο Αιτωλοί έδωσαν την τελειωτική μάχη με τους Γαλάτες πολεμιστές, που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και σε μια πολεμοχαρή και άνιση στιγμή της ιστορίας, όρμησαν προς την Ανατολή προς εύρεση πλούτου και δόξας. Χαρακτηριστική νοημοσύνη ζαντολάστιχου, καθώς στην εξόρμηση προς την Ανατολή, θαλασσοδαρμένοι, ελεεινοί και μόνοι, συνάντησαν μόνο τις εύφορες χαράδρες της Πίνδου και την πεισματώδη αντίσταση των Αιτωλών που δε λέγανε να δουν την εισβολή ως πολιτισμική ανταλλαγή και χαλαρό καφεδάκι. Έπεσαν λοιπόν μαχόμενοι μέχρι που, σύμφωνα με το μύθο, μόνο κόκαλα έμειναν να θυμίζουν τη θυσία αυτή. Απογοητευμένοι οι Γαλάτες που τέτοιους ατρόμητους δεν είχαν ξαναδεί (εκτός από τους Βίκινγκς), επέστρεψαν στην πατρίδα τους με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Φαντασιόπληκτοι και φευγάτοι, παρκάρουμε το αμάξι επιτόπου και ανηφορίζουμε το μονοπάτι που χάραζε φιδωτό την πλαγιά μέσα στο δάσος. Το πρωινό εξελισσόταν σε ηλιόλουστο απόγευμα, καθώς ανεβαίναμε υψόμετρο. Ησυχία παντού. Μικρές σκιερές γωνιές κρατούσαν ακόμα το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Δράση και αδρεναλίνη. Η κουβέντα πήρε φωτιά όταν ο Νικόλας μας ξύπνησε από το λήθαργο με ένα "Χιονάααααακι" τρέξιμο όπου φύγει - φύγει μέσα στο χιόνι. Η θέα του απάτητου χιονιού για το μέσο νεοαστό αποτελεί ιδανική εναλλακτική απόδειξη πως υπάρχει ζωή μετά την Τρίτη Λυκείου και μάλιστα κοντά στη "Φύση". Η "Φύση" ως ασαφής και θολή έννοια αποκαλύπτεται στα όνειρα του σύγχρονου φυλακισμένου ουρμπάνου ως σχέδιο απόδρασης από τα κτίσματα που τον κρατούν και τα δεσμά που τόσο αγαπά. Και άλλα τέτοια μας απασχολούσαν καθώς ανηφορίζαμε την ανηφόρα με ανηφορικά βήματα, όταν, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ο Ηλίας, άρχισε να μας τυλίγει μια γκρίζα μορφή, ένα υγρό και θολό πέπλο, το καμουφλάζ του βουνού, ένα σύννεφο, για όσους δεν παρακολουθούν στο μάθημα.
Η θερμοκρασία κατρακυλούσε, ενώ ανεβαίναμε στο μονοπάτι και ο δρόμος γέμισε λάσπες, πού είναι το κράτος. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχή, οι κουκούλες επιστρατεύτηκαν και τα λόγια λιγόστεψαν καθώς εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μνημείο της μάχης δεν υπήρχε κι ότι όλα είναι μια απάτη, μια φαινάκη, μια πνοή. Επέμενα πως στην άκρη του δρόμου υπάρχει ο Ανδριάντας του αρχαίου Αιτωλού, γιου του Ευρυτιτάνα Κουτιάδη, που σφάζει στο γόνατο τον ανερμάτιστο και αιμοδιψή Αστερίξ, με τα δόντια του Ιντερφίξ καρφωμένα στον πισινό του.
Τη στιγμή που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, και τίποτα δεν το προμήνυε, ούτε το ανακοίνωνε, άρχισε να χιονίζει. Στη αρχή λίγο, μετά περισσότερο και μετά έγινε χαμός. Κάτι παλατίνια σα βερύκοκα έσκαγαν στα μούτρα μας και σε λίγο όλα άσπρισαν σα χιόνι. Τουρτουρίζοντας αλλά πάντα επίμονοι να αποτίσουμε φόρο τιμής στον τόπο της ιερής σφαγής, συνεχίσαμε την ανηφόρα ώσπου η βλάστηση αραίωσε και το μονοπάτι άνοιξε. Στο τέλος του ξέφωτου και με θέα στα μακρινά βουνά στεκόταν το μνημείο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση Αστερίξ δεν υπήρχε. Υπήρχε μια όμορφη ιστορία και μια φωτογραφία μας να τη θυμίζει.
Το αμάξι των μουσκεμένων ταξιδιωτών συνεχίζει μέσα στη βροχή (τί Χάιλαντς και πράσινα άλογα) και πλησιάζει στη Δομνίστα, γιατί εκεί βγάζει ο δρόμος. Σταματούμε για παραδοσιακά προϊόντα των γιαγιάδων μας, όπως καρτ-ποστάλ, δερμάτινα πορτοφόλια και λουκούμια και κοιτούμε εγκλωβισμένοι το βροχερό απόγευμα.
Μπήκαμε σε βαθιά ομίχλη. Ο οδηγός δε μάσησε. Το χιόνι στις παρυφές του δρόμου έκανε την εμφάνισή του, πυκνότερο . Ο οδηγός δε μάσησε. Συνέχισε να ανηφορίζει με στροφές και στροφές και λίγες στροφές ακόμα. Ο οδηγός αμάσητος. Μπήκαμε σε πυκνό δάσος ψηλών δέντρων, πράσινων, με κλαδιά. Ο οδηγός ακόμα να μασήσει. Ο Ηλίας μάσησε.
- "Σταμάτα, θα το πάρω εγώ"
- "Μα γιατί ρε Ηλιάκι; Το 'χω μέχρι επάνω" απάντησε ο Νικόλας και κατέβασε το ξεχασμένο εδώ και 20 χιλιόμετρα χειρόφρενο.
- "Σταμάτα ρε. Ζαλίστηκα. Θα το πάρω εγώ." είπε και ελάλησε ο Ηλίας, μυρίζοντας το καμένο φρένο.
Λόγω εντοπιότητας, όγκου και επιβλητικότητας στην προφορά (είναι γνωστό ότι όποιος περνά τα σύνορα του νομού Ευρυτανίας, άξαφνα και ανεπιστρεπτί αρχίζει να ομιλεί την ντόπια διάλεκτο βλαχωριάτικα με πάθος αλλά υποσυνείδητα), ο Νικόλας εγκατέλειψε την προσπάθεια και 200 μέτρα παρακάτω έφερε το αυτοκίνητο σε στάση.
Με την ευκαιρία της στάσης, βγήκανε όλοι όπως-όπως από το αυτοκίνητο για να θαυμάσουν τη φύση, τη δραματική ατμόσφαιρα και την υγρασία στα ρουθούνια. Βαθιές εισπνοές, εν δυο τρία, το Βελούχι από πάνω, δέντρα ομίχλες. Ορμάμε στο δάσος για βόλτα και κατούρημα. Γλυκό κρύο, αέρας που σου καίει τα ρουθούνια, επικίνδυνο οξυγόνο. Αμίλητοι. Τί να πεις τέτοιες στιγμές. Για τον ΠΑΟΚ; Απολαμβάνεις.
Με οδηγό τον Ηλία βγήκαμε από το δάσος και φτάσαμε πάνω από τα σύννεφα, σε αλπικό ύψος. Στο βάθος παρακολουθούσαμε τη θέα. ο λαμπρός ήλιος διέλυε τα σύννεφα που έδιναν τη θέση τους σε ένα φωτεινό ουράνιο τόξο. Ερημιά παντού και άνεμος. Το χιόνι δίπλα στο δρόμο έφτανε το μισό μέτρο και 32 χιλιοστά. Μετά τη ράχη ακολουθούσε η κατηφόρα. Και ο δρόμος οδηγούσε στα Κοκκάλια.
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω το χιόνι χάθηκε, ο ήλιος κέρδισε τη μάχη και τα παράθυρα άνοιξαν για τις μυρωδιές (τις μέσα). Σε ένα σημείο κάπως απρόσμενα, φανερώθηκε η ταμπέλα με την ηρωική επιγραφή "Κοκκάλια". Στο σημείο αυτό, μας είχαν πληροφορήσει πως στην ύστερη αρχαιότητα (ναι ύστερη), οι ντόπιο Αιτωλοί έδωσαν την τελειωτική μάχη με τους Γαλάτες πολεμιστές, που ξεριζωμένοι από τον τόπο τους και σε μια πολεμοχαρή και άνιση στιγμή της ιστορίας, όρμησαν προς την Ανατολή προς εύρεση πλούτου και δόξας. Χαρακτηριστική νοημοσύνη ζαντολάστιχου, καθώς στην εξόρμηση προς την Ανατολή, θαλασσοδαρμένοι, ελεεινοί και μόνοι, συνάντησαν μόνο τις εύφορες χαράδρες της Πίνδου και την πεισματώδη αντίσταση των Αιτωλών που δε λέγανε να δουν την εισβολή ως πολιτισμική ανταλλαγή και χαλαρό καφεδάκι. Έπεσαν λοιπόν μαχόμενοι μέχρι που, σύμφωνα με το μύθο, μόνο κόκαλα έμειναν να θυμίζουν τη θυσία αυτή. Απογοητευμένοι οι Γαλάτες που τέτοιους ατρόμητους δεν είχαν ξαναδεί (εκτός από τους Βίκινγκς), επέστρεψαν στην πατρίδα τους με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Φαντασιόπληκτοι και φευγάτοι, παρκάρουμε το αμάξι επιτόπου και ανηφορίζουμε το μονοπάτι που χάραζε φιδωτό την πλαγιά μέσα στο δάσος. Το πρωινό εξελισσόταν σε ηλιόλουστο απόγευμα, καθώς ανεβαίναμε υψόμετρο. Ησυχία παντού. Μικρές σκιερές γωνιές κρατούσαν ακόμα το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Δράση και αδρεναλίνη. Η κουβέντα πήρε φωτιά όταν ο Νικόλας μας ξύπνησε από το λήθαργο με ένα "Χιονάααααακι" τρέξιμο όπου φύγει - φύγει μέσα στο χιόνι. Η θέα του απάτητου χιονιού για το μέσο νεοαστό αποτελεί ιδανική εναλλακτική απόδειξη πως υπάρχει ζωή μετά την Τρίτη Λυκείου και μάλιστα κοντά στη "Φύση". Η "Φύση" ως ασαφής και θολή έννοια αποκαλύπτεται στα όνειρα του σύγχρονου φυλακισμένου ουρμπάνου ως σχέδιο απόδρασης από τα κτίσματα που τον κρατούν και τα δεσμά που τόσο αγαπά. Και άλλα τέτοια μας απασχολούσαν καθώς ανηφορίζαμε την ανηφόρα με ανηφορικά βήματα, όταν, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα ο Ηλίας, άρχισε να μας τυλίγει μια γκρίζα μορφή, ένα υγρό και θολό πέπλο, το καμουφλάζ του βουνού, ένα σύννεφο, για όσους δεν παρακολουθούν στο μάθημα.
Η θερμοκρασία κατρακυλούσε, ενώ ανεβαίναμε στο μονοπάτι και ο δρόμος γέμισε λάσπες, πού είναι το κράτος. Άρχισε να ρίχνει μια ψιλή βροχή, οι κουκούλες επιστρατεύτηκαν και τα λόγια λιγόστεψαν καθώς εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι μνημείο της μάχης δεν υπήρχε κι ότι όλα είναι μια απάτη, μια φαινάκη, μια πνοή. Επέμενα πως στην άκρη του δρόμου υπάρχει ο Ανδριάντας του αρχαίου Αιτωλού, γιου του Ευρυτιτάνα Κουτιάδη, που σφάζει στο γόνατο τον ανερμάτιστο και αιμοδιψή Αστερίξ, με τα δόντια του Ιντερφίξ καρφωμένα στον πισινό του.
Τη στιγμή που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού, και τίποτα δεν το προμήνυε, ούτε το ανακοίνωνε, άρχισε να χιονίζει. Στη αρχή λίγο, μετά περισσότερο και μετά έγινε χαμός. Κάτι παλατίνια σα βερύκοκα έσκαγαν στα μούτρα μας και σε λίγο όλα άσπρισαν σα χιόνι. Τουρτουρίζοντας αλλά πάντα επίμονοι να αποτίσουμε φόρο τιμής στον τόπο της ιερής σφαγής, συνεχίσαμε την ανηφόρα ώσπου η βλάστηση αραίωσε και το μονοπάτι άνοιξε. Στο τέλος του ξέφωτου και με θέα στα μακρινά βουνά στεκόταν το μνημείο. Προς μεγάλη μου απογοήτευση Αστερίξ δεν υπήρχε. Υπήρχε μια όμορφη ιστορία και μια φωτογραφία μας να τη θυμίζει.
Το αμάξι των μουσκεμένων ταξιδιωτών συνεχίζει μέσα στη βροχή (τί Χάιλαντς και πράσινα άλογα) και πλησιάζει στη Δομνίστα, γιατί εκεί βγάζει ο δρόμος. Σταματούμε για παραδοσιακά προϊόντα των γιαγιάδων μας, όπως καρτ-ποστάλ, δερμάτινα πορτοφόλια και λουκούμια και κοιτούμε εγκλωβισμένοι το βροχερό απόγευμα.